Γιάννης Ρίτσος «Το τραγούδι της αδελφής μου», ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Γιάννης Ρίτσος «Το τραγούδι της αδελφής μου», ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Abril Andrade Griffith

 

Γιάννης Ρίτσος «Το τραγούδι της αδελφής μου», ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου


 

Όμως εγώ,

αδελφή μου, αγρυπνώ

μετρώντας τους παλμούς

και την ανάσα σου.

Στυλώνομαι, πύργος νυχτός,

Μες την ακατανόητη βοή

των διασταυρουμένων κεραυνών

κι αγγίζω αδίστακτος τα ξίφη.

Οι αψίδες του φωτός κατέρρευσαν

κάτω απ’ τα βλέφαρα σου.

Τίποτ’ άλλο δε ζει

έξω απ’ τον πένθιμο κύκλο

που χαράζουν στην πλάση τα μάτια σου.

...
Θυμάσαι;

Σούχε χαρίσει κάποτε η μητέρα

ένα ρόδινο φόρεμα

και μια μικρή ρόδινη ομπρέλα.

Ανέβαινες την ανθισμένη πλαγιά

το εαρινό πρωινό

ανάλαφρη και διάφανη

- ένα ρόδινο νέφος φωτός.

Κοιτούσες τον ουρανό

σαν κάτι από ψηλά να σε καλούσε.

Μόνο οι θλιμμένες πλεξίδες

των μαύρων μαλλιών σου

βάραιναν τη λεπτή σου ράχη.

Φοβόμουν

μήπως μιαν ώρα χαθείς

όμοια με ρόδινο φως

μέσα στη δύση.

Μάζευα τότε

όστρακα στιλπνά

και πολύχρωμα βότσαλα

απ’ τ’ ακρογιάλι του νησιού μας

για να δω τα μάτια σου

να χαμογελούν

και να μαγέψω την καρδιά σου

που διαλυόταν αθόρυβα

στη θλίψη του κόσμου.

Μα δεν ήξερες να γελάς.

Έκανα φτερά τα δάκρυά σου

κ’ έφευγα μακριά για να σου φέρω

τη γύρη του αιθέρα

να ραντίσω τη σιωπή σου.

Όμως δεν ήξερες να δέχεσαι.

Χάριζες.

Μόνο χάριζες.

Όλα τα δώρα σου

τα μοίρασες

κ’ έμειναν άδειες

οι παλάμες σου.

 

[απόσπασμα]

 

Ἄλλην ἀδελφὴν δὲν εἴχομεν παρὰ μόνον τὴν Ἀννιὼ. Ἤτον ἡ χαϊδεμμένη τῆς μικρᾶς ἡμῶν οἰκογενείας καὶ τὴν ἠγαπῶμεν ὅλοι. Ἄλλ' ἀπ' ὅλους περισσότερον τὴν ἠγάπα ἡ μήτηρ μας. Εἰς τὴν τράπεζαν τὴν ἐκάθιζε πάντοτε πλησίον της καὶ ἀπὸ ὅ,τι εἴχομεν ἔδιδε τὸ καλλίτερον εἰς ἐκείνην. Καὶ ἐνῷ ἡμὰς μᾶς ἐνέδυε χρησιμοποιοῦσα τὰ φορέματα τοῦ μακαρίτου πατρός μας, διὰ τὴν Ἀννιὼ ἠγόραζε συνήθως νέα. Ὡς καὶ εἰς τὰ γράμματα δὲν τὴν ἐβίαζεν. Ἄν ἤθελεν, ἐπήγαινεν εἰς τὸ σχολεῖον, ἂν δὲν ἤθελεν, ἔμενεν εἰς τὴν οἰκίαν. Πρᾶγμα τὸ ὁποῖον εἰς ἡμᾶς διὰ κανένα λόγον δὲν θὰ ἐπετρέπετο.
Ἐξαιρέσεις τοιαῦται ἔπρεπε, φυσικῷ τῷ λόγῳ, νὰ γεννήσουν ζηλοτυπίας βλαβερὰς μεταξὺ παιδίων, μάλιστα μικρῶν, ὅπως ἤμεθα καὶ ἐγὼ καὶ οἱ ἄλλοι δύο μου ἀδελφοί, καθ' ἥν ἐποχὴν συνέβαινον ταῦτα. Ἀλλ' ἡμεῖς ἐγνωρίζομεν, ὅτι ἡ ἐνδόμυχος τῆς μητρὸς ἡμῶν στοργὴ διετέλει ἀδέκαστος καὶ ἵση πρὸς ὅλα της τὰ τέκνα. Ἥμεθα βέβαιοι, ὅτι αἱ ἐξαιρέσεις ἐκείναι δὲν ἤσαν παρὰ μόνον ἐξωτερικαὶ ἐκδηλώσεις φειστικωτέρας τινὸς εὐνοίας πρὸς τὸ μόνον τοῦ οἴκου μας κοράσιον. Καὶ ὄχι μόνον ἀνειχόμεθα τὰς πρὸς αὐτὴν περιποιήσεις ἀγογγύστως, ἀλλὰ καὶ συνετελοῦμεν πρὸς αὔξησιν αὐτῶν, ὅσον ἠδυνάμεθα. 

Διότι ἡ Ἀννιώ, ἐκτὸς ὅτι ἦτον ἡ μόνη μας ἀδελφὴ, ἦτο κατὰ δυστυχίαν ἀνέκαθεν καχεκτικὴ καὶ φιλάσθενος. Ἀκόμη καὶ αὐτὸς ὁ ὑστερότοκος τοῦ οἴκου, ὁ ὁποίος, ὡς κοιλιάρφανος, ἐδικαιοῦτο νὰ καρποῦται πλέον παντὸς ἄλλου τὰς μητρικὰς θωπείας, παρεχώρει τὰ δικαιώματά του εἰς τὴν ἀδελφὴν τόσῳ μᾷλλον ἀσμένως, καθόσον ἡ Ἀννιὼ οὔτε φιλόπρωτος οὔτε ὑπεροπτικὴ ἐγίνετο διὰ τοῦτο.

Ἀπ' ἐναντίας ἤτο πολὺ προσηνὴς πρὸς ἠμὰς καὶ μας ἠγάπα ὄλους μετὰ περιπαθείας. Και -πράγμα περίεργον- ἡ πρὸς ἡμὰς τρυφερότης τοῦ κορασίου, ἀντὶ νὰ ἐλαττούται προϊούσης τῆς ἀσθενείας του, ἀπεναντίας ηὔξανεν. Ἐνθυμοῦμαι τοὺς μαύρους καὶ μεγάλους αὐτῆς ὀφθαλμοὺς, καὶ τὰ καμαρωτὰ καὶ σμιγμένα της ὀφρύδια, τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο τόσῳ μᾶλλον μελανότερα, ὅσῳ ὠχρότερον ἐγίνετο τὸ πρόσωπον της. Πρόσωπον ἐκ φύσεως ρεμβῶδες καὶ μελαγχολικόν, ἐπὶ τοῦ ὁποίου τότε μόνον ἐπεχύνετο γλυκειά τις ἰλαρότης, ὅταν μᾶς ἔβλεπεν ὅλους συνηγμένους πλησίον της. Συνήθως ἐφύλαττεν ὑπὸ τὸ προσκεφάλαιόν της τοὺς καρπούς, οὕς αἱ γειτόνισσαι τῇ ἔφερον ὡς ἀρρωστικόν, καὶ τοὺς ἐμοίραζεν εἰς ἡμᾶς, ἐπανελθόντας ἐκ τοῦ σχολείου. Ἀλλὰ τὸ ἔκαμνε πάντοτε κρυφὰ. Διότι ἡ μήτηρ μας ἐθύμωνε, καὶ δὲν ἔστεργε νὰ καταβροχθίζωμεν ἡμεῖς ὅ,τι ἐπεθύμει νὰ εἴχε γευθῇ κἂν ἡ ἀσθενής της κόρη.

 

Ο Γιάννης Ρίτσος πικραμένος από την ψυχική ασθένεια της αδερφής του συνθέτει το συγκλονιστικό Τραγούδι της αδελφής μου, για να εκφράσει την αγάπη του και τον πόνο που αισθάνεται, για την επικίνδυνη περιπέτεια της υγείας της.

Μένει πλάι της, μετρώντας τους παλμούς και την αναπνοή της, ξενυχτά ακλόνητος μπροστά στις ακατάληπτες εντάσεις που βιώνει η αδερφή του, πρόθυμος να δώσει για εκείνη τις δύσκολες μάχες της, αλλά το φως των ματιών της -το φως που σηματοδοτεί την αντίληψη- έχει σβήσει. Κι όμως, ο ποιητής μένει εκεί, αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο βρίσκεται πέρα απ’ το δικό της οπτικό πεδίο, πέρα απ’ τη δική της πένθιμη ματιά.

Ο ποιητής, πλάι της, θυμάται στιγμές από τα παιδικά τους χρόνια που έδειχναν την ευαισθησία της ψυχής της και προμήνυαν τις δύσκολες στιγμές του παρόντος. Θυμάται, ένα ανοιξιάτικο πρωινό, την αδερφή του να ανεβαίνει μιαν ανθισμένη πλαγιά με το καινούριο της ρόδινο φόρεμα και τη ρόδινη ομπρέλα της, λουσμένη στο φως σαν ένα ρόδινο σύννεφο, κι εκείνος να τη βλέπει να κοιτάζει προς τον ουρανό, σαν κάτι να την καλούσε από ψηλά, και να νιώθει μέσα του το φόβο πως κάποια στιγμή θα τη χάσει στο φως της δύσης.

Πήγαινε τότε και της μάζευε γυαλιστερά κοχύλια και πολύχρωμες πέτρες απ’ το ακρογιάλι, για να τη δει να χαμογελά, για να διασώσει την καρδιά της που χανόταν στη θλίψη του κόσμου. Μα εκείνη δεν ήξερε να γελά.

Έκανε τότε τα δάκρυά της φτερά -ποιητική εικόνα-, και πήγαινε να μαζέψει τη γύρη του ουρανού για να γλυκάνει τη σιωπή της. Μα εκείνη δεν ήξερε να δέχεται δώρα, ήξερε μόνο να χαρίζει. Προσέφερε σ’ όλους τα δώρα της ψυχής της, την αγάπη και την ψυχική της ομορφιά, μέχρι που έμεινε με τα χέρια αδειανά.

Το εξαιρετικό αυτό τραγούδι συνεχίζει, αποκαλύπτοντας την ακατάλυτη αγάπη του ποιητή για την αδερφή του, την οποία αντικρίζει ως μέρος του εαυτού του, ως αναπόσπαστο τμήμα της ψυχής του.

Την ασθένεια της αδερφής του παρουσιάζει και ο Γεώργιος Βιζυηνός στο διήγημά του «Το αμάρτημα της μητρός μου», όπου σε αντίθεση με την ενήλικη ματιά του Γιάννη Ρίτσου, παρατηρούμε τα γεγονότα ιδωμένα από την παιδική συνείδηση του αφηγητή. Κι ενώ βρίσκουμε κι εδώ εκφράσεις αγάπης, αλλά και την προσπάθεια του μικρού αφηγητή να συμπαρασταθεί στην αδερφή του, έχουμε παράλληλα και νύξεις για τη στάση της μητέρας του, που μοιάζει να ξεχνά τα υπόλοιπα παιδιά της καθώς έρχεται αντιμέτωπη με το θανάσιμο κίνδυνο του κοριτσιού της.

Ο μικρός αφηγητής κοντά στη θλίψη της αδερφής του και στις αρετές του χαρακτήρα της, κοντά στην αξιοθαύμαστη υπομονή της και στην αμέριστη αγάπη που έδειχνε στα αδέρφια της, βλέπει και τις ιδιαίτερες φροντίδες της μητέρας του, αφήνοντας τη ζήλεια και την αίσθηση παραμέλησης να θολώνει τη ματιά του απέναντι στις κρίσιμες στιγμές που περνούσε η αδερφή του.

Σε μια παράλληλη μελέτη των δύο κοριτσιών, μπορούμε να επισημάνουμε τη θλίψη που τις διακρίνει, μολονότι η φύση της ασθένειάς τους είναι διαφορετική, αλλά και τη γενναιοδωρία που τις χαρακτηρίζει. Ενδεικτική είναι η μεταφορική διατύπωση του ποιητή για την τάση της αδερφής του να χαρίζει όλα της τα δώρα, και η κυριολεκτική περιγραφή του αφηγητή για τη συνήθεια της αδερφής του να προσφέρει στα αδέρφια της τους καρπούς που της έφερναν ως «αρρωστικό».

Μπορούμε, επίσης, να επισημάνουμε πως σε αντίθεση με την αδερφή του ποιητή που παραμένει θλιμμένη, παρά τις προσπάθειες του αδερφού της να διασκεδάσει τη μελαγχολία της, η αδερφή του αφηγητή αισθάνεται χαρά κάθε φορά που βλέπει τα αδέρφια της να μαζεύονται γύρω της. 

 

 

«Φάουστ» του Γκαίτε ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...