Ηλίας Βενέζης «Ο ναυαγός» [Τράπεζα Θεμάτων] | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Ηλίας Βενέζης «Ο ναυαγός» [Τράπεζα Θεμάτων]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Martin Stranka

Ηλίας Βενέζης «Ο ναυαγός» [Τράπεζα Θεμάτων]

Ενότητα: «Τα φύλα στη Λογοτεχνία»

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ (1904-1973)

Ο ναυαγός (απόσπασμα)

Ο ναυαγός -ένας νέος άντρας που είχε ναυαγήσει στο πέλαγό μας μια απ’ τις τελευταίες μέρες του χειμώνα και λίγο έλειψε να χαθεί- περπατούσε το δύσκολο δρόμο: πήγαινε να μιλήσει στην πεθαμένη γυναίκα του, κει που αναπαυόταν, στη γη. Ήταν λίγοι μήνες που πέθανε. Θα είχε να της πει πολλά. Για τη δύσκολη ώρα. Για το ναυάγιο.
[...]
Ήταν νέα γυναίκα, ζεστή, την αγαπούσε παράφορα, την έδενε με την αρμύρα του πελάγου, με το πάθος της θάλασσας. Αυτός έλειπε πολύ, ταξίδευε πολύ, την άφηνε μονάχη. Όμως δε φοβήθηκε γι’ αυτήν ποτές. Ήταν και γι’ αυτήν βέβαιος, όπως για όλα. Η σιγουριά, η τραχειά της δύναμη, αγκάλιαζε κι εκείνην μαζί μ’ όλα τα πράματα όσα του ανήκαν. Αυτή η γυναίκα είχε έρθει γι’ αυτόν – έτσι έλεγε. Για να τον λατρέψει ίσαμε το τέλος του ταξιδιού. Και να πεθάνει. Τίποτα άλλο.
[...]
Ξαφνικά, στρίβοντας το μονοπάτι, καρφώθηκε στον τόπο του, σα να τον είχε χτυπήσει αστροπελέκι. Πάνω στον τάφο της με τον πρόχειρο ξύλινο σταυρό, ένας άντρας, ένας άγνωστος άντρας, σκυμμένος κάτι έκανε. Ο ναυαγός άνοιξε τα μάτια του καλά, είδε τη σκυμμένη φιγούρα, το έργο της. Ανατρίχιασε. Ο άγνωστος άντρας άναβε το καντήλι της πεθαμένης γυναίκας του!
Χίμησε απάνω στον ξένο, τον άρπαξε με τα δυνατά του χέρια, τον στύλωσε ολόρθο. Ο άγνωστος άντρας, νέος κι αυτός, με πρόσωπο αυλακωμένο απ’ τη λύπη, χλωμός, ψέλλισε:
«Τι είναι; Τι έχεις;»
Το καντήλι με το λάδι ξέφυγε απ’ το χέρι του, το λάδι έτρεχε λίγο λίγο απάνω στο χώμα που σκέπαζε την πεθαμένη, έσταζε. Μα ο άλλος, ο ναυαγός, τώρα ούρλιαζε:
«Ποιος είσαι εσύ; Ποιος είσαι εσύ; Τι γυρεύεις, σκυλί, απάνω στον τάφο της γυναίκας μου; Τι την είχες, εσύ, τη γυναίκα μου;»
Ο άλλος μιλά ήσυχα. Προσπαθεί να ξεφύγει απ’ τα χέρια που τον κρατούν. Λέει ήσυχα.
«Κοίταξε πλάι. Εδώ, στον πλαϊνό τάφο, είναι η δική μου η γυναίκα. Τη θάψαμε προχτές».
Ήρθε, λέει, να της ανάψει το καντήλι. Τότες είδε τον άλλο τάφο πλάι του. Το καντήλι του ξένου τάφου είχε σβήσει. Του φάνηκε, ο ξένος τάφος, έρημος.
«Μήτε είδα, γυναίκα ήταν, άντρας ήταν», προσπαθεί να εξηγήσει ο ξένος. «Είδα σβηστό το καντήλι, πήγα να βάλω λάδι να το ανάψω. Χριστιανοί είμαστε».
Μα ο ναυαγός δεν ήθελε ν’ ακούσει. Βίαιη, αναπάντεχη, αδυσώπητη, ερχόταν η συμφορά. Γκρέμιζε τη ζωή, γκρέμιζε την πίστη, το ρυθμό. Κείνη η παράξενη μουσική σώπαινε, κομμένη απότομα, το αίσθημα της σιγουριάς, η γαλήνη σώπαινε - το χρυσό στεφάνι έσβηνε καπνός.
«Άσ’ τα αυτά!» ούρλιαζε στον ξένο. «Για τη γυναίκα μου ήρθες κι εσύ! Λέγε! Τι την είχες τη γυναίκα μου; Από πότε την είχες;»
Λίγο παράμερα στεκόταν ο χορός των γυναικών. Είχαν έρθει κι αυτές μαζί με τον ξένο άντρα, μιλούσαν ανάμεσά τους πράματα αδιάφορα όσο ο άντρας έριχνε το λάδι στα δύο καντήλια, όταν ξαφνικά άκουσαν, είδαν το ναυαγό να χύνεται στον άνθρωπό τους. Τρέξαν.
«Τι είναι; Τι είναι;» φώναζαν.
«Ρώτησε τις γυναίκες!» έλεγε τώρα στο ναυαγό ο άγνωστος άντρας. «Ρώτησέ τες να σου πουν αν δεν ήρθα εγώ για τον άνθρωπό μου. Ρώτησέ τες αν ήξερα τι είναι ο τάφος τούτος που λες πως είναι η γυναίκα σου. Άφησέ με, άνθρωπε!»
«Έτσι είναι! Έτσι είναι!» φωνάζαν οι γυναίκες υστερικά, μπαίνοντας στη μέση, ξαφνιασμένες για το αναπάντεχο. «Πού ακούστηκε αυτό; Να μαλώνετε γι’ αυτό; Ακούς να μαλώνουν ζηλεύοντας μια πεθαμένη γυναίκα! Χωριστείτε, λοιπόν! Ας πάει ο καθένας στον τάφο του να συχάσει!»
Και μια τους, πιο σιγά, όταν οι άλλες σώπασαν, είπε με ξαναμμένα μάτια στο ναυαγό:
«Χώμα πια είναι! Δεν πάει να ‘καμε ό,τι θέλει σα ζούσε! Χώμα γίνηκε. Καθώς κι η άλλη. Λοιπόν, ας πάει ο καθένας σας στο χώμα του!»
Ήταν ο λόγος ο τελειωτικός. Το τελευταίο χτύπημα στη γαλήνη. Ο ναυαγός αποκαμωμένος κατέβασε τα χέρια του. Ο άλλος αποτραβήχτηκε αμίλητος. Το λίγο λάδι που έμενε έσταζε ακόμα σιγά στη γη. Κανείς δεν έσκυψε να σηκώσει το καντήλι. Το βράδυ έπεφτε. Τα μολυβένια ανοιξιάτικα σύννεφα του Ευαγγελισμού.

Οι νικημένοι, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1954.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α1. Να αναφέρετε τα βασικά πρόσωπα της ιστορίας. (8 μονάδες)

Τα βασικά πρόσωπα της ιστορίας είναι τρία:
ð ο πρωταγωνιστής, τον οποίο ο αφηγητής αποκαλεί ναυαγό, εξαιτίας της δύσκολης αυτής εμπειρίας που είχε βιώσει
ð η σύζυγος του ναυαγού, η οποία είχε πεθάνει λίγους μήνες πριν
ð ο νεαρός άντρας στο νεκροταφείο, ο οποίος έχοντας χάσει τη δική του γυναίκα λίγες μέρες πριν βρίσκεται εκεί κι ο ναυαγός τον βλέπει να ανάβει το καντήλι της δικής του γυναίκας.
Αναφέρονται, επίσης, οι γυναίκες στο νεκροταφείο που μιλούν και σχολιάζουν από κοινού τα γεγονότα, απ’ τις οποίες ο αφηγητής δίνει διακριτή φωνή μόνο σε μία, σ’ εκείνη που κάνει το τελευταίο σχόλιο που επισφραγίζει τους φόβους του ήρωα.

α2. Να προσδιορίσετε το χώρο στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία. (5 μονάδες)

Το κύριο γεγονός της ιστορίας διαδραματίζεται στο νεκροταφείο, όπου έχει ενταφιαστεί η γυναίκα του πρωταγωνιστή.

α3.Να αναγνωρίσετε στη δεύτερη παράγραφο το χρονικό επίπεδο της αφήγησης. (12 μονάδες)

Η δεύτερη παράγραφος του κειμένου συνιστά αναδρομική αφήγηση, καθώς ο αφηγητής αναφέρεται σε μια προγενέστερη κατάσταση. Τοποθετείται, άρα, στο παρελθόν, σε σχέση με τα γεγονότα της κύριας αφήγησης.

β1. «Ήταν νέα γυναίκα …Τίποτε άλλο.»: Να περιγράψετε τα συναισθήματα που ένιωθε ο άντρας για τη γυναίκα σύμφωνα με το παραπάνω απόσπασμα. (10 μονάδες)

«Ήταν νέα γυναίκα, ζεστή, την αγαπούσε παράφορα, την έδενε με την αρμύρα του πελάγου, με το πάθος της θάλασσας. Αυτός έλειπε πολύ, ταξίδευε πολύ, την άφηνε μονάχη. Όμως δε φοβήθηκε γι’ αυτήν ποτές. Ήταν και γι’ αυτήν βέβαιος, όπως για όλα. Η σιγουριά, η τραχειά της δύναμη, αγκάλιαζε κι εκείνην μαζί μ’ όλα τα πράματα όσα του ανήκαν. Αυτή η γυναίκα είχε έρθει γι’ αυτόν – έτσι έλεγε. Για να τον λατρέψει ίσαμε το τέλος του ταξιδιού. Και να πεθάνει. Τίποτα άλλο.»

Ο ήρωας αγαπούσε παράφορα τη γυναίκα του· με ένταση που θα μπορούσε να συγκριθεί μόνο με την αγάπη που είχε για τη θάλασσα και τα ταξίδια. Αναγκαζόταν, βέβαια, να την αφήνει για μεγάλα διαστήματα μόνης της, αφού ως ναυτικός έπρεπε να ταξιδεύει συχνά, αλλά δεν ανησυχούσε ποτέ για εκείνη. Ήταν απόλυτα σίγουρος πως παρά την απουσία του εκείνη θα παρέμενε πάντοτε αφοσιωμένη και πιστή σε αυτόν, καθώς, όπως σχολίαζε χαρακτηριστικά, αυτή η γυναίκα είχε έρθει στον κόσμο γι’ αυτόν.
Ο νεαρός ναυτικός ήταν πεπεισμένος πως η γυναίκα του ήταν προορισμένη να τον λατρεύει μέχρι το τέλος της κοινής τους διαδρομής κι ύστερα να ολοκληρώσει τη ζωή της, χωρίς ποτέ να αποζητήσει τίποτε και κανέναν άλλο. Η σιγουριά αυτή του ήρωα προέκυπτε απ’ το γεγονός πως θεωρούσε ότι η γυναίκα του τού ανήκε, όπως ακριβώς του ανήκαν τα υλικά του αγαθά. Ο ήρωας δεν αναγνώριζε προφανώς στη γυναίκα του τη δυνατότητα αυτόνομης ύπαρξης ή τη δυνατότητα επιθυμιών που να μη σχετίζονται με τον ίδιο. Διατηρούσε απέναντί της μια κτητική διάθεση και μιαν αίσθηση ιδιοκτησίας, που μόνο απέναντι σε κάποιο αντικείμενο θα μπορούσε να δικαιολογηθεί.
Ίσως, βέβαια, στην απόλυτη εμπιστοσύνη του για τα συναισθήματα και την αφοσίωσή της να καθρεφτιζόταν η ένταση της δικής του αγάπης και αφοσίωσης.

β2. Να επισημάνετε και να σχολιάσετε την ανατροπή της συναισθηματικής κατάστασης του άντρα. (15 μονάδες)

Κατά την επίσκεψή του στο νεκροταφείο ο ναυαγός αντικρίζει έναν ξένο άντρα να ανάβει το καντήλι του τάφου της γυναίκας του κι αυτό του προκαλεί μεγάλη αναστάτωση και οργή, καθώς για πρώτη φορά σκέφτεται πως η γυναίκα του ενδεχομένως να μην του ήταν τόσο απόλυτα αφοσιωμένη, όσο ο ίδιος πίστευε. Επιτίθεται, έτσι, στον πιθανό αντίζηλό του και τον ρωτά με υβριστικό τρόπο για το είδος της σχέσης που είχε με τη γυναίκα του. Τον ρωτά, θέλοντας να μάθει για ποιο λόγο ένας άγνωστος άντρας ασχολείται με τον τάφο της δικής του γυναίκας, αλλά στην πραγματικότητα δεν δίνει καμία σημασία στην απάντηση που του δίνεται. Μέσα του ήδη καταρρέει η εικόνα που είχε για τη σύζυγό του, αφού η πράξη του αγνώστου είναι πολύ πιο εύγλωττη και πολύ πιο σαφής από κάθε δικαιολογία που εκείνος μπορεί να παρουσιάσει.
Ο ήρωας συνειδητοποιεί πως η ιδανική ιδέα που είχε διαμορφώσει για την απόλυτη αφοσίωση και αγάπη της γυναίκας του, δεν ήταν παρά ένα βολικό δημιούργημα της δικής του σκέψης, αφού στην πραγματικότητα εκείνη είχε δεσμό μ’ έναν άλλον άντρα, κουρασμένη ίσως να προσμένει εκείνον να γυρίσει απ’ τα μακρινά του ταξίδια. Άλλωστε, τα λόγια που του λέει μία από τις εκεί γυναίκες, πως δεν έχει καμία σημασία τι έκανε όσο ζούσε, αφού τώρα ήταν πια νεκρή, λειτουργούν ως επιβεβαίωση για τις φρικτές του υποψίες. Όχι μόνο δεν ήταν απίθανο να είχε συνάψει σχέση μ’ αυτόν τον άγνωστο άντρα, αλλά ήταν και πιθανώς αναμενόμενο, αφού εκείνος την εγκατέλειπε διαρκώς μόνη της.
Οι βεβαιότητες του ήρωα συνθλίβονται κι η σκέψη πως μέχρι εκείνη τη στιγμή ζούσε ένα ψέμα, του προκαλεί ανείπωτο πόνο. Η γυναίκα που τόσο αγαπούσε δεν υπήρξε εξίσου απόλυτα δοσμένη σ’ εκείνον· δεν υπήρξε το πρότυπο της αφοσίωσης που εκείνος νόμιζε και τιμούσε.  
«Βίαιη, αναπάντεχη, αδυσώπητη, ερχόταν η συμφορά. Γκρέμιζε τη ζωή, γκρέμιζε την πίστη, το ρυθμό. Κείνη η παράξενη μουσική σώπαινε, κομμένη απότομα, το αίσθημα της σιγουριάς, η γαλήνη σώπαινε - το χρυσό στεφάνι έσβηνε καπνός.»
...

«Ήταν ο λόγος ο τελειωτικός. Το τελευταίο χτύπημα στη γαλήνη. Ο ναυαγός αποκαμωμένος κατέβασε τα χέρια του.» 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...