Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ερωτήσεις ΚΕΕ Γιώργος Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ερωτήσεις ΚΕΕ Γιώργος Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Γιώργος Ιωάννου "Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς" Ερωτήσεις Κ.Ε.Ε.

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Florian Ritter

Γιώργος Ιωάννου "Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς" Ερωτήσεις Κ.Ε.Ε.


Ο συγγραφέας κινείται ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς κόσμους: εκείνον της πόλης και εκείνον των προσφύγων. Πώς περιγράφει τον καθένα από αυτούς; Ποιες αντιθέσεις μπορείτε να εντοπίσετε στα χαρακτηριστικά τους;

Στους προσφυγικούς συνοικισμούς η ζωή κινείται σε πιο ανθρώπινους ρυθμούς, καθώς τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να παίζουν στους ανοιχτούς χώρους και οι μεγαλύτεροι μαζεύονται στα καφενεία, όπου μπορούν να βιώνουν την οικειότητα που τους προσφέρει η κοινή τους μοίρα. Το δέσιμο μεταξύ των προσφύγων είναι έντονο, μιας και οι άνθρωποι αυτοί, έστω κι αν έχουν συγκεντρωθεί εκεί από διάφορα μέρη του ελληνισμού, τουλάχιστον αναγνωρίζουν μεταξύ τους την κοινή τους πορεία. Συνυπάρχουν αρμονικά και διατηρούν σταθερά τα στοιχεία που χαρακτήριζαν τη ζωή τους στον τόπο της καταγωγή τους, έχουν ακόμη συναίσθηση της ανθρωπιάς τους κι αυτό μας το παρουσιάζει ο συγγραφέας όταν τους βλέπει να τον χαιρετούν, χωρίς να παραξενεύονται για την εκεί παρουσία του, παρόλο που τους είναι ξένος.
Αντίθετα, στην πόλη η ζωή κινείται με φρενήρης ρυθμούς και οι άνθρωποι αδιαφορούν ο ένας για τον άλλο, παρά το γεγονός ότι κινούνται πλάι – πλάι στους ίδιους δρόμους και στις ίδιες πολυκατοικίες. Όταν ο συγγραφέας σταματά να περπατά στο πεζοδρόμιο που βρίσκεται, κανείς δε σταματά για να τον ρωτήσει αν του συμβαίνει κάτι, όλοι τον προσπερνούν αδιάφορα. Ο Ιωάννου βιώνει έντονα αυτή την αποξένωση ακόμη και στο χώρο όπου ζει, καθώς ακόμη και τους ανθρώπους με τους οποίους συγκατοικεί δεν τους γνωρίζει. Άνθρωποι που κατοικούν στην ίδια πολυκατοικία, που τους χωρίζει μια πόρτα, δεν γνωρίζονται μεταξύ τους και δεν έχουν καμία διάθεση να γνωριστούν.
Η ζωή στην πόλη μοιάζει απάνθρωπη στο συγγραφέα και του δημιουργεί την αίσθηση ότι οι άνθρωποι εκεί έχουν ξεχάσει πια τι σημαίνει να συνυπάρχεις μ’ ενδιαφέρον και αγάπη για το συνάνθρωπό σου. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να κρύβουν τον εαυτό τους και τις πράξεις τους από τους ανθρώπους γύρω τους. Βρίσκονται στις πόλεις για να χάνονται, μιας και η νέα μορφή της μοναξιάς θέλει τους ανθρώπους να είναι περισσότερο μόνοι τους στις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές. Όσο περισσότεροι άνθρωποι υπάρχουν σε μια πόλη, τόσο μεγαλύτερη είναι η μοναξιά, αλλά και η ανωνυμία που επιτρέπει στους ανθρώπους να επιδίδονται στις πιο παράδοξες και κάποτε παράνομες πράξεις.
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο συγγραφέας στις περιγραφές που δίνει για τους προσφυγικούς συνοικισμούς αφιερώνει μεγάλο μέρος του κειμένου του στο να περιγράψει τα χαρακτηριστικά κάθε φυλής που συνθέτει τους πλούσιους πολιτισμικά συνοικισμούς, καθώς και την οικειότητα που αισθάνεται με αυτούς τους ανθρώπους. Αντιθέτως, όταν αναφέρεται στην πόλη, οι άνθρωποι γίνονται ένα ανώνυμο ποτάμι προσώπων που κινείται διαρκώς, χωρίς να δημιουργεί την ανάγκη στο συγγραφέα να επικεντρωθεί χωριστά σε κάποιον από αυτούς τους ανθρώπους. Οι κάτοικοι της πόλης είναι πολλοί, απρόσωποι και αδιάφοροι τόσο για τον συγγραφέα, όσο και μεταξύ τους.

Ποιες παρατηρήσεις κάνει στην πρώτη παράγραφο του πεζογραφήματος ο συγγραφέας; Ποιες σκέψεις διατυπώνει;

Ο συγγραφέας βρίσκεται σε κάποιο καφενείο ενός προσφυγικού συνοικισμού και παρατηρεί τα παιδιά των προσφύγων αλλά και τους ενήλικες πρόσφυγες την ώρα που επιστρέφουν από τη δουλειά. Το ενδιαφέρον του Ιωάννου για τους πρόσφυγες είναι δεδομένο μιας κι ο ίδιος είναι παιδί προσφύγων και αισθάνεται πως όλους τους πρόσφυγες του ενώνει η κοινή μοίρα και τα κοινά βιώματα. Παρατηρεί, επομένως, με ενδιαφέρον τους ανθρώπους αυτούς και θεωρεί πως έτσι όπως επιστρέφουν από τη δουλειά κουρασμένοι, φαίνονται πιο αληθινοί, καθώς η κούραση στο πρόσωπό τους αναδεικνύει καλύτερα την κοπιώδη πορεία που πέρασαν όλοι οι πρόσφυγες μέχρι να ενταχθούν στην τοπική κοινωνία. Η κούραση και η ταλαιπωρία έχουν σημαδέψει τις ζωές των προσφύγων, οι οποίοι έζησαν για πολλά χρόνια ένα συνεχή αγώνα μέχρι να κατορθώσουν να χτίσουν τις ζωές τους από το μηδέν.
Ο Ιωάννου, βέβαια, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι στους συνοικισμούς έχουν γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη, καθώς είναι παιδιά προσφύγων και δεν έχουν οι ίδιοι βιώσει την εμπειρία της προσφυγιάς. Έχουν ζήσει, όμως, τα χρόνια της φτώχιας και της πάλης των γονιών τους για τη δημιουργία μιας σταθερής ζωής.
Εκείνο που ο συγγραφέας βρίσκει ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι πρόσφυγες και τα παιδιά τους που μεγάλωσαν στους προσφυγικούς συνοικισμούς έχουν διατηρήσει αλώβητα τα χαρακτηριστικά της φυλής τους, τόσο τα εξωτερικά όσο και τα στοιχεία του ήθους και του χαρακτήρα τους. Παρέμειναν, δηλαδή, πιο γνήσιοι σε σχέση με τους διεσπαρμένους πρόσφυγες, όπως είναι και ο Ιωάννου, οι οποίοι βρίσκονται σε διάφορα σημεία της πόλης και δε ζουν μαζί με τους υπόλοιπους στους συνοικισμούς. Πέρα από τους πρόσφυγες που ήρθαν μαζικά από τα μέρη της Τουρκίας με την ανταλλαγή των πληθυσμών κι εγκαταστάθηκαν από το ελληνικό κράτος σε συνοικισμούς, υπάρχουν και πρόσφυγες, όπως οι γονείς του Ιωάννου, που είχαν έρθει νωρίτερα, όταν κατά καιρούς δημιουργούνταν ένταση ανάμεσα στους Έλληνες και τις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Ενώ, λοιπόν, οι πρόσφυγες που ζουν διασκορπισμένοι σε διάφορα σημεία της πόλης έχουν χάσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της φυλής τους κι έχουν αφομοιωθεί σε μεγαλύτερο βαθμό με τον ντόπιο πληθυσμό, οι πρόσφυγες που ζουν στους συνοικισμούς έχουν διατηρήσει τα ιδιαίτερα στοιχεία της ταυτότητάς τους κι έχουν παραμείνει περισσότερο αγνοί. Η ζωή των προσφύγων στους συνοικισμούς διατηρεί τη ζεστασιά της ανθρώπινης επαφής, σε αντίθεση με την απρόσωπη και αδιάφορη συνύπαρξη των ανθρώπων στις πόλεις.
Ο συγγραφέας, μάλιστα, σχολιάζει ότι οι πρόσφυγες όταν τους συναντά σε άλλες περιοχές και σε άλλους χώρους του φαίνονται διαφορετικοί, υπό την έννοια ότι πουθενά αλλού δεν αισθάνονται την άνεση και την ασφάλεια που νιώθουν στους συνοικισμούς μαζί με τους συμπατριώτες τους. Έτσι, ενώ στα πλαίσια των συνοικισμών οι πρόσφυγες νιώθουν ελεύθεροι να εκφραστούν και να είναι απλά ο εαυτός τους, όταν βρίσκονται αλλού είναι σαφώς πιο συγκρατημένοι και διστακτικοί, γι’ αυτό και ο συγγραφέας τους θεωρεί πιο γνήσιους όταν βρίσκονται στους συνοικισμούς.

«Θαρρείς και γύρισα επιτέλους στην πατρίδα»: Σε ποια επιστροφή αναφέρεται μ’ αυτά τα λόγια ο αφηγητής;

Η οικογένεια του Ιωάννου είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη από την Ανατολική Θράκη και παρόλο που ο συγγραφέας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, μεγάλωσε ακούγοντας ιστορίες για την αγαπημένη πατρίδα. Ενώ, δηλαδή, ο ίδιος δεν είχε ζήσει τον πόνο της προσφυγιάς και δεν είχε γνωρίσει τα μέρη καταγωγής του, είχε πάντοτε την αίσθηση ότι η πραγματική του πατρίδα ήταν η Ανατολική Θράκη. Ερχόμενος, επομένως, σ’ επαφή με ανθρώπους που κατάγονται από τα ίδια μέρη αισθάνεται ξαφνικά μια οικειότητα τέτοια που τον κάνει να νιώθει πως γύρισε επιτέλους στην πατρίδα. Δεν πρόκειται βέβαια για κυριολεκτική επιστροφή, αλλά για ένα αίσθημα ισχυρού δεσμού που ενώνει τους ανθρώπους που προέρχονται από το ίδιο μέρος, κι αυτό το αίσθημα είναι πολύτιμο για το συγγραφέα. Νιώθει ότι επιτέλους βρίσκεται ανάμεσα σε δικούς του ανθρώπους και πως οι άνθρωποι αυτοί εκπροσωπούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την πατρίδα του.
«Κάτι σα ζεστό κύμα με σκεπάζει ξαφνικά, θαρρείς και γύρισα επιτέλους στην πατρίδα. Δεν έχει σημασία που δε γνώρισα ποτέ αυτή την πατρίδα ή που δε γεννήθηκα καν εκεί. Το αίμα μου από κει μονάχα τραβάει.» Ο συγγραφέας αισθάνεται ότι με τον τόπο καταγωγής του, αλλά και με τους ανθρώπους που έχουν κοινή καταγωγή, τον ενώνουν ισχυροί δεσμοί αίματος, γι’ αυτό και παρά το γεγονός ότι δε γνωρίζει στην πραγματικότητα τα μέρη της Ανατολικής Θράκης, νιώθει πως όταν είναι μαζί με τους πρόσφυγες από τα μέρη εκείνα, έρχεται σ’ επαφή με την πατρίδα του.
Είναι ενδιαφέρον πάντως το γεγονός ότι ο συγγραφέας δεν ένιωθε πάντοτε τόσο δεμένος με τον τόπο καταγωγής του, καθώς όταν ήταν μικρός αντιδρούσε στην προφανή λατρεία που έδειχναν οι δικοί του για την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Στο διήγημα «Η μόνη κληρονομιά» ο συγγραφέας μας αποκαλύπτει τις σκέψεις που έκανε μικρότερος για την εξιδανίκευση της Ανατολικής Θράκης.
«Τώρα που έχουν πεθάνει όλες οι γριές, γιαγιάδες και παραγιαγιάδες, τώρα βρήκαν να ξεφυτρώσουν μέσα μου ένα σωρό απορίες βαθιές για πρόσωπα και πράγματα παλιά και για πάντα σβησμένα. Όσο ζούσαν εκείνες, δεν ξέρω γιατί, σχεδόν τίποτα δεν ήθελα να ρωτήσω. Η αλήθεια είναι πως κι οι ίδιες δεν έδειχναν προθυμία να μου τα πουν. Τυχαία μόνο τις άκουγα να λένε μεταξύ τους για τους προγόνους και τα παλιά, σαν τις κυρίευε η νοσταλγία και το παράπονο για τη βασανισμένη ζωή, που τους ήταν γραμμένο να κάνουνε στα στερνά τους στην προσφυγιά. Αυτό σχεδόν με εξόργιζε. Θαρρούσα πως κατηγορούσαν πλάγια τις συνθήκες ζωής που είχαμε εξασφαλίσει. Άνοιγα τότε το στόμα μου κι εγώ κι αράδιαζα αστόχαστα διάφορα πράγματα πικρά και περιγελαστικά για τα πρωτόγονα, όπως νόμιζα, μέρη απ’ όπου είχαμε ξεριζωθεί άγρια. Εκείνες όμως διαμαρτύρονταν σφοδρά, φέρνοντας στο φως, απάνω στην αγανάκτησή τους, περιγραφές που έδειχναν μια ζωή πολύ ανώτερη, και προπαντός ευγενικότερη, απ’ αυτήν της ρωμέικιας κοινωνίας, όπου βουρλιζόμαστε ανελέητα, χωρίς ανάπαυλα, όλοι.»

Να αποδώσετε σύντομα µε δικά σας λόγια τη βασική εικόνα της παραγράφου:  «Ολομόναχος,  ξένος παντάξενος …  παραπονιάρικο βόμβο». Πώς συνδέεται µε το υπόλοιπο πεζογράφημα;

Ο αφηγητής όταν περπατάει στους μεγάλους δρόμους της πόλης βλέπει και ακούει γύρω του να περπατάνε πάρα πολλοί άνθρωποι και συχνά σταματά στη μέση του πεζοδρομίου, όπου διαπιστώνει ότι οι άνθρωποι τον προσπερνούν αδιάφοροι. Αντί να σταματήσουν για λίγο, περνούν άλλοι δεξιά και άλλοι αριστερά του, συνεχίζοντας τη βιαστική τους πορεία, προκαλώντας του την αίσθηση πως ίσως θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να μικρύνει την παρουσία του, να χαμηλώσει το κορμί του, για να μην εμποδίζει το πέρασμα όλων αυτών των ανθρώπων.
Η εικόνα του πλήθους των ανθρώπων που προσπερνούν με αδιαφορία τον αφηγητή, έρχεται να αναδείξει την αίσθηση της μοναξιάς που του δημιουργείται στα πλαίσια της απρόσωπης μεγαλούπολης. Ο αφηγητής βιώνει την αλλοτρίωση των ανθρώπων, την πλήρη αδιαφορία που δείχνουν ο ένας για τον άλλο παρόλο που περπατούν ο ένας δίπλα στον άλλο, παρόλο που μένουν ο ένας δίπλα στον άλλο.
Η μοναξιά του αφηγητή και η ανάγκη του να αισθάνεται ότι ανήκει κάπου, ότι αποτελεί μέρος ενός αρμονικού και δεμένου συνόλου, διατρέχει όλο το κείμενο κι έρχεται να τονίσει την αντίθεση ανάμεσα στη ζωή των ανθρώπων στους προσφυγικούς συνοικισμούς και στη ζωή των ανθρώπων στην απρόσωπη και αποξενωμένη πόλη.
Το πεζογράφημα, άλλωστε, βασίζεται στην επιθυμία του αφηγητή να μπορούσε να ζει κι αυτός μαζί με τους άλλους πρόσφυγες, καθώς εκεί δεν θα ένιωθε μόνος του και δε θα βρισκόταν ανάμεσα σε ανθρώπους που αδιαφορούν τόσο πολύ για τους άλλους ανθρώπους γύρω τους. 

Ποιο είναι το παράπονο που εκφράζει ο αφηγητής στο τέλος του πεζογραφήματος και σε ποιο πρόβλημα των σύγχρονων πόλεων  αναφέρεται;

Ο αφηγητής στο τέλος του πεζογραφήματος εκφράζει το παράπονό του σχετικά με την αποξένωση που επικρατεί στις πόλεις και την τάση των ανθρώπων να αδιαφορούν ο ένας για τον άλλο. Ενώ, παλιότερα οι άνθρωποι γνωρίζονταν μεταξύ τους -τουλάχιστον στα πλαίσια της γειτονιάς- και έδειχναν έμπρακτο ενδιαφέρον ο ένας για τον άλλο, τώρα πια, παρόλο που οι άνθρωποι ζουν ακόμη πιο κοντά -λόγω των πολυκατοικιών- απομακρύνονται συναισθηματικά όλο και περισσότερο. Ο ένας αποφεύγει τον άλλο, με αποτέλεσμα άνθρωποι που ζουν στο ίδιο κτίριο να μη γνωρίζονται μεταξύ τους και το κυριότερο να μην ενδιαφέρονται καν να γνωριστούν. Οι άνθρωποι προσπαθούν να κρύψουν την αλήθεια για τον εαυτό τους, ανταλλάσσοντας μεταξύ τους τυπικές κουβέντες και αποφεύγοντας οποιαδήποτε περαιτέρω επαφή με τους γείτονές τους.
Ο αφηγητής αντικρίζει την αποξένωσή αυτή με μεγάλη απογοήτευση, καθώς θεωρεί ότι το να μη θέλεις να γνωριστείς με τους γύρω σου και το να κρύβεις τα πραγματικά σου στοιχεία, μοιάζει με τακτική που θα ακολουθούσε ένας κακοποιός. Η απομόνωση αυτή είναι σαν να θέλουν οι άνθρωποι να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, ώστε να είναι ελεύθεροι να καταφεύγουν σε «αταξίες». Εντούτοις, η επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους θα μπορούσε να προσφέρει μια καλύτερη ποιότητα ζωής, θα μπορούσε να απαλύνει το αίσθημα της μοναξιάς και θα προσέφερε ένα συναισθηματικό δέσιμο ικανό να χαρίσει περισσότερη άνεση στους ανθρώπους.
Ο αφηγητής παρατηρώντας από τη μία τους ανθρώπους στους προσφυγικούς συνοικισμούς να συνυπάρχουν μεταξύ τους, κι από την άλλη τους ανθρώπους στην πόλη να αποφεύγουν και να αδιαφορούν ο ένας για τον άλλο, αισθάνεται τη μοναξιά του να κορυφώνεται κι εκφράζει την ευχή να μπορούσε κι αυτός να ζει στον τόπο του, κοντά στους συγγενείς του, με το δικό του σπίτι, ή τουλάχιστον να μπορούσε να βρίσκεται μαζί με τους άλλους πρόσφυγες στους συνοικισμούς.

Ποια χαρακτηριστικά αποδίδει στους πρόσφυγες ο αφηγητής και ποια στους
ανθρώπους των σύγχρονων πόλεων και στον πολιτισμό τους;

Οι πρόσφυγες, τους οποίους ο αφηγητής παρατηρεί διαρκώς με μεγάλη προσοχή, έχουν διατηρήσει όχι μόνο τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους, αλλά και της ψυχής τους. Είναι άνθρωποι που έχουν μείνει πιστοί στους παραδοσιακούς τρόπους διαβίωσης, όπου όλοι οι άνθρωποι συνυπάρχουν αρμονικά, επικοινωνούν μεταξύ τους και ο ένας ενδιαφέρεται για τον άλλο. Στα καφενεία, στις γειτονιές, οι άνθρωποι συζητούν μεταξύ τους και διατηρούν στις σχέσεις τους τη ζεστασιά εκείνη που έχει χαθεί πλήρως από τις σχέσεις των ανθρώπων που κατοικούν στις πόλεις.
Οι άνθρωποι των πόλεων αδιαφορούν ο ένας για τον άλλο, κι ενώ ζουν τόσο κοντά μεταξύ τους, αποφεύγουν κάθε είδους επικοινωνίας και κρύβουν τα πραγματικά τους στοιχεία από τους ανθρώπους γύρω τους, σαν να είναι κακοποιοί. Οι άνθρωποι στις πόλεις είναι σαν να προτιμούν την έλλειψη επικοινωνίας, μόνο και μόνο για να διατηρούν την ελευθερία που τους παρέχει η ανωνυμία να πράττουν και να ζουν όπως θέλουν. Θυσιάζουν, δηλαδή, την ευκαιρία να δημιουργήσουν φιλικές σχέσεις με τους ανθρώπους που ζουν δίπλα τους, προκειμένου να αισθάνονται απόλυτα ελεύθεροι να κάνουν όποια απρέπεια θέλουν. Μια τακτική που έχει οδηγήσει τις πόλεις σ’ έναν απρόσωπο και ψυχρό τρόπο διαβίωσης, όπου οι άνθρωποι αισθάνονται τελείως μόνοι και αποξενωμένοι παρόλο που έχουν γύρω τους τόσους ανθρώπους.

«Το αίμα µου …όλη αυτή η λαχτάρα»: Να σχολιάσετε το απόσπασμα.

Ο Ιωάννου παρόλο που κατάγεται από την Ανατολική Θράκη, έχει γεννηθεί κι έχει μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη, γεγονός που δεν του επιτρέπει απόλυτα να δηλώνει ότι είναι Θρακιώτης. Ο ίδιος βέβαια αισθάνεται πως βρίσκεται σε πλήρη συγγένεια με τους άλλους Θρακιώτες και πως ανήκει μ’ αυτούς, έστω κι αν δεν έχει γνωρίσει τον τόπο αυτό. Ο προβληματισμός, επομένως, που παρουσιάζεται σ’ αυτό το απόσπασμα είναι κατά πόσο η ταυτότητά μας ορίζεται από τον τόπο που καταγόμαστε ή από τον τόπο στον οποίο γεννιόμαστε και μεγαλώνουμε. Είμαστε τελικά ό,τι τρώμε και πίνουμε, είμαστε δηλαδή συνδεδεμένοι με τον τόπο στον οποίο έχουμε γεννηθεί και ανατραφεί, ή ανήκουμε εκεί απ’ όπου κρατά το αίμα μας, δηλαδή από τον τόπο καταγωγή μας;
Ο Ιωάννου πιστεύει πως η ζεστασιά που αισθάνεται όταν βρίσκεται κοντά στους άλλους πρόσφυγες, δεν μπορεί παρά να εξηγηθεί από το γεγονός ότι οι ρίζες του βρίσκονται στη Θράκη, στο ότι η καταγωγή του έλκεται από εκείνους τους τόπους. Παρόλο που έχει μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη, το αίμα του και η σειρά των προγόνων του, τον καθιστούν Θρακιώτη κι αυτό δικαιολογεί το ψυχικό δέσιμο που αισθάνεται μαζί τους.
Βέβαια, η κοινή καταγωγή λειτουργεί ως συνεκτικός δεσμός μέχρι ενός σημείου, καθώς ο αφηγητής δεν γνωρίζει την Ανατολική Θράκη, δεν έχει παραστάσεις και βιώματα από εκείνον τον τόπο. Η προσωπικότητά του έχει διαμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό από την επίδραση που του έχει ασκήσει η ανατροφή του στη Θεσσαλονίκη και οι μόνες εμπειρίες που έχει συνδέονται με την πόλη αυτή. Οπότε, παρά την έντονη επιθυμία του να θεωρηθεί κι αυτός μέρος των άλλων προσφύγων, δεν μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι ο κοινός τόπος καταγωγής τους, του είναι ουσιαστικά άγνωστός.

Ποια προβλήματα του «πολιτισμού» µας φέρνει στο προσκήνιο ο αφηγητής μέσα από τις παρατηρήσεις και τα παράπονα που εκφράζει στο πεζογράφημα; 

Ο αφηγητής παρατηρώντας τον τρόπο που ζουν οι άνθρωποι στην πόλη, διαπιστώνει μια σειρά προβλημάτων του σύγχρονου πολιτισμού, που έχουν τη βάση τους στο γεγονός ότι οι άνθρωποι προτιμούν την αποξένωση και τη μοναξιά προκειμένου να διατηρήσουν την ψευδαίσθηση ότι είναι ελεύθεροι να κάνουν ό,τι θέλουν, χωρίς να ασχολούνται με το τι θα σκεφτούν ή θα σχολιάσουν οι άλλοι γύρω τους.
Οι άνθρωποι στις πόλεις μένουν απορροφημένοι στα δικά τους προβλήματα και αδιαφορούν για τους άλλους ανθρώπους, τους οποίους βέβαια ούτε τους γνωρίζουν, ούτε και θέλουν να τους γνωρίσουν. Παρόλο που οι άνθρωποι ζουν πιο κοντά από ποτέ, παρόλο που οι γειτονιές είναι πιο πολυάριθμες από ποτέ, οι άνθρωποι δεν έχουν καμία επιθυμία να γνωριστούν μεταξύ τους και να δημιουργήσουν φιλικές σχέσεις. Αποφεύγουν ο ένας τον άλλο και στις σπάνιες φορές που θα χρειαστεί να μιλήσουν, προτιμούν να μην αποκαλύψουν στο συνομιλητή την αλήθεια για τον εαυτό τους.
Η μοναξιά και η αποξένωση είναι τα κυρίαρχα στοιχεία του σύγχρονου πολιτισμού, οδηγώντας τους ανθρώπους σε μια κατώτερη ποιότητα ζωής, από αυτή που θα μπορούσαν να έχουν, αν διατηρούσαν τη ζεστασιά και το ειλικρινές ενδιαφέρον που είχαν παλιότερα οι ανθρώπινες σχέσεις.

Ο αφηγητής μοιάζει ενσωματωμένος περισσότερο στην κοινωνία των προσφύγων και λιγότερο στην κοινωνία της πόλης του.

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ivana Stojakovic 

Γιώργος Ιωάννου "Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς" 

Ο αφηγητής μοιάζει ενσωματωμένος περισσότερο στην κοινωνία των προσφύγων και λιγότερο στην κοινωνία της πόλης του. Σε ποια σημεία του κειμένου προβάλλεται περισσότερο,  κατά τη γνώμη σας,  αυτό;  Πού πιστεύετε ότι οφείλεται;

Οι γονείς του Ιωάννου είναι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, γεγονός που του δημιουργεί την πεποίθηση πως θα έπρεπε να βρίσκεται κι αυτός μαζί με τους άλλους πρόσφυγες. Ο μόνος λόγος, άλλωστε, που δεν μεγάλωσε σε κάποιον προσφυγικό συνοικισμό είναι το γεγονός ότι οι δικοί του ήρθαν στη Θεσσαλονίκη λίγα χρόνια πριν γίνει η ανταλλαγή πληθυσμών και ξεκινήσει το μεγάλο κύμα προσφύγων. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο αφηγητής όντας παιδί προσφύγων αισθάνεται περισσότερο οικείους τους πρόσφυγες απ’ ό,τι τους απρόσωπους και αδιάφορους κατοίκους της πόλης.
«Κι όμως πόση συγκίνηση έχει να κοιτάζεις ή να συζητάς στα καφενεία και να διαισθάνεσαι τη δική σου ή μια άλλη πανάρχαια ράτσα. Ακούς εκείνες τις φωνές με τη ζεστή προφορά και σου ‘ρχεται ν’ αγκαλιάσεις.» Ο αφηγητής αισθάνεται κοντά στους πρόσφυγες την οικειότητα εκείνη που χαρίζει η κοινή καταγωγή, αισθάνεται τους ακατάλυτους δεσμούς αίματος και νιώθει τον εαυτό του κομμάτι της κοινωνίας τους. Το δέσιμο άλλωστε και η ανθρώπινη επαφή και ζεστασιά που παρατηρεί στους προσφυγικούς συνοικισμούς, είναι κάτι που λείπει από τη ζωή του και του δημιουργείται η επιθυμία να βρίσκεται κι αυτός μαζί τους. «Τουλάχιστο, ας ήμουν σ’ ένα προσφυγικό συνοικισμό με ανθρώπους της ράτσας μου τριγύρω.»
Οι ήρεμοι ρυθμοί ζωής των προσφύγων, η συνεχής επικοινωνία που υπάρχει μεταξύ τους, οι απλές κουβέντες στα καφενεία και η ανθρωπιά που χαρακτηρίζει τις μεταξύ τους σχέσεις, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τους φρενήρεις ρυθμούς των κατοίκων της πόλης και την πλήρη αποξένωση που υπάρχει ανάμεσά τους. «Σταματώ πολλές φορές στη μέση του πεζοδρομίου, κι όπως το κούτσουρο που κόβει το νερό, έτσι περιστρέφονται γύρω μου οι διαβάτες.», «Συγκατοικώ με ανθρώπους που αδιαφορούν τελείως για μένα, κι εγώ γι’ αυτούς.» Ο Ιωάννου αδυνατεί να κατανοήσει την τάση των ανθρώπων της πόλης να μη θέλουν να δημιουργήσουν σχέσεις μεταξύ τους, να αποφεύγουν κάθε επικοινωνία και να προτιμούν να κινούνται αδιάφοροι μέσα σ’ ένα απρόσωπο πλήθος.
Ο ίδιος, άλλωστε, αισθάνεται μόνος τους και το κυριότερο χωρίς να έχει κατορθώσει να δημιουργήσει μια δική του οικογένεια κι ένα δικό του σπίτι, ώστε να έχει και η δική του ζωή τα θεμέλια εκείνα που θα του χάριζαν την πολύτιμη αίσθηση ότι ανήκει κάπου, ότι βρίσκεται μαζί με δικούς του ανθρώπους. «Εγώ όμως από τώρα είμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς στα έτοιμα και στα ενοικιασμένα.» Εκείνο που επιθυμεί ο αφηγητής είναι να βρεθεί ανάμεσα σε ανθρώπους που να τους αισθάνεται δικούς του, να αισθανθεί ότι αποκτά και η δική του ζωή ρίζες και φυσικά να πάψει να είναι μόνος και ξένος ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους, γι’ αυτό και στο τέλος του πεζογραφήματος δηλώνει πως ζηλεύει εκείνους που ζουν στον τόπο τους, στον τόπο που γεννήθηκαν, κι εκφράζει την ευχή να μπορούσε τουλάχιστον να ζει σ’ έναν προσφυγικό συνοικισμό με ανθρώπους της ράτσας του. 

Γιώργος Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»: Να σχολιάσετε τις φράσεις: «Ονόματα από σβησμένους τάχα λαούς και χώρες, δειλιάζουν μέσα νου· Το αίμα μου από κει μονάχα τραβάει, … Τους πληροφορεί το αίμα τους για μένα, όπως και το δικό μου με κάνει να τους κατέχω ολόκληρους.»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Leonid Afremov

Γιώργος Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»

Να σχολιάσετε τις φράσεις: «Ονόματα από σβησμένους τάχα λαούς και χώρες, δειλιάζουν μέσα στο νου· Το αίμα μου από κει μονάχα τραβάει, … Τους πληροφορεί το αίμα τους για μένα, όπως και το δικό μου με κάνει να τους κατέχω ολόκληρους.»

«Ονόματα από σβησμένους τάχα λαούς και χώρες, δειλιάζουν μέσα στο νου» Ο Ιωάννου με τη βαθιά γνώση της Ιστορίας του ελληνικού λαού, συγκινείται όταν σε κάθε πρόσφυγα αναγνωρίζει κι ένα διαφορετικό τόπο καταγωγής και φέρνει στο μυαλό του την πιθανότητα που υπάρχει οι πρόσφυγες αυτοί να είναι απόγονοι άλλων αρχαίων φυλών. Ο Ιωάννου βλέπει σε κάθε πρόσφυγα τη συνέχεια κάποιου σημαντικού πολιτισμού και θεωρεί πως οι αρχαίοι λαοί μπορεί να μην έχουν σβήσει, μπορεί το αίμα τους να συνεχίζει να περνάει από γενιά σε γενιά. Οι πρόσφυγες που έχουν έρθει από διάφορα μέρη της Ανατολής, παρόλο που οι ίδιοι δεν το γνωρίζουν είχαν την τύχη να γεννηθούν και να μεγαλώσουν σε περιοχές που άκμασαν μεγάλοι πολιτισμοί της αρχαιότητας. Το ταξίδι αυτό στην ιστορία των λαών προσφέρει μια ιδιαίτερη χαρά στον Ιωάννου, ο οποίος βλέπει μια συνέχεια και μια συσχέτιση των αρχαίων πολιτισμών, μια αδιάκοπη πορεία που συνεχίζεται χάρη στα στοιχεία που περνούν από γενιά σε γενιά.

«Το αίμα μου από κει μονάχα τραβάει» Παρά το γεγονός ότι ο Ιωάννου δε γεννήθηκε στην Ανατολική Θράκη, όπως οι γονείς και οι παππούδες του, αισθάνεται ωστόσο ότι είναι άρρηκτα δεμένος με τα μέρη εκείνα. Ο τόπος καταγωγής του έχει ισχυρή επίδραση στη διαμόρφωσή του μιας και το αίμα του, όλα τα κληρονομικά στοιχεία που συνθέτουν την ιδιαίτερη υπόστασή του, προέρχονται από ανθρώπους που γεννήθηκαν στην Ανατολική Θράκη. Ανεξάρτητα, επομένως, από το που γεννήθηκε ο ίδιος, θεωρεί ότι η πατρίδα του, ο τόπος από τον οποίο αντλεί την καταγωγή του, είναι ο τόπος όπου γεννήθηκαν οι δικοί του.

«Τους πληροφορεί το αίμα τους για μένα, όπως και το δικό μου με κάνει να τους κατέχω ολόκληρους.» Ο Ιωάννου αισθάνεται ότι με τους ανθρώπους που κατάγονται από τα ίδια μέρη έχει ένα στενό δεσμό, ο οποίος εντοπίζεται στο κοινό αίμα και στους κοινούς προγόνους. Παρόλο που ο συγγραφέας δεν έχει γεννηθεί στη Θράκη, εντούτοις έχει γεννηθεί και έχει μεγαλώσει από Θρακιώτες γονείς, γεγονός που σημαίνει ότι ως προς τον τρόπο σκέψης και ανατροφής, βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τους υπόλοιπους πρόσφυγες. Είναι κι αυτός Θρακιώτης γι’ αυτό κι αισθάνεται ότι γνωρίζει πλήρως τους υπόλοιπους πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Για το συγγραφέα επομένως ο διαφορετικός τόπος γέννησης δεν αποτελεί ικανό στοιχείο διαχωρισμού από τους υπόλοιπους ανθρώπους της Θράκης, μιας και η ανατροφή του έγινε με βάση τα θρακιώτικα έθιμα και τους θρακιώτικους τρόπους.

Γιώργος Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»: Πώς αντιμετώπισε τους πρόσφυγες ο γηγενής πληθυσμός; Ποιο μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα θίγεται έμμεσα εδώ;

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Leonid Afremov

Γιώργος Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»

Πώς αντιμετώπισε τους πρόσφυγες ο γηγενής πληθυσμός; Ποιο μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα θίγεται έμμεσα εδώ;


«Κι όμως τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει το παν για να σκορπίσει η ομορφιά αυτή στους τέσσερεις ανέμους. Οι εγκληματίες των γραφείων εκμεταλλεύτηκαν τη ζωηράδα τους και την αγνότητά τους. Τους εξώθησαν να σφάξουν και να σφαχτούν∙ να φαγωθούν, ιδίως μεταξύ τους. Τώρα φυσικά τους τρέμουν και προσπαθούν να τους ξεφορτωθούν με τη μετανάστευση. Πολύ αργά νομίζω.»
Ο Ιωάννου έχοντας γνωρίσει από την πορεία της οικογένειάς του τις δυσκολίες που υπήρξαν στο να ενσωματωθούν οι πρόσφυγες στην ελληνική κοινωνία, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στο πώς η Ελλάδα αντιμετώπισε τους χιλιάδες αυτούς ανθρώπους. Πέρα από τις δυσκολίες της αρχικής εγκατάστασής τους και πέρα από τους άθλους των προσφύγων μέχρι να ενταχθούν στο εργατικό δυναμικό της χώρας, ο συγγραφέας είναι εξαιρετικά ενοχλημένος από την εκμετάλλευση της ζωτικότητας των προσφύγων σε μικροσυμφέροντα αλλά και σε εσωτερικές συγκρούσεις εξουσίας της χώρας.
Οι πρόσφυγες είχαν την ατυχία να ζήσουν σημαντικά ιστορικά γεγονότα (Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος – Καταστροφή της Σμύρνης – Ανταλλαγή Πληθυσμών) και να εμπλακούν αργότερα οι ίδιοι αλλά και τα παιδιά τους, στους αγώνες του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και του Εμφυλίου. Ιδιαίτερα για την εμπλοκή των προσφύγων στον Εμφύλιο ο συγγραφέας θεωρεί υπεύθυνους τους ιθύνοντες της χώρας, οι οποίοι μάλιστα είναι πολύ περισσότερο υπεύθυνοι για την πορεία που ακολούθησε το κράτος στη συνέχεια, καθώς παρά τη μεγάλη οικονομική βοήθεια που δέχτηκε για να βγει από το τέλμα που προέκυψε από τους συνεχείς πολέμους, οι κρατούντες καρπώθηκαν το μεγαλύτερο μέρος το χρημάτων και η χώρα βρέθηκε στη δίνη μιας ισχυρής οικονομικής κρίσης που οδήγησε πολλούς νέους ανθρώπους στη μετανάστευση.
Η μοίρα των προσφύγων συγκινεί το συγγραφέα, ο οποίος θεωρεί απαράδεκτο το γεγονός ότι η μητέρα – πατρίδα, βρήκε σ’ αυτούς πρόθυμο υλικό για να διεξάγει τους εσωτερικούς αγώνες εξουσίας και στη συνέχεια τους εγκατέλειψε. Τα γεγονότα που ακολούθησαν τον Εμφύλιο πόλεμο ενοχλούν ιδιαίτερα τον Ιωάννου, ο οποίος αναφέρεται στα γεγονότα αυτά και στο πεζογράφημά του «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ», όπου παρακολουθεί την ιστορία μιας οικογένειας προσφύγων.
«Πήγαν στο στρατό∙ έσφιξαν τα δόντια, πολέμησαν τους κόκκινους, τους πράσινους, τους κίτρινους, ό,τι τέλος πάντων τους είπαν οι ανώτεροί τους. Σαν τη γλίτωσαν αποκεί, βγήκαν για δουλειά. Στο στρατό, ώσπου να τους κάνουν να πέσουν στη φωτιά, τους έταζαν λαγούς με πετραχήλια. Τώρα δε γυρνούσε κανένας να τους δει. Καταστάλαξαν στο καφενείο, που ακουμπάει στα τείχη, κι όλη μέρα έπαιζαν χαρτάκια. Το καφενείο ήταν φίσκα από άνεργους, όχι μονάχα παλικάρια, αλλά και μεγάλους ανθρώπους, πατεράδες με παιδιά.
Μόλις είχαν αρχίσει να υποψιάζονται τα στραβά και τ’ ανάποδα αυτού του τόπου κι οι συζητήσεις στο καφενείο πήραν να γίνονται πιο ζουμερές, άνοιξαν οι δρόμοι για τη μετανάστευση. Αυτά τα πράγματα δε συμβαίνουν ποτέ μονάχα σ’ ένα καφενείο. Μάθαν οι άρπαγες την καταλαλιά, φοβήθηκαν πως η τόση εκμετάλλευση μπορούσε να τους βγει ξινή κάποτε, κι αποφάσισαν να τους αμολήσουν.»


«Η μόνη κληρονομιά» παράλληλο για το «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»

Γιώργος Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»: Ο αφηγητής νιώθει την ανάγκη να βρίσκεται ανάμεσα στους πρόσφυγες. Πώς ερμηνεύει ο ίδιος αυτή του τη λαχτάρα; Πώς την κατανοείτε εσείς;

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Paul Bond

Γιώργος Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»

Ο αφηγητής νιώθει την ανάγκη να βρίσκεται ανάμεσα στους πρόσφυγες. Πώς ερμηνεύει ο ίδιος αυτή του τη λαχτάρα; Πώς την κατανοείτε εσείς;

Ο συγγραφέας, όντας παιδί προσφύγων, αισθάνεται πως όταν βρίσκεται μαζί με τους άλλους πρόσφυγες έρχεται σ’ επαφή με άτομα που ανήκουν στην ίδια φυλή μ’ εκείνον. Νιώθει ότι μεταξύ τους υπάρχει ένας στενός δεσμός, ένας δεσμός αίματος που τους φέρνει κοντά, καθώς έχουν όλοι τους μια κοινή καταγωγή, μια κοινή ιστορία και μια παρόμοια πορεία. Η συνύπαρξη με τους άλλους πρόσφυγες προσφέρει στο συγγραφέα μια πολύτιμη αίσθηση οικειότητας που δεν την έχει με άλλους ανθρώπους και παράλληλα του δημιουργεί το αίσθημα της επιστροφής στην πατρίδα του (την Ανατολική Θράκη). «Χαίρομαι να κοιτάζω τις αδρές και τίμιες φυσιογνωμίες τους, κι ανατριχιάζω βαθιά, όταν σκέφτομαι πώς αυτός που μου μιλά είναι δικός μου άνθρωπος, της φυλής μου.»
Έχει σημασία να διευκρινίσουμε ότι οι σπουδές του Ιωάννου στο Ιστορικό Αρχαιολογικό της Φιλοσοφικής Σχολής στη Θεσσαλονίκη, του παρέχουν τη δυνατότητα να γνωρίζει αρκετά για την ιστορία των διαφόρων φυλών που έχουν συγκεντρωθεί στην πόλη του, αλλά και για την ιστορία των περιοχών που κατοικούσαν οι πρόσφυγες προτού εκδιωχθούν. Οι ίδιοι οι πρόσφυγες δεν έχουν, συχνά, καμία ιδέα για το ποιες φυλές έζησαν και άκμασαν στα μέρη από τα οποία ήρθαν, κι αυτό το αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας, ο οποίος εντούτοις ενθουσιάζεται στη σκέψη και μόνο ότι κάποιοι από αυτούς τους πρόσφυγες ενδέχεται να είναι μακρινοί απόγονοι των αρχαίων φυλών.
Πέρα από τη συγκίνηση που δημιουργείται στο συγγραφέα όταν βρίσκεται μαζί με τους άλλους πρόσφυγες και πέρα από τη μεγάλη εκτίμηση που έχει για την ιστορία και την ιδιαίτερη κληρονομιά που έχει κάθε επιμέρους φυλή των προσφύγων, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ένας βασικός λόγος που οδηγεί το συγγραφέα στους προσφυγικούς συνοικισμούς είναι η μοναξιά που αισθάνεται. Ο Ιωάννου ζώντας στο κέντρο της πόλης, νιώθει ότι είναι μόνος του και τελείως αποξενωμένος από τους άλλους ανθρώπους. Έχει επομένως την ανάγκη να βρεθεί με ανθρώπους με τους οποίους να μπορεί να αισθανθεί μια άνεση και μια οικειότητα, κι αυτό πιστεύει ότι θα μπορούσε να το έχει αν ζούσε κι εκείνος σε κάποιο συνοικισμό μαζί με άλλους πρόσφυγες.

Γιώργος Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»: Χαρακτηριστικό αρκετών πεζογραφημάτων του Ιωάννου είναι ο μικροπερίοδος λόγος και η απλή καθημερινή γλώσσα.

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Paul Bond

Γιώργος Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»

Χαρακτηριστικό αρκετών πεζογραφημάτων του Ιωάννου είναι ο μικροπερίοδος λόγος και η απλή καθημερινή γλώσσα. Να επισημάνετε στο εξεταζόμενο αφήγημα χωρία που επαληθεύουν την παραπάνω άποψη.

Βασικό στοιχείο των πεζογραφημάτων του Ιωάννου αποτελεί η απλότητα των εκφραστικών μέσων, που καθιστά το λόγο του εύληπτο και προσιτό στους αναγνώστες. Ο Ιωάννου προτιμά να χρησιμοποιεί απλή γλώσσα και να διατυπώνει τις σκέψεις του σε σύντομες περιόδους, δημιουργώντας έτσι μια γραφή που διευκολύνει την πρόσληψη των εκφραζόμενων νοημάτων. Ο μικροπερίοδος λόγος επομένως κυριαρχεί στα κείμενά του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι, όποτε αυτό χρειάζεται, ο συγγραφέας δεν εκτείνει το λόγο του για να εξυπηρετήσει την έκφρασή του. Σύντομες περίοδοι με απλή καθημερινή γλώσσα, είναι τα δομικά υλικά με τα οποία ο Ιωάννου δημιουργεί το έργο του, κατορθώνοντας έτσι να ενισχύσει την οικειότητα που δημιουργεί εν γένει το ύφος του και οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις του.
«Στέκομαι και κοιτάζω τα παιδιά∙ παίζουνε μπάλα. Κάθομαι στο ορισμένο καφενείο∙ σε λίγο θα σχολάσουν και θ’ αρχίσουν να καταφτάνουν οι μεγάλοι. Κουρασμένοι απ’ τη δουλειά, είναι πολύ πιο αληθινοί. Οι περισσότεροι γεννήθηκαν εδώ σ’ αυτή την πόλη, όπως κι εγώ.»
«Οι ίδιοι δεν ξέρουν βέβαια αυτά τα ονόματα∙ για μένα όμως είναι φορτωμένα μυστήριο και αγάπη. Κι αν ακόμα δεν είναι, πολύ θα ήθελα να ήταν έτσι η αλήθεια.»
«Τους εξώθησαν να σφάξουν και να σφαχτούν∙ να φαγωθούν, ιδίως μεταξύ τους. Τώρα φυσικά τους τρέμουν και προσπαθούν να τους ξεφορτωθούν με τη μετανάστευση. Πολύ αργά νομίζω.»
«Εγώ όμως από τώρα είμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς∙ στα έτοιμα και στα νοικιασμένα.»

Γιώργος Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»: Πιστεύετε ότι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση δίνει εξατομικευμένο χαρακτήρα στις παρατηρήσεις και στις απόψεις του αφηγητή;

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Paul Bond

Γιώργος Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»

Πιστεύετε ότι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση δίνει εξατομικευμένο χαρακτήρα στις παρατηρήσεις και στις απόψεις του αφηγητή; Να δικαιολογήσετε τη θέση σας.


Ο Ιωάννου στα κείμενά του καταγράφει μνήμες, βιώματα και σκέψεις που αφορούν όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και πολλούς άλλους ανθρώπους που βρίσκονται σε παρόμοια θέση ή έχουν παρόμοιες εμπειρίες. Ο συγγραφέας, άλλωστε, δεν καταγράφει το εντυπωσιακό και το ασυνήθιστο, προτιμά την αναζήτηση των προβλημάτων που αγγίζουν τη ζωή των απλών καθημερινών ανθρώπων. Χαρακτηριστικό, μάλιστα, της διάθεσής του να εκφράζει με τα κείμενά του τις σκέψεις και τα συναισθήματα πολλών ανθρώπων, είναι το γεγονός ότι ακόμη και στα κείμενά του όπου υπάρχουν ήρωες και πλοκή, οι ήρωές του μένουν συνήθως ανώνυμοι, επιτρέποντας την ταύτιση του αναγνώστη με οποιοδήποτε πρόσωπο της ιστορίας. Ο Ιωάννου όταν μας αφηγείται μια ιστορία δεν επιδιώκει να μας δώσει την ιστορία ενός συγκεκριμένου προσώπου, επιχειρεί να αναφερθεί σε κάτι που έχει απασχολήσει πολλούς ανθρώπους είτε αυτό είναι η μοναξιά είτε ο πόνος της προσφυγιάς είτε οποιοδήποτε άλλο θέμα επιλέγει ο συγγραφέας.
Στο πεζογράφημα «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς», όπου ο Ιωάννου δεν αφηγείται κάποια ιστορία, αλλά μας παραθέτει τις απόψεις του για το πώς είναι η ζωή στις κοινωνίες των προσφύγων και πώς στην απρόσωπη πόλη, το θέμα που καλύπτει δεν αφορά μόνο τις προσωπικές σκέψεις του αφηγητή, αφορά κι εκφράζει τις απόψεις πολλών ανθρώπων. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση επομένως δε μας δημιουργεί την αίσθηση της εξατομίκευσης καθώς οι παρατηρήσεις του συγγραφέα είναι, ως ένα βαθμό, κοινή εμπειρία και των αναγνωστών. Η απρόσωπη ζωή στις πόλεις, η αδιαφορία των ανθρώπων για τους συνανθρώπους τους, αλλά και η μοναξιά που βιώνει ο συγγραφέας, αποτελούν διαπιστώσεις και συναισθήματα που αντικατοπτρίζουν το αίσθημα που έχουν αποκομίσει πολλοί άνθρωποι από τη ζωή τους στην πόλη.

Γιώργος Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»: Η δομή της αφήγησης είναι κυκλική και το κεντρικό θέμα της αφήγησης παρουσιάζεται αδιάσπαστο. Πώς διαπιστώνεται αυτό;

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Paul Bond

Γιώργος Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»

Η δομή της αφήγησης είναι κυκλική και το κεντρικό θέμα της αφήγησης παρουσιάζεται αδιάσπαστο. Πώς διαπιστώνεται αυτό;

Το θέμα του πεζογραφήματος είναι η ζωή στους προσφυγικούς συνοικισμούς, όπου οι άνθρωποι διατηρούν στενούς δεσμούς μεταξύ τους, καθώς και η έντονη επιθυμία του συγγραφέα να ζούσε κι εκείνος σ’ έναν προσφυγικό συνοικισμό, ώστε να μετείχε κι αυτός στο κλίμα ανθρωπιάς και αρμονικής συνύπαρξης. Ο Ιωάννου νιώθει εντελώς μόνος του και αποξενωμένος ζώντας στην πόλη, όπου οι άνθρωποι αδιαφορούν ο ένας για τον άλλο, γι’ αυτό και συνηθίζει να πηγαίνει στους συνοικισμούς, όπου μπορεί να παρατηρεί πώς ζουν οι άλλοι πρόσφυγες.
Η κυκλική αφήγηση στο πεζογράφημα επιτυγχάνεται με την επαναφορά του θέματος της επιθυμίας του συγγραφέα να ζούσε σ’ έναν προσφυγικό συνοικισμό, με την ανάλογη ευχή που κάνει στο κλείσιμο του κειμένου. Το κείμενο επομένως αρχίζει με το συγγραφέα να βρίσκεται σ’ ένα καφενείο ενός προσφυγικού συνοικισμού, όπου παρατηρεί με θαυμασμό τους ανθρώπους που ζουν εκεί, και κλείνει με τον συγγραφέα να εύχεται να ζούσε κι αυτός μαζί τους.
Το κεντρικό θέμα επομένως του κειμένου, η μοναξιά του συγγραφέα και η επιθυμία του να μετείχε στην ζεστή συνύπαρξη των άλλων προσφύγων, διατρέχει σταθερά όλο το κείμενο και εμφανίζεται αδιάσπαστο με την επαναφορά του στο κλείσιμο του κειμένου.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...