Δημήτριος Βικέλας «Λουκής Λάρας» ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Δημήτριος Βικέλας «Λουκής Λάρας» ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Elise Palmigiani

Δημήτριος Βικέλας «Λουκής Λάρας» ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Αλλά, μόλις εισέβην εις την κεντρικήν της αγοράς οδόν, ακούω κραυγάς εκ νέου και αλαλαγμούς, και, πριν έτι λάβω τον καιρόν να αποσυρθώ ή να προφυλαχθώ, ευρίσκομαι εντός σμήνους Τούρκων, τρεχόντων με τα ξίφη εις τας χείρας γυμνά. Πώς δεν με κατεπάτησαν, πώς δεν μ’ εφόνευσαν δεν δύναμαι και τώρα εισέτι να εννοήσω!
Το ρεύμα με παρέσυρεν. Έτρεχα κ’ εγώ μετ’ αυτών. Ήρπαζα εδώ κ’ εκεί λακτίσματα και γρονθοκοπήματα, αλλ’ έτρεχα κατάτρομος, μη γνωρίζων ούτε που πηγαίνω, ούτε τι θ’ απογίνω, αλλ’ ουδέ σκεπτόμενος περί τούτου. Ήτο ως όνειρον φρικτόν! Εγνώριζα κάλλιστα τας οδούς της Σμύρνης, αλλ’ οποίας οδούς διηρχόμην δεν έβλεπα, ουδέ τώρα ενθυμούμαι.
Ενθυμούμαι μόνον ότι εις μιαν του δρόμου στροφήν είδα του χανίου μας την θύραν αντικρύ μου και την ανεγνώρισα. Ήτο ημίκλειστος. Δεν γνωρίζω πώς ευρέθην εντός του χανίου, εις το δωμάτιόν μου, πλησίον του πατρός μου. Όλα ταύτα έμεινα συγκεχυμένα εις την μνήμην μου.
Ενθυμούμαι ότι ευρέθην κείμενος επί του στρώματος, ύπτιος, ασθμαίνων∙ και άνωθέν μου, κλίνων την κεφαλήν, ο πατήρ μου μ’ ερράντιζε με ύδωρ ψυχρόν.
Ενθυμούμαι ότι ησθάνθην βάρος επί του στήθους πολύ, και τότε μόνον συλλογισθείς τον σάκκον έφερα την χείρα εις τον κόλπον μου και τον εσήκωσα από το στήθος.
Ενθυμούμαι το μειδίαμα του πατρός μου, ότε τω παρέδωκα τον σάκκον. Το μειδίαμα εκείνο το υπέλαβα ως έκφρασιν ευχαριστήσεως δια των χρημάτων την διάσωσιν. Αλλ’ αφού απέκτησα και εγώ τέκνα, τότε μόνον ενόησα την αληθή του σημασίαν.
- Τι με μέλλει τώρα περί χρημάτων; Δια σε, υιέ μου, με μέλλει!
Ιδού του πρακτικού εκείνου μειδιάματος η έννοια. Με ηγάπα ο πατήρ μου, με ηγάπα περιπαθώς. Ποτέ δεν μου το απέδειξε δι’ εκχύσεων ή επιδείξεων τρυφερότητος. Μόνον αφού απέθανε και δεν τον είχα πλησίον μου και ανεπόλουν τας περιπετείας και τα ελάχιστα περιστατικά της πολυετούς συμβιώσεώς μας, τότε μόνον ενόησα και εξετίμησα ακριβώς τον βαθμόν της προς εμέ στοργής του. Διατί τούτο; Άρα γε διότι απαιτείται να απολέσωμεν τι δια να αισθανθώμεν την αξίαν του όλην; Ή μη διότι αι συμφοραί και τα δεινοπαθήματα μου ήνοιξαν βραδύτερον τον νουν και μου επλάτυναν την καρδίαν;

Το αμάρτημα της μητρός μου
Ἦτο καθ' ἣν ἐποχὴν ἡ μήτηρ μας εἰργάζετο διὰ νὰ θρέψῃ τὴν πρώτην μας θετὴν ἀδελφὴν καθὼς καὶ ἡμᾶς. Ἐγὼ τὴν συνώδευον κατὰ τὰς διακοπὰς τῶν μαθημάτων, παίζων παρ' αὐτῇ, ἐνῶ ἐκείνη ἔσκαπτεν ἢ ἐξεβοτάνιζεν. Μίαν ἡμέραν διακόψαντες τὴν ἐργασίαν ἐπεστρέφομεν ἀπὸ τοὺς ἀγροὺς φεύγοντες τὸν ἀφόρητον καύσωνα, ὑφ' οὗ ὁλίγον ἔλειψε νὰ λιποθυμήσῃ ἡ μήτηρ μου. Καθ' ὁδὸν κατελήφθημεν ὑπὸ ραγδαιοτάτης βροχῆς, ἐξ ἐκείνων, αἵτινες συμβαίνουσι παρ' ἡμῖν συνήθως, μετὰ προηγηθείσαν ὑπερβολικὴν ζέστην ἢ λαύραν, καθὼς τὴν ὀνομάζουν οἱ συντοπίται μου. Δὲν ἤμεθα πλέον πολὺ μακρὰν τοῦ χωρίου, ἀλλ' ἔπρεπε νὰ διαβῶμεν ἕνα χείμαρρον, ὅστις πλημμυρήσας ἐκατέβαινεν ὁρμητικώτατος. Ἡ μήτηρ μου ἠθέλησε νὰ μὲ σηκώσῃ εἰς τὸν ὦμον της. Ἀλλ' ἐγὼ ἀπεποιήθην.
- Εἶσαι ἀδύνατη ἀπὸ τὴ λιποθυμία, τῇ εἶπον. Θὰ μὲ ρίψῃς μὲσ' στὸν ποταμό.
Καὶ ἐσήκωσα τὰ φορέματά μου καὶ εἰσῆλθον δρομαῖος εἰς τὸ ρεῦμα, πρὶν ἐκείνη προφθάσῃ νὰ μὲ κρατήσῃ. Εἶχον ἐμπιστευθῇ εἰς τὰς δυνάμεις μου πλέον ἢ ὅτι ἔπρεπε. Διότι πρὶν σκεφθῶ νὰ ὑποχωρήσω, τὰ γόνατά μου ἐλύγισαν, οἱ πόδες μου ἔχασαν τὸ στήριγμα των, καὶ, ἀνατραπείς, παρεσύρθην ὑπὸ τοῦ χειμάρρου ὡς κέλυφος καρύου.
Μία σπαρακτικὴ κραυγὴ φρίκης εἶναι πᾶν ὅ,τι ἐνθυμοῦμαι ἐκ τῶν μετὰ ταῦτα. Ἦτον ἡ φωνὴ τῆς μητρός μου, ἥτις ἐρρίφθη εἰς τὰ ρεύματα διὰ νὰ μὲ σώσῃ.
Πῶς δὲν ἔγεινα αἰτία νὰ πνιγῇ καὶ ἐκείνη μετ' ἐμοῦ, εἶναι θαύμα. Διότι ὁ χείμαρρος ἐκεῖνος ἔχει κακὴν φήμην παρ' ἡμῖν. Καὶ ὅταν λέγουν περί τινος “τὸν ἐπῆρε τὸ ποτάμι”, ἐννοοῦν ὅτι ἐπνίγη εἰς αὐτὸν τοῦτον τὸν χείμαρρον.
Καὶ ὅμως ἡ μήτηρ λιγόθυμος καθὼς ἦτο, κατάκοπος, βεβαρημένη ἀπὸ ἐπαρχιακὰ φορέματα, ἰκανὰ νὰ πνίξουν καὶ τὸν δεξιώτερον κολυμβητήν, δὲν ἐδίστασε νὰ ἐκθέσῃ τὴν ζωὴν αὐτῆς εἰς κίνδυνον. Ἐπρόκειτο νὰ μὲ σώσῃ, καὶ ἂς ἤμην ἐκεῖνο της τὸ τέκνον, τὸ ὁποῖον προσέφερεν ἄλλοτε εἰς τὸν θεὸν ὡς ἀντάλλαγμα ἀντὶ τῆς θυγατρός της.

Σύγκριση των δύο κειμένων

Ο Λουκής βρίσκεται ξαφνικά εκτεθειμένος στην πορεία εξαγριωμένων Τούρκων, οι οποίοι με το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης, επιχειρούν να εκφράσουν την οργή τους κατά των χριστιανών. Ο νεαρός έντρομος τρέχει στα στενά της Σμύρνης μέχρι που κατορθώνει να φτάσει ασφαλής στο σπίτι του. Εκεί, μόλις συνέρχεται, παραδίδει στον πατέρα του τα χρήματα που είχε εισπράξει από το χάνι των Εβραίων. Η αντίδραση του πατέρα του είναι ένα χαμόγελο, που εκείνη τη στιγμή εκλαμβάνεται από τον Λουκή ως έκφραση ευχαρίστησης για τη διάσωση των χρημάτων.
Όταν αρκετά χρόνια αργότερα ο Λουκής γίνει κι ο ίδιος πατέρας, θα αντιληφθεί πως το χαμόγελο του πατέρα του δεν ήταν παρά η έκφραση της ανακούφισης και της χαράς που το παιδί του είχε σωθεί από την επιδρομή των Τούρκων. Ο Λουκής θα συνειδητοποιήσει, επομένως, πως η έλλειψη διαχύσεων από την πλευρά του πατέρα του δε σήμαινε ταυτόχρονα κι έλλειψη αγάπης, αποτελούσε απλώς τον ιδιαίτερο τρόπο συμπεριφοράς του πατέρα του.
Η παρερμηνεία αυτή θα είχε προφανώς αποφευχθεί αν ο πατέρας του Λουκή φρόντιζε να εκφράζει με πιο σαφή τρόπο την αγάπη που είχε για το παιδί του, αλλά εκείνα τα χρόνια δεν ήταν συνηθισμένο οι πατεράδες να είναι ιδιαίτερα διαχυτικοί προς τα παιδιά τους. Θεωρούσαν πως αν εργάζονταν σκληρά για τη συντήρηση της οικογένειάς τους, αυτό θα αποτελούσε μια έμπρακτη απόδειξη της αγάπης τους, χωρίς να χρειαστεί να εκφράσουν λεκτικά τα συναισθήματα αυτά. Δεν είναι απίθανο, άλλωστε, ο πατέρας του Λουκή να είχε βιώσει ως παιδί αντίστοιχες εμπειρίες με τον δικό του πατέρα και να θεωρούσε τώρα πως κι ο ίδιος όφειλε να διατηρεί μια παρόμοια στάση.
Η αμφιβολία που μπορεί να έχει ένα παιδί για τα συναισθήματα των γονιών του είναι ιδιαίτερα έκδηλη και στο Αμάρτημα της μητρός μου, όπου ο Γιωργής βλέποντας τη μητέρα του να αφοσιώνεται πλήρως στη φροντίδα της Αννιώς, έχει αρχίσει να θεωρεί πως η μητέρα του δεν ενδιαφέρεται για τον ίδιο και τα αδέρφια του. Όταν, μάλιστα, ο Γιωργής ακούσει την προσευχή της μητέρας του, όταν την ακούσει να ζητά από το Θεό να της χαρίσει την Αννιώ παίρνοντας στη θέση της εκείνον, τότε θα είναι πλέον βέβαιος πως η μητέρα του δεν τον αγαπά.
Θα χρειαστεί ένα έντονο επεισόδιο, κατά το οποίο η μητέρα θα διακινδυνεύσει τη ζωή της για να τον σώσει από τα ορμητικά νερά του χειμάρρου, ώστε να μπορέσει ο Γιωργής να συνειδητοποιήσει πως η μητέρα του τον αγαπά πραγματικά και πως δεν είναι -κι ούτε υπήρξε ποτέ- διατεθειμένη να τον χάσει. Θα χρειαστεί να μάθει όλη την αλήθεια για το παρελθόν της μητέρας του ώστε να κατανοήσει την ιδιαίτερη ψυχολογία της και να αντιληφθεί σε τι επίπεδο πόνου και απελπισίας βρισκόταν για να ζητήσει από το Θεό κάτι που ποτέ δεν εννοούσε πραγματικά.
Τόσο ο Λουκής όσο και ο Γιωργής θα χρειαστεί να ζήσουν αρκετές εμπειρίες και να γνωρίσουν καλύτερα τη ζωή, για να μπορέσουν να κατανοήσουν και να αποδεχτούν τη στάση των γονιών τους. Μόνο όταν θα είναι σε θέση να γνωρίζουν τις ειδικές συνθήκες που διαμόρφωσαν τη στάση των γονιών τους θα μπορέσουν να καταλάβουν πως οι αγάπη του πατέρα και της μητέρας υπάρχει πανίσχυρη, ακόμη κι όταν δεν εκφράζεται με λόγια, ακόμα κι όταν δεν εκδηλώνεται με το χάδι και την τρυφερή αγκαλιά.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...