Παράλληλα κείμενα στο Αμάρτημα της μητρός μου | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Παράλληλα κείμενα στο Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Dorothy Maier

Παράλληλα κείμενα στο Αμάρτημα της μητρός μου

Γεώργιος Βιζυηνός Το ἁμάρτημα τῆς μητρός μου (απόσπασμα)
[...] Ἡ ἀσθενής δέν ἐκοιμᾶτο, ἀλλά δέν ἦτο καί ὅλως διόλου ἔξυπνος. Τά βλέφαρά της ἦσαν ἡμίκλειστα· οἱ δέ ὀφθαλμοί της, ἐφ’ ὅσον διεφαίνοντο, ἐξέπεμπον παράδοξόν τινα λάμψιν διά μέσου τῶν πυκνῶν καί μελανῶν αὐτῶν βλεφαρίδων.
.....
Αἱ οἰκονομικαί μας δυσχέρειαι ἐκορυφώθησαν, ὅταν ἐπῆλθεν ἀνομβρία εἰς τήν χώραν καί ἀνέβησαν αἱ τιμαί τῶν τροφίμων. Ἀλλ’ ἡ μήτηρ, ἀντί ν’ ἀπελπισθῇ περί τῆς διατροφῆς ἡμῶν αὐτῶν, ἐπηύξησε τόν ἀριθμόν μας δι’ ἑνός ξένου κορασίου, τό ὁποῖον μετά μακράς προσπαθείας κατώρθωσε να υἱοθετήσῃ. [...]

Στα αποσπάσματα των κειμένων του Γ. Βιζυηνού και του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου που σας δίνονται, να εντοπίσετε και να σχολιάσετε πέντε (5) ομοιότητες ως προς το περιεχόμενο.

Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Αστροφεγγιά
[...] Ένα χρόνο αργότερα ο θάνατος μπήκε στο σπίτι. Αυτό μήτε που τόχε συλλογιστεί. Το τρίτο παιδί, το γελούμενο αγοράκι, έπεσε στο κρεβάτι με τύφο. Ο πατέρας δεν έβαλε κακό με το νου του. Εκείνος δεν έβαζε ποτέ το κακό.
—Αρρώστια είναι και θα περάσει, έλεγε. Δεν έχουμε κάμει συμβόλαιο με το Θεό, να είμαστε πάντα γεροί.
Μα η μητέρα φιδοφαγώθηκε. Νύχτα μέρα καθόταν στο κρεβάτι του άρρωστου παιδιού, με το ζόρι έτρωγε μια μπουκιά, με το ζόρι κοιμόταν μια δυο ώρες. Κ’ ήταν φθινόπωρο και τότε, σ’ έν’ άλλο σπίτι, σε μια στενόχωρη κάμαρη. Το παιδί φλεγόταν από τον πυρετό, σπάραζε και παραμιλούσε. Το άσπρο του προσωπάκι ήταν σκαμένο, τα ματάκια του απόχτησαν ολόμαυρα στεφάνια γύρω τους. Ο γιατρός ερχόταν κάθε μέρα, έπαιρνε το τάληρό του κ’ έφευγε. Κι όλο «αύριο θα ιδούμε» κι «αύριο θα ιδούμε» ψιθύριζε, ίσαμε που ήρθε η ώρα χωρίς αύριο.
Ο Άγγελος στεκόταν συλλογισμένος μπροστά στο νεκρό αδερφό και πότε κοιτούσε τα κίτρινα κεριά που γέμιζαν μαύρο καπνό το δωμάτιο, πότε στύλωνε τη ματιά του στα σταυρωμένα χεράκια, στο κέρινο προσωπάκι του νεκρού αδερφού κ’ ήταν πάλι χαμένος και δε μπορούσε να καταλάβει τίποτε. Η μητέρα δερνόταν, έσκιζε τα μάγουλά της με τα νύχια της, θρηνούσε απαρηγόρητα. Ο πατέρας, ανάμεσα σε δυο τρεις άλλους άντρες, έκλαιγε σα να ήταν συναχωμένος. Μια γειτόνισσα σχολίαζε το περιστατικό, πίσω από τη ράχη του Άγγελου:
— Ακούς εκεί να χάσουν το παιδί μέσ’ απ’ τα χέρια τους, χωρίς λόγο! Σα να μην είναι ο κόσμος γεμάτος κλινικές, μόνε τ’ αφήσανε σ’ αυτόν τον ξυλοσκίστη και τους το πέθανε!
— Τι να σου κάνουν, αποκρινότανε κάποια άλλη, φτωχοί άνθρωποι κι άπραγοι! Τι να σου κάνουν! Δεν το ξέρεις πως η φτώχια κουτιαίνει τον άνθρωπο;
— Με συχωρείς, κυρία μου, ξανάλεγε η πρώτη, πολύ να με συχωρείς! μήπως κ’ εμείς δεν είμαστε μεροκαματιάρηδες; Μα σαν αρρώστησε η Αννίκα μου, σκίσαμε τα βουνά να τη σώσουμε! Σπαράζεται η καρδιά μου ν’ ακούω αυτή τη δυστυχισμένη τη μάνα να δέρνεται. Τον ξέρω εγώ τον πόνο της μάνας. [...]

Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Αστροφεγγιά (επιμ. Θ. Πυλαρινός), Εκδόσεις της σχολής Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου [Αθήνα 2002], σσ. 32-33.

Ανάμεσα στα δύο κείμενα διακρίνουμε, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες ομοιότητες:
α) Η ασθένεια και ο θάνατος ενός μικρού παιδιού, που φέρνει μεγάλο πόνο στην οικογένεια. Στο απόσπασμα από το Αμάρτημα, η μητέρα έχει ήδη δοκιμάσει κάθε δυνατό τρόπο για τη σωτηρία του παιδιού της κι έχει καταφύγει στην τελευταία της προσπάθεια, την επίκληση της ψυχής του νεκρού πατέρα.
Στο μυθιστόρημα του Παναγιωτόπουλου η ασθένεια του μικρού αγοριού θα συνοδευτεί από τις ακαταπόνητες προσπάθειες της μητέρας του να το φροντίσει και να το διαφυλάξει, χωρίς όμως να κατορθώσει να το γλιτώσει από το πρόωρο τέλος του.
β) Οι επισκέψεις του γιατρού, που δεν παρέλειπε ποτέ να λαμβάνει την πληρωμή του, έστω κι αν δεν παρείχε την αναγκαία ίαση στο άρρωστο παιδί.
Στο αμάρτημα της μητρός μου, ο αφηγητής σχολιάζει πως η χρηματική περιουσία της οικογένειας καταναλώθηκε σε γιατρούς και γιατρικά, σε μάγους και μάγισσες, οι οποίοι περισσότερο εκμεταλλεύτηκαν την ανάγκη και τον πόνο της μητέρας, παρά είχαν να προσφέρουν κάποια ουσιαστική θεραπεία στη μικρή Αννιώ.
Με παρόμοιο τρόπο, στο μυθιστόρημα «Αστροφεγγιά» ο γιατρός επισκεπτόταν το άρρωστο παιδί καθημερινά, δεχόμενος πάντοτε ένα τάλιρο ως αμοιβή, αλλά όπως φαίνεται από την κατάληξη του παιδιού κι από το σχόλιο της γειτόνισσας πως επρόκειτο για έναν «ξυλοσκίστη» (τεχνίτης αδέξιος και αμαθής), ο γιατρός αυτός δεν είχε τις απαιτούμενες γνώσεις και ικανότητες για να σώσει το άρρωστο παιδί.
γ) Ο ασυγκράτητος θρήνος της μητέρας μετά το θάνατο του παιδιού της.
Στα δύο κείμενα οι δύο μανάδες μετά το θάνατο του παιδιού τους ξεσπούν σ’ έντονο θρήνο, καθώς έχουν χάσει κι οι δύο πολύ μικρά παιδιά και μάλιστα παρά τις συνεχείς προσπάθειές τους να τα διασώσουν απ’ το άδικο αυτό τέλος. Χωρίς να δίνουν σημασία στους ανθρώπους γύρω τους περιέρχονται σ’ ένα απαρηγόρητο πένθος, μιας και βιώνουν τη μεγαλύτερη απώλεια που μπορεί να γνωρίσει μια μητέρα.
δ) Τα σχόλια των γυναικών της γειτονιάς.
Παρά το γεγονός ότι ο θάνατος του μικρού παιδιού αποτελεί μια πολύ προσωπική απώλεια για τη μητέρα, δεν παύει στις κλειστές κοινωνίες να γίνεται ένα ζήτημα που απασχολεί και τα πρόσωπα που ζουν κοντά στη θρηνούσα οικογένεια. Στα δύο κείμενα εντούτοις υπάρχει μια σημαντική διαφοροποίηση, υπό την έννοια πως ενώ στο Αμάρτημα οι γειτόνισσες έρχονται να παρηγορήσουν τη μητέρα, στο Αστροφεγγιά διατυπώνονται κι επικριτικές κρίσεις για την αδυναμία της οικογένειας να προφυλάξει το άρρωστο παιδί.
ε) Η παρουσία του μικρού αδερφού που αντικρίζει το νεκρό παιδί.
Και στα δύο κείμενα δηλώνεται η παρουσία ενός μικρής ηλικίας αδελφού που παρατηρεί το θάνατο του άρρωστου παιδιού. Στο απόσπασμα από το Αμάρτημα της μητρός μου, ο Γιωργής παρατηρεί τις τελευταίες στιγμές της αδερφής του και την ύστατη προσπάθεια της μητέρας να φέρει το άρρωστο παιδί της σ’ επαφή με την ψυχή του νεκρού πατέρα. Η παρουσία του Γιωργή γίνεται αισθητή κυρίως μέσα από τα σχόλιά του «Τό καϋμένο μας τό Ἀννιώ! ἐγλύτωσεν ἀπό τά βάσανά του!».
Στο μυθιστόρημα του Παναγιωτόπουλου ο μικρός αδερφός παρατηρεί άφωνος και μπερδεμένος το υποβλητικό σκηνικό που δημιουργούν τ’ αναμμένα κεριά και το άψυχο σώμα του αδερφού του.

Γεώργιος Βιζυηνός Τό ἁμάρτημα τῆς μητρός μου (απόσπασμα)
Ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη ὁποίαν ἐντύπωσιν ἔκαμεν ἐπί τῆς παιδικῆς μου φαντασίας ἡ πρώτη ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διανυκτέρευσις.
.....
Καί μέ ἐπῆρε τό παράπονον καί ἤρχισα νά κλαίω. Ὤ! εἶπον, ἡ μητέρα μου δέν μέ ἀγαπᾷ καί δέν μέ θέλει! Ποτέ, ποτέ πλέον δέν πηγαίνω εἰς τήν ἐκκλησίαν! Καί διηυθύνθην πρός τήν οἰκίαν μας, περίλυπος καί ἀπηλπισμένος.

Να συγκρίνετε τα συναισθήματα που τρέφει ο συγγραφέας για τη μητέρα του στο απόσπασμα που σας δόθηκε και στο πιο κάτω ποίημά του.

Γεώργιος Βιζυηνός «Στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά»

Για ευτυχία εμβήκα, για ζωής χαρά,
κ’ εγώ σ’ αυτή την πλάσι, καθώς άλλοι
παιδί την έχω αδράξει μ’ ελαφρά φτερά,
σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που θάλλει.
Κι αν ευτυχή κανένας δεν μ’ εκάλει,
χαρά το είχα καν το βράδυ στη φωλιά
αμέριμνο να γέρνω το κεφάλι
στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.

Παλληκαράκι, πλιότερο από μια φορά
η ελπίδα και του πόθου η παραζάλη,
απ’ της ζωής μ’ εσύραν τα ρηχά νερά
και της ξανθής αγάπης μου τα κάλλη
η ευτυχία, μ’ είπαν, θα προβάλη.
Μα, απέθανε η χαριτωμένη κοπελλιά,
και, ναυαγός, ευρήκα παραγιάλι
στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.

Λεβέντης, εξερρίζωνα τα γλυκερά
αισθήματα από την καρδιά που πάλλει
κι’ αν ρίπτω της πικρής αλήθειας τη σπορά,
αχ, πότε, πότε ένα καρπό θα βγάλη.
Του βίου μ’ εγονάτισεν η πάλη
λαχτάρησα ησυχία μια σταλιά,
μα δεν την έχω πια, να γείρω πάλι
στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.

Ω Φύσις, δέσποινά μου και μεγάλη,
δεν έχω πια στον κόσμο αυτό δουλειά.
Η αγάπη σου στον τάφο πια ας με βάλη,
στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.

(Τα Άπαντα του Γεωργίου Βιζυηνού. Πρόλογος Σπύρου Μελά.[...] [Αθήνα:] Εκδοτικός οίκος «Βίβλος» [1955], σ. 723).

Στο ποίημά του ο Βιζυηνός παρουσιάζει την ιδιαίτερη αξία που είχε πάντοτε η αγάπη της μητέρας του στη ζωή του. Η αγιασμένη αγκαλιά της μητέρας του ήταν πηγή χαράς στα παιδικά του χρόνια κι ασφαλές καταφύγιο στα νεανικά του χρόνια. Ενώ, στα χρόνια της ωριμότητάς του, που η μητέρα του δεν υπάρχει πια, η έλλειψή της αποτελεί μεγάλο πόνο για τον ποιητή. Απογοητευμένος και καταβεβλημένος απ’ τις δυσκολίες της ζωής αποζητά την αγκαλιά της μητέρα του, για να βρει λίγες στιγμές ησυχίας, αλλά εκείνη δεν βρίσκεται πια στη ζωή.
Έτσι, ο ποιητής σε μια στιγμή ιδιαίτερης συναισθηματικής φόρτισης ζητά απ’ τη μητέρα φύση να του στερήσει κι εκείνου τη ζωή, ώστε να βρεθεί και πάλι στην αγκαλιά της μητέρας του. 
Η μεγάλη αγάπη που έχει ο Βιζυηνός για τη μητέρα του γίνεται αντιληπτή, όχι μόνο στο ποίημά του, αλλά και στα πλαίσια του διηγήματός του, όπου παρά το γεγονός ότι εκείνη στρέφει την προσοχή της αποκλειστικά στην άρρωστη κόρη της, ο μικρός αφηγητής δεν παύει να προσπαθεί με κάθε τρόπο να τη βοηθά και να διεκδικεί την προσοχή της. Έτσι, αν και φοβάται πάρα πολύ να μένει στην εκκλησία, κρύβει το φόβο του κι εκτελεί με κάθε προθυμία τα καθήκοντά του, θέλοντας να γίνει όσο το δυνατόν περισσότερο αρεστός στη μητέρα του.
Η ένταση της αγάπης του, άλλωστε, θα φανεί με ιδιαίτερα δραματικό τρόπο, όταν ακούγοντας την προσευχή της μητέρας του και το αίτημά της προς το Θεό να σώσει την Αννιώ παίρνοντας στη θέση της εκείνον, θα αισθανθεί τον κόσμο του να καταρρέει. Παρά τις προσπάθειές του να είναι πάντοτε αρεστός στη μητέρα του και παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν έκανε τίποτε να την αδικήσει, εκείνη έδειχνε διαρκώς μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη μικρή αδερφή του. Μετά, μάλιστα, απ’ το άκουσμα της προσευχής της, δεν του μένει πια καμία αμφιβολία πως εκείνη δεν τον αγαπά.
Οι διαπιστώσεις αυτές θα πικράνουν υπέρμετρα τον μικρό αφηγητή, όχι γιατί δεν αγαπά τη μητέρα του, αλλά απεναντίας γιατί δεν έπαψε ποτέ να τη λατρεύει και να αποζητά την προσοχή και το ενδιαφέρον της. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η προσευχή της θα του προκαλέσει μεγάλο πόνο, το μικρό παιδί δε σταματά ποτέ ν’ αγαπά τη μητέρα του, έστω κι αν παύει να είναι βέβαιο για τα δικά της συναισθήματα.
Είναι εύλογο, λοιπόν, πως και στα δύο κείμενα τα συναισθήματα του Βιζυηνού για τη μητέρα του παραμένουν ίδια, μιας και σε κάθε περίοδο της ζωής του, τη θεωρεί ως το σημαντικότερο πρόσωπο της ζωής του.

4 σχόλια:

Πολίνα Μοίρα είπε...

Αστείρευτη η εμπνευσή σου για παράλληλα κείμενα!
Ευχαριστούμε Κωνσταντίνε !

Καλό Πάσχα
:-)

Κωνσταντίνος Μάντης είπε...

Πολίνα μου, σ' ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά σου λόγια. Καλό Πάσχα να έχεις, με ξεκούραση και νέες ιδέες για το εξαιρετικό ιστολόγιό σου.

Unknown είπε...

Πολύ καλή δουλειά και πολύ ωραίο ιστολόγιο!

Κωνσταντίνος Μάντης είπε...

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ και με την ευκαιρία να σας συγχαρώ και για το δικό σας blog! Πολύ ενδιαφέρουσες οι κινηματογραφικές σας επιλογές.

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...