Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ερωτήσεις ΚEΕ Κωνσταντίνος Καβάφης «Ο Δαρείος». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ερωτήσεις ΚEΕ Κωνσταντίνος Καβάφης «Ο Δαρείος». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ο Δαρείος» [Στοιχεία ειρωνείας & πρόσθετες ερωτήσεις Κ.Ε.Ε.]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Martin Stranka

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ο Δαρείος» [Στοιχεία ειρωνείας & πρόσθετες ερωτήσεις Κ.Ε.Ε.]

ð Να επισημάνετε τους στίχους στους οποίους διακρίνετε την «καβαφική ειρωνεία» και να τους σχολιάσετε.

«Ο ποιητής Φερνάζης το σπουδαίον μέρος / του επικού ποιήματός του κάμνει»
Το επίθετο σπουδαίον, με το καταληκτικό ν που παραπέμπει σε λόγιο τύπο κι όχι στη δημοτική, συνιστά λεκτική ειρωνεία υπό την έννοια πως ό,τι καθιστά σπουδαίο το μέρος αυτό του ποιήματος δεν είναι ούτε ο τρόπος με τον οποίο ο Δαρείος «παρέλαβε» την εξουσία ούτε τα συναισθήματα που είχε εκείνη τη στιγμή. Η σπουδαιότητα έγκειται στη δυσκολία που υπάρχει στο να αποσιωπηθεί ο δόλιος τρόπος που κατέκτησε την εξουσία, αλλά και στο κατά πόσο μπορεί ο ποιητής να φανεί ειλικρινής για τα πραγματικά συναισθήματα του Δαρείου όταν απέκτησε την ισχυρή αυτή εξουσία.

«χρειάζεται φιλοσοφία // Βαθέως σκέπτεται το πράγμα ο ποιητής»
Σε σχέση με τα συναισθήματα του Δαρείου και φυσικά με το αν θα πρέπει ο Φερνάζης να είναι ειλικρινής ή όχι, ο αφηγητής παρουσιάζει με ειρωνικό τρόπο τη μεγάλη περισυλλογή του ποιητή. Αν ο Φερνάζης σεβόταν την τέχνη του και δεν ήθελε να τη χρησιμοποιήσει ως μέσο κολακείας, δε θα είχε τέτοιους προβληματισμούς, θα έγραφε απευθείας την αλήθεια.

«(Από αυτόν / κατάγεται ο ένδοξός μας βασιλεύς, / ο Μιθριδάτης, Διονυσος κ’ Ευπάτωρ)»
Η αναφορά στον Μιθριδάτη, που περιλαμβάνει το αξίωμα, τα προσωνύμια και τον επιθετικό προσδιορισμό ένδοξος, δίνεται και τις δύο φορές (εκ νέου στους στίχους 17-18) με τη φωνή του Φερνάζη. Ο φανταστικός ποιητής χρησιμοποιώντας και την κτητική αντωνυμία «μας» που φανερώνει μια αίσθηση οικειότητας απέναντι στο βασιλιά, μα συνάμα υποδηλώνει και δουλικότητα, εκφράζει το μεγάλο σεβασμό και θαυμασμό του για τον Μιθριδάτη, με την υπερβολή όλης αυτής της έκφρασης.
Η ειρωνεία αυτής της φράσης έγκειται ως ένα βαθμό στο γεγονός ότι φανερώνει την αλαζονεία και την έπαρση των ηγεμόνων, που επιθυμούν να προβάλλονται μέσα από μεγαλοπρεπείς και κολακευτικούς τίτλους. Ωστόσο, η φράση αυτή λαμβάνει μια επιπλέον ειρωνική διάσταση αμέσως μόλις ξεσπάσει ο πόλεμος και γίνει φανερό πως ο Φερνάζης αφενός δεν έχει εμπιστοσύνη στη δυνατότητα του Μιθριδάτη να αντιμετωπίσει τους Ρωμαίους και αφετέρου δεν είναι τόσο αφοσιωμένος στο βασιλιά του, καθώς πολύ σύντομα θα αρχίσει να λαμβάνει υπόψη του τη διάδοχη κατάσταση.
[Ας σημειωθεί πως ο Μιθριδάτης, ως ιστορικό πρόσωπο, δεν κατείχε εξαιρετικές στρατιωτικές ικανότητες∙ οι επιτυχίες του σ’ αυτόν τον τομέα οφείλονταν στο γεγονός ότι χρησιμοποιούσε αξιόλογους Έλληνες στρατηγούς.]

«Ο ποιητής μένει ενεός. Τι συμφορά!»
Το ξέσπασμα του πολέμου ανατρέπει τα σχέδια του Φερνάζη και συνιστά δραματική ειρωνεία. Η δραματική ειρωνεία, που χρησιμοποιείται συχνά στην ποίηση του Καβάφη, βασίζεται στην αιφνίδια αλλαγή των καταστάσεων, με τα πράγματα να εξελίσσονται πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι σχεδίαζαν και προσδοκούσαν τα πρόσωπα του ποιήματος.  

«μ’ ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί / Μέσα σε πόλεμο – φαντάσου, ελληνικά ποιήματα.»
Ενώ θα περίμενε κανείς πως η είδηση του πολέμου θα προξενούσε φόβο στον Φερνάζη για την ασφάλεια των πολιτών του κράτους, εκείνος απελπίζεται και σκέφτεται πως τώρα ο Μιθριδάτης δεν πρόκειται να ασχοληθεί με το ποίημά του. Η ανατροπή των σχεδίων του Φερνάζη, αλλά και το γεγονός πως ενώ θα περίμενε κανείς ότι η πρώτη του σκέψη θα ήταν η ασφάλεια των συμπολιτών του, εκείνος σκέφτεται την αναβολή της προσωπικής του καταξίωσης, συνιστούν δραματική ειρωνεία.
Συνάμα, η φράση αυτή χρησιμεύει ώστε να τονιστεί με τρόπο και πάλι ειρωνικό πόσο άστοχη και άκαιρη μοιάζει η ενασχόληση με την ποίηση εν μέσω πολέμου. Ενώ, ειρωνικά αντιμετωπίζεται και η προσκόλληση του Φερνάζη στα προσωπικά του σχέδια και στις ατομικές του επιδιώξεις.

«Αδημονεί ο Φερνάζης. Ατυχία! // Τι αναβολή, τι αναβολή στα σχέδιά του.»
Στους στίχους αυτούς ο Καβάφης ειρωνεύεται την αδημονία και την απόγνωση του Φερνάζη, ο οποίος θέλησε να χρησιμοποιήσει την ποίηση ως μέσο κολακείας, ως μέσο για ν’ αποκτήσει φήμη και καταξίωση κι ως μέσο για να αποστομώσει τους επικριτές του. Μπροστά στον κίνδυνο του πολέμου ο Φερνάζης σκέφτεται επίμονα τη ματαίωση των δικών του σχεδίων.
Η στάση αυτή του Φερνάζη φέρνει στην επιφάνεια ένα ακόμη επίπεδο της ειρωνείας του ποιήματος, καθώς η υπεροψία και η μέθη, που μέχρι πρότινος έμοιαζαν να χαρακτηρίζουν μόνο τους φιλόδοξους και αιμοσταγείς ηγέτες, τώρα έρχεται να αποδοθεί και στον κενόδοξο ποιητή. Ο Φερνάζης θεωρούσε βέβαιο πως με την ολοκλήρωσή του ποιήματός του θα κέρδιζε την αναγνώριση που τόσο ποθούσε και θα έδινε μια τελειωτική απάντηση στους φθονερούς επικριτές του. Η έναρξη ωστόσο του πολέμου έδωσε μια διαφορετική απάντηση στον ίδιο τον υπεροπτικό ποιητή που είχε την αίσθηση πως μπορούσε να ελέγξει την πορεία των πραγμάτων.

«τους επικριτάς του, τους φθονερούς, τελειωτικά ν’ αποστομώσει»
Ο στίχος αυτός με τη χρήση των λέξεων «φθονερούς» και «αποστομώσει» φέρνει στην επιφάνεια τη μικροπρέπεια και την ατελέσφορη αντιπαλότητα που υπάρχει ανάμεσα στους ποιητές της αυλής. Εμφανής η ειρωνεία τόσο μέσω του φανερώματος των ευτελών επιδιώξεων του Φερνάζη, όσο και μέσω της ανατροπής του σχεδιασμού του. 

Οι εκφράσεις φόβου της 5ης στροφής «αν έχουμε κι ασφάλεια στην Αμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως οχυρή. / Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Ρωμαίοι», οι ρητορικές ερωτήσεις, αλλά και η επίκληση στους θεούς, έρχονται να τονίσουν τη δειλία Φερνάζη και την όψιμη συνειδητοποίηση του κινδύνου. Η ηττοπάθεια του ποιητή αντιμετωπίζεται ειρωνικά από τον αφηγητή, ο οποίος επισημαίνει το φόβο του ανθρώπου που μόλις άκουσε για το ξέσπασμα του πολέμου το πρώτο που σκέφτηκε ήταν η αναβολή της προσωπικής του ανάδειξης. 

Η ειρωνεία του ποιήματος λεκτική, δραματική (αιφνίδια ανατροπή των δεδομένων, αναπάντεχες αντιδράσεις των προσώπων), τραγική (ο αναγνώστης γνωρίζει πως ο ένδοξος Μιθριδάτης οδεύει προς την καταστροφή του) δεν έχει πάντοτε ως αποδέκτη μόνο το πρόσωπο που σε πρώτη ανάγνωση γίνεται αποδέκτης της. Έτσι, η πρώτη κιόλας διαπίστωση του ποιήματος πως τα πρόσωπα της εξουσίας και ειδικότερα ο Δαρείος διακατέχονται από υπεροψία και μέθη, όταν με δόλιους τρόπους κατακτούν ή επεκτείνουν την εξουσία τους, τρέπεται σταδιακά σ’ ένα ειρωνικό σχόλιο για τον ίδιο τον Φερνάζη. Ο όλος σχεδιασμός του ποιητή, το πώς δηλαδή χάρη στην κολακεία του θα καταφέρει να αναδειχθεί και να λάβει μια τέτοια καταξίωση που θα τερματίσει τις εις βάρος του επικρίσεις των ομοτέχνων του, ανατρέπεται και φανερώνει όλη την μικροπρέπειά του. Η υπεροψία δε συναντάται και δε χαρακτηρίζει μόνο πρόσωπα της εξουσίας∙ ακόμη και στο χώρο της ποίησης υπάρχουν εκείνοι που με πλάγιους τρόπους επιχειρούν να διεκδικήσουν τη φήμη και την καταξίωση. Ο πρόθυμος αυλοκόλακας Φερνάζης είναι ένα προφανές παράδειγμα.
Συνάμα η υπεροψία και η μέθη είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν και την απόφαση του Μιθριδάτη να ξεκινήσει μια πολεμική αναμέτρηση με τους Ρωμαίους. Ό,τι ο Φερνάζης σκεφτόταν να αποφύγει να πει για τον Δαρείο, εμφανίζεται τώρα επίκαιρο και επικίνδυνο στη συμπεριφορά του ένδοξου Μιθριδάτη.

Ο Καβάφης, επίσης, επιφυλάσσει μια ενδιαφέρουσα υπονόμευση ακόμη και στον υποθετικό αφηγητή του ποιήματος, που με τόση διάθεση ανωτερότητας ειρωνεύεται τον ωφελιμισμό και τις επιδιώξεις του Φερνάζη. Ο Καβάφης σαφώς απορρίπτει τη στάση του Φερνάζη, αλλά γνωρίζει κιόλας πως κανείς δε μπορεί να ισχυριστεί με απόλυτη ασφάλεια για τον εαυτό του πως ποτέ δεν έχει φερθεί ή δεν έχει σκεφτεί ανάλογα. Έτσι, ο υποτιθέμενος αφηγητής εμφανίζεται να εγκαταλείπει την ειρωνεία στο κλείσιμο του ποιήματος, τη στιγμή δηλαδή που ο Φερνάζης αποφασίζει υπέρ της αλήθειας, καθώς δημιουργείται η εντύπωση πως ο Φερνάζης επιστρέφει με αυτόν τον τρόπο στη δέουσα για έναν ποιητή επιλογή, στο σεβασμό δηλαδή της τέχνης του. Επί της ουσίας όμως η μεταστροφή του Φερνάζη δεν υποδηλώνει αναγκαία σεβασμό προς την τέχνη του, ούτε πως υπερίσχυσε μέσα του η ποιητική του συνείδηση. Είναι πολύ πιθανό πως ο Φερνάζης έχει και πάλι κατά νου την κολακεία, απλώς αυτή τη φορά σκοπεύει να τη στρέψει προς άλλους ηγεμόνες. Ο Καβάφης αφήνει σκοπίμως αμφίσημο αυτό το σημείο. 
Το ότι η υπεροψία, ο καιροσκοπισμός, η πρόταξη του προσωπικού συμφέροντος και η χρησιμοποίηση κάποτε ακόμη και δόλιων μέσων για την επίτευξη ατομικών επιδιώξεων είναι καταστάσεις που δεν αφορούν μόνο τον Δαρείο, τον Μιθριδάτη και τον Φερνάζη, είναι σαφές. Ωστόσο, ο Καβάφης που κρύβει την ειρωνική του διάθεση πίσω από τον τριτοπρόσωπο αφηγητή, δε διστάζει να γίνει αποδέκτης κι ο ίδιος της ειρωνείας που επιφυλάσσει στον επινοημένο ποιητή Φερνάζη. Οι ομοιότητες ανάμεσά τους είναι αρκετές (πρόκειται για ποιητές που συνθέτουν ποιήματα σε περίοδο πολέμου, επιλέγουν κι οι δύο το κεντρικό τους πρόσωπο από μια προγενέστερη εποχή, είναι αποδέκτες δριμείας επίκρισης) και μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε τον αυτοσαρκασμό του Καβάφη. Ωστόσο, η ειρωνεία που διατρέχει το ποίημα έχει ως αποδέκτη ακόμη και τον αναγνώστη που κρίνει εκ τους ασφαλούς τη στάση του Φερνάζη. Η υπεροψία, η ματαιοδοξία κι η επιθυμία προσωπικής ανάδειξης δεν είναι χαρακτηριστικά μόνο του επινοημένου Φερνάζη.

ð Πώς πραγματώνεται στο ποίημα η σύζευξη του ελληνικού στοιχείου με το ανατολικό;

Τα κύρια πρόσωπα του ποιήματος ο Δαρείος Α΄, ο Μιθριδάτης ΣΤ΄, αλλά και ο επινοημένος ποιητής Φερνάζης με το περσικό όνομα, καθιστούν εμφανή και κυρίαρχη την παρουσία του ανατολικού στοιχείου. Ωστόσο, ήδη με τον Μιθριδάτη το ελληνικό στοιχείο διαπλέκεται με το ανατολικό, καθώς ο βασιλιάς αυτός αντλούσε την καταγωγή του τόσο από την ανατολή, μέσω της γραμμής που τον συνέδεε με τον Δαρείο, όσο και από την Ελλάδα μέσω της μητέρας του, της Λαοδίκης. Η Λαοδίκη, κόρη του Αντιόχου Δ΄, αποτελούσε μέλος της οικογένειας των Σελευκιδών, οι ρίζες της οποίας ξεκινούσαν από τη Μακεδονία. Ο Μιθριδάτης, λοιπόν, χάρη στη μητέρα του είχε εκπαιδευτεί κατά τα ελληνικά πρότυπα και γνώριζε πολύ καλά την ελληνική γλώσσα. Στην ελληνική γλώσσα, άλλωστε, επιλέγει να συνθέσει το επικό του ποίημα και ο Φερνάζης, τιμώντας με αυτό τη διπλή καταγωγή του Μιθριδάτη. Το θέμα του ποιήματος είναι ο Δαρείος, ώστε να επαινεθεί η σύνδεσή του με τον οίκο των Αχαιμενιδών, αλλά συντίθεται σε ελληνική γλώσσα, ώστε να επαινεθεί και η σύνδεσή του με τη Μακεδονία και τον οίκο των Σελευκιδών.
Ο ποιητής Φερνάζης εντάσσει τον εαυτό του στους Καππαδόκες -η Βόρεια Καππαδοκία ήταν κομμάτι του βασιλείου του Μιθριδάτη-, προσεύχεται στους θεούς της Ασίας, χρησιμοποιεί ωστόσο την ελληνική γλώσσα ως μέσο ποιητικής έκφρασης. 
Ο Καβάφης, συνάμα, τοποθετεί τη δράση του ποιήματος στην Αμισό μια από τις σημαντικότερες πόλεις του ποντιακού βασιλείου, η οποία είχε ιδρυθεί αρκετούς αιώνες πριν από Έλληνες αποίκους. Το ελληνικό στοιχείο, άλλωστε, ήταν ισχυρό σε αρκετές πόλεις του Πόντου, ενώ πολλοί κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής είχαν εξοικειωθεί με τον ελληνικό πολιτισμό χάρη και στις προσπάθειες του Μιθριδάτη ΣΤ΄.

ð Από ποια ιστορική περίοδο αντλεί την έμπνευσή του ο Καβάφης; Να την τεκμηριώσετε με αναφορές σε στίχους του ποιήματος.

Η βασική ιστορική περίοδος από την οποία αντλεί ο Καβάφης την έμπνευσή του είναι η βασιλεία του Μιθριδάτη ΣΤ΄ (120 έως 63 π.Χ.). Ενώ, σημαντικό ρόλο παίζει και η αναφορά στον Δαρείο Α΄ (η βασιλεία του οποίου διήρκεσε από το 521 έως το 486 π.Χ.), μιας και η θεματική της υπεροψίας που χαρακτηρίζει τους εκάστοτε ηγεμόνες σχετίζεται με αυτόν∙ ωστόσο το ποίημα διαδραματίζεται στα χρόνια του Μιθριδάτη.
Στους στίχους 5,6 έχουμε την πρώτη αναφορά στον ένδοξο Μιθριδάτη, Διόνυσο κ’ Ευπάτωρ. Ενώ, στους στίχους 14,15 έχουμε την πρώτη αναφορά στο ξέσπασμα του πολέμου ενάντια στους Ρωμαίους. Θα πρέπει να σημειωθεί πως ο Μιθριδάτης ενεπλάκη τέσσερις φορές σε πόλεμο με τους Ρωμαίους, έχουμε δηλαδή 4 μιθριδατικούς πολέμους: 1ος 89-85 π.Χ., 2ος 83-81 π.Χ., 3ος 74-67 π.Χ., 4ος 66-63 π.Χ., εκ των οποίων επιλέγεται με σχετική πιθανότητα ο 3ος για τη χρονολογική τοποθέτηση των γεγονότων του ποιήματος. Σε αυτό μας κατευθύνει η αναφορά στην πόλη Αμισό και οι φόβοι του ποιητή Φερνάζη για την ασφάλειά της, υπό την έννοια πως ήταν στα χρόνια του 3ου μιθριδατικού πολέμου όπου η πόλη αυτή σχεδόν καταστράφηκε από τους Ρωμαίους. Κι είναι η καταστροφή της Αμισού που αποκλείει την τοποθέτηση του ποιήματος στα χρόνια του 4ου πολέμου. Ωστόσο, οι ρητορικές ερωτήσεις του Φερνάζη για το κατά πόσο θα μπορούσαν ποτέ οι Καππαδόκες να τα βγάλουν πέρα με τους Ρωμαίους, εγείρει το θέμα της προηγούμενης εμπειρίας των πολεμικών αναμετρήσεων. Αν το ποίημα τοποθετηθεί στα χρόνια του τρίτου πολέμου, τότε ο Φερνάζης θα έπρεπε να έχει υπόψη του πως ο Μιθριδάτης έχει αναμετρηθεί ξανά με τους Ρωμαίους, σημειώνοντας μάλιστα καίριες νίκες απέναντί τους. Είναι εντούτοις ο εθνικός προσδιορισμός που επιλέγει ο Φερνάζης «Καππαδόκες» που μας προσανατολίζει εκ νέου στον 3ο πόλεμο, καθώς μόνο μετά τον 2ο πόλεμο ο Μιθριδάτης κατόρθωσε να κρατήσει σταθερά υπό τον έλεγχό του την Καππαδοκία.
Αναφορές στην ιστορική περίοδο του ποιήματος έχουμε και στην 5η στροφή του ποιήματος, όπου ο Φερνάζης αναρωτιέται για την ασφάλεια της Αμισού (27,28), αναλογίζεται πόσο φρικτοί εχθροί είναι οι Ρωμαίοι (29) και κατά πόσο οι Καππαδόκες είναι σε θέση να τους αντιμετωπίσουν (30,31,32).

ð Πώς κρίνετε τη στάση του ποιητή απέναντι στην εξουσία, όπως προκύπτει από το ποίημα;

Ο Φερνάζης με την επιδίωξή του να συνθέσει ένα επικό ποίημα για τον Δαρείο, μακρινό πρόγονο του Μιθριδάτη, στοχεύει στο να κερδίσει την εύνοια του βασιλιά και μέσω αυτού την καταξίωσή του. Η στάση του ποιητή φαίνεται πως κινείται από αμιγώς ωφελιμιστικά κίνητρα, ωστόσο σε πρώτη ανάγνωση δεν χαρακτηρίζεται από πλήρη υποταγή στις πιθανές αρέσκειες του βασιλιά. Ο Φερνάζης διατηρεί σ’ ένα βαθμό την ποιητική του συνείδηση, γι’ αυτό και κατά τη σύνθεση του ποιήματός του προβληματίζεται για το κατά πόσο θα πρέπει να καταφύγει στην κολακεία, προδίδοντας έτσι την αλήθεια και την εγκυρότητα του ποιητικού του έργου. Ο προβληματισμός αυτός, ωστόσο, υπονομεύεται όταν γίνεται εμφανής η απελπισία του ποιητή μπροστά στην είδηση της έναρξης του πολέμου. Ο Φερνάζης το είχε θετικό ν’ αναδειχθεί με τον «Δαρείο» και άρα το δίλημμά του σχετικά με τα συναισθήματα του Δαρείου, δεν επρόκειτο να σταθεί εμπόδιο στην ολοκλήρωση του ποιήματος και στα σχέδια του ποιητή να διεκδικήσει την εύνοια του Μιθριδάτη.
Ο Φερνάζης απελευθερώνεται από την ανάγκη να κολακεύσει το βασιλιά κι από τους δισταγμούς που του προκαλούσε η εξάρτησή του από αυτόν, η σχέση υποταγής απέναντί του, όταν αρχίζει να συνειδητοποιεί πως ο Μιθριδάτης ίσως ηττηθεί σ’ αυτόν τον πόλεμο. Μόνο τότε ο ποιητής αισθάνεται ότι μπορεί να επεξεργαστεί ελεύθερα την ποιητική του ιδέα, χωρίς να έχει κατά νου μια ενδεχόμενη δυσαρέσκεια του βασιλιά του. Καθίσταται, επομένως, σαφές πως ο Φερνάζης βρίσκεται σε πλήρη σχέση εξάρτησης απέναντι στην εξουσία, κάτι που επιβεβαιώνεται κι από το ενδεχόμενο η επιλογή υπέρ της ιστορικής αλήθειας να γίνεται έχοντας λάβει υπόψη του τη διαφαινόμενη επικράτηση των Ρωμαίων. Έτσι, ο Φερνάζης ως δημιουργός δεν είναι διατεθειμένος να έρθει σε ρήξη με τον εκάστοτε ηγεμόνα, καθώς εξαρτά από αυτόν την ανάδειξη και αναγνώριση της ποιητικής του αξίας και ικανότητας.

ð Ποια γνωρίσματα της ποιητικής γραφής του Καβάφη μπορείτε να επισημάνετε σ’ αυτό το ποίημα;

Θεατρικότητα: Με την εναλλαγή στις αφηγηματικές φωνές και το πέρασμα από την τριτοπρόσωπη στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ο ποιητής προσδίδει ζωντάνια και παραστατικότητα στο ποίημα. Στη θεατρικότητα συμβάλλει και η αναπάντεχη είσοδος του υπηρέτη, ο οποίος καταφτάνει τρέχοντας, όπως και η προσφώνηση του Φερνάζη προς τους θεούς της Ασίας.
Ειρωνεία: Στην ποίηση του Καβάφη η ειρωνεία αποκτά πολλές εκφάνσεις και αποτελεί ουσιαστικά το υλικό που δίνει στην ποίησή του τη μοναδικότητά της. Ο Καβάφης, κάποιες φορές, δημιουργεί την αίσθηση της ειρωνείας με την αντίθεση που εμφανίζεται ανάμεσα στα λεγόμενα ή στα σχέδια των προσώπων του ποιήματος και στην τελική έκβαση των γεγονότων (δραματική ειρωνεία). Άλλοτε, χρησιμοποιεί την τραγική ειρωνεία, κυρίως στα ιστορικά του ποιήματα, οπότε οι αναγνώστες γνωρίζουν την εξέλιξη που θα έχουν τα πρόσωπα αυτά και κατανοούν πότε οι ήρωες κινούνται προς την καταστροφή (η τελική ήττα του Μιθριδάτη είναι γνωστή στους αναγνώστες). Παράλληλα, ο ποιητής καταφεύγει συχνά και στη λεκτική ειρωνεία, όπως την αντιλαμβανόμαστε στην καθημερινή μας ομιλία, σχολιάζοντας εμπαικτικά πράξεις ή σκέψεις των προσώπων που παρουσιάζονται στα ποιήματά του.
Γλώσσα: Ο Κωνσταντίνος Καβάφης στην ποίησή του χρησιμοποιεί μια ιδιότυπη γλώσσα που κινείται ανάμεσα στη δημοτική και την καθαρεύουσα, εμπλουτισμένη παράλληλα με στοιχεία του πολίτικου ιδιώματος. Η γλωσσική μορφή που προκύπτει από το συγκερασμό αυτό είναι αρκετά ξεχωριστή, αλλά δε θα πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος της έχει ως βάση τη δημοτική γλώσσα. Ο ποιητής δεν επιδιώκει να απομακρυνθεί από τη γνήσια λαϊκή γλώσσα και γι’ αυτό η καθαρεύουσα υπάρχει στο βαθμό μόνο που εξυπηρετεί την ακρίβεια της διατύπωσης και τη συντήρηση της πεζολογικής αίσθησης στο ύφος των ποιημάτων του.
Σύμβολα: Η ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη δεν επικεντρώνεται στο ατομικό περιστατικό ή την αλήθεια ενός προσώπου, είναι ποίηση που επιχειρεί να αποτυπώσει διαπιστώσεις για τη ζωή οι οποίες να εκφράζουν μια καθολική αλήθεια. Ο Καβάφης ήταν ένας βαθιά σκεπτόμενος άνθρωπος που με την οξυδερκή παρατηρητικότητά του, με τη συνεχή μελέτη, καθώς και τις προσωπικές του εμπειρίες είχε κατορθώσει να δημιουργήσει μια στέρεα θεωρία για τους βασικούς αρμούς της ζωής των ανθρώπων. Η ατομική ελευθερία, ο θάνατος, η αξιοπρέπεια, η ήττα, το ηθικό χρέος, οι προσωπικές επιδιώξεις και η ανάγκη για ανανέωση, διατρέχουν και συνέχουν τις πράξεις των περισσότερων ανθρώπων. Επιθυμία του ποιητή ήταν να καταγράψει τη δική του θέση για όλες αυτές τις βασικές θεματικές, με τρόπο όμως καθαρά ποιητικό, ώστε το έργο του να μην καταλήξει να μοιάζει με εγχειρίδιο πρακτικής φιλοσοφίας, και παράλληλα με τρόπο που να αποκαλύπτει την καθολικότητα της αλήθειας που διατυπώνεται, χωρίς να τίθενται περιορισμοί στην οπτική γωνία θέασης του ποιητή. Η επίτευξη του στόχου αυτού πραγματοποιήθηκε από τον ποιητή με τη συχνή χρήση συμβόλων στην ποίησή του, τα περισσότερα από τα οποία αντλήθηκαν από την ιστορία. Ο Δαρείος και ο Μιθριδάτης, για παράδειγμα, συμβολίζουν με τη στάση τους την υπέρμετρη φιλοδοξία των ανθρώπων που συχνά τους οδηγεί σε πράξεις βίαιες και ανήθικες, προκειμένου να κατακτήσουν ή να επεκτείνουν την εξουσία τους. Κι είναι αυτή η φιλοδοξία που κάποτε τους οδηγεί στη συντριβή τους, όπως η απόφαση του Μιθριδάτη να έρθει αντιμέτωπος με τους Ρωμαίους.
Πολιτική διάσταση: Ο Κωνσταντίνος Καβάφης στην ποίησή του εντάσσει εικόνες πολιτικής συμπεριφοράς, ιστορικών ή φανταστικών προσώπων, άλλοτε για να αναδείξει εκείνες που ενέχουν πολιτικό ήθος και άλλοτε για να στηλιτεύσει εκείνες που αποτελούν ένδειξη εκφυλισμού. Με τον τρόπο αυτό ο ποιητής κατορθώνει να μας περάσει τα μηνύματά του με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο, αποδεσμεύοντας παράλληλα τις πολιτικές συμπεριφορές από τα σύγχρονα γεγονότα. Ο Καβάφης ανατρέχει, λοιπόν, στην ιστορία και επιλέγει να αναπαραστήσει στα ποιήματά του συμπεριφορές που είτε τις θεωρεί σωστές και άξιες θαυμασμού είτε τις βλέπει ως δείγματα ηθικής κατάπτωσης. Το μήνυμα του ποιητή που διατρέχει όλα αυτά τα ποιήματα είναι ξεκάθαρο, όσο κι αν περάσουν τα χρόνια η φύση του ανθρώπου παραμένει κατά βάση ίδια. Ο άνθρωπος είναι πάντοτε ικανός να επιλέξει μια σωστή και ηθική συμπεριφορά αλλά είναι το ίδιο ικανός να προτιμήσει την ευκολία και τον πλούτο της ανηθικότητας.
Διδακτισμός: Ο Κωνσταντίνος Καβάφης είχε πάντοτε την πρόθεση να μεταδίδει με την ποίησή του σημαντικά μηνύματα προς τους αναγνώστες του. Σε αντίθεση με άλλους ποιητές που ενδιαφέρονταν περισσότερο για την τεχνική αρτιότητα των ποιημάτων τους, ακολουθώντας ποικίλα μέτρα, εμπλουτίζοντας τα έργα τους με ομοιοκαταληξίες και διατηρώντας με αυστηρότητα τον αριθμό των συλλαβών κάθε στίχου, θυσιάζοντας σε αυτά το περιεχόμενο του ποιήματος, ο Καβάφης έθεσε ως βασική προτεραιότητα της δικής του ποίησης το περιεχόμενο και απάλλαξε την ποίησή του από οτιδήποτε θα τον περιόριζε να εκφράσει με πληρότητα αυτό που ήθελε. Η ποίησή του είναι συχνά φορέας ηθικών μηνυμάτων και συμβουλών για την ενδεδειγμένη στάση ζωής των ατόμων, αποπνέοντας μια έντονη διάθεση διδακτισμού, κάτι που θα μπορούσε να αναιρέσει την ποιητικότητα του έργου του, αν ο ποιητής δε φρόντιζε να συγκαλύψει το διδακτισμό αυτό με μια εμπνευσμένη αξιοποίηση της ιστορίας και των αρχαιοελληνικών μύθων.
Αμφισημία στην παρουσίαση των προσώπων: Ο Καβάφης αρκετά συχνά καταφεύγει στην ποίησή του σ’ έναν τρόπο παρουσίασης των προσώπων που δεν επιτρέπει πάντοτε στον αναγνώστη να σχηματίσει μια ξεκάθαρη γνώμη για τη στάση ή τα κίνητρά τους. Με τον τρόπο αυτό ο ποιητής αφήνει ανοικτή την ερμηνεία του ποιήματος και πολύ περισσότερο δε δεσμεύει τον αναγνώστη σε μία μονοσήμαντη θέαση της πραγματικότητας, όπως άλλωστε σπάνια υπάρχουν μονοσήμαντες καταστάσεις στην πραγματική ζωή. Μ’ έναν τέτοιο αμφίσημο τρόπο κλείνει ο Δαρείος, καθώς η τελική επιλογή του Φερνάζη υπέρ της ιστορικής αλήθειας μπορεί να γίνεται είτε επειδή ο ποιητής επανέρχεται στην αμιγή ποιητική του ιδιότητα και δείχνει τον πρέποντα σεβασμό στην τέχνη του είτε επειδή διαβλέπει την επικράτηση των Ρωμαίων, οπότε επιλέγει να γράψει αρεστά ως προς τους νέους ηγεμόνες.
Χρήση της ιστορίας ως πηγή έμπνευσης: Ο Κωνσταντίνος Καβάφης αγαπούσε ιδιαίτερα την ιστορία, μελετούσε συνεχώς ιστορικά βιβλία και ήταν βαθύς γνώστης των γεγονότων της ελληνιστικής και της βυζαντινής περιόδου. Η αγάπη του για την ιστορία μάλιστα είχε ως απόρροια τη δημιουργία αρκετών ποιημάτων που είτε έχουν ως βάση τους ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα (Δαρείος, Μιθριδάτης) είτε έχουν συντεθεί έτσι ώστε να θυμίζουν κάποια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, χωρίς όμως να αναφέρονται σε κάποιο υπαρκτό πρόσωπο ή γεγονός. Ο ποιητής επιλέγει για τα ποιήματά του κυρίως εποχές παρακμής και ηττημένα ιστορικά πρόσωπα, εστιάζοντας την προσοχή του περισσότερο στις στιγμές που η πραγματικότητα φέρνει τα πρόσωπα αντιμέτωπα με την πτώση και τον εκφυλισμό των αξιών, χωρίς να λείπουν βέβαια και οι αναφορές σε στιγμές ηθικού μεγαλείου. Ο Καβάφης αξιοποιεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ιστορία για να αντλήσει συμπεριφορές, περιστατικά και γεγονότα που εν δυνάμει μπορούν να λειτουργήσουν ως φορείς σημαντικών μηνυμάτων για το σύγχρονο αναγνώστη.
Πεζολογικό ύφος γραφής: Ο Καβάφης στην ποίησή του δεν επιδιώκει το λυρισμό ή τη χρήση ποιητικών λέξεων. Προτιμά τη χρήση καθημερινής, πεζολογικής έκφρασης που κρατά την προσοχή του αναγνώστη στο περιεχόμενο του ποιήματος.
Στιχουργικές παρατηρήσεις: Χρήση ελεύθερων ανισοσύλλαβων στίχων, απουσία ομοιοκαταληξίας. Χρήση ιαμβικού μέτρου (μία άτονη συλλαβή, μία τονισμένη), το οποίο ωστόσο δεν είναι πάντα ευδιάκριτο. Ύπαρξη χασμωδιών, έχουμε δηλαδή φωνήεν ή δίφθογγο στο τέλος της μίας λέξης και στην αρχή της επόμενης, τις οποίες ο ποιητής δεν επιχειρεί να αποφύγει (π.χ. ποιητική ιδέα). 
Στίξη: Ο Καβάφης δίνει πολύ μεγάλη προσοχή στη χρήση της στίξης, καθώς μέσω αυτής καθοδηγεί την ανάγνωση, καθορίζει παύσεις σε σημεία που πρέπει να προσεχθούν και τονίζει συναισθηματικές καταστάσεις. Ενώ συνάμα τη χρησιμοποιεί και ως μέσο αισθητοποίησης της ειρωνείας.
Λιτότητα στην έκφραση: Ο Καβάφης αποφεύγει τα περίτεχνα σχήματα λόγου διατηρώντας μια σαφή απλότητα στην έκφρασή του. Έτσι, στο ποίημά του εντοπίζουμε κυρίως ρητορικές ερωτήσεις, επαναλήψεις λέξεων ή φράσεων, μία επίκληση και επιλεκτική χρήση επιθέτων κυρίως για να εκφραστεί μέσω αυτών η λεκτική ειρωνεία. 
Ρεαλισμός: Ο Καβάφης προσεγγίζοντας θέματα ιδιαίτερης σημασίας για την ποιητική τέχνη, όπως είναι η στάση των ποιητών απέναντι στην εξουσία, επιλέγει σταθερά στην ποίησή του τη ρεαλιστική γραφή.
Αποστασιοποίηση: Ένα διαρκές ζητούμενο για τον Καβάφη είναι η επίτευξη της αποστασιοποίησης και της ελαχιστοποίησης της δικής του εμπλοκής στις πραγματευόμενες ιδέες των ποιημάτων του. Για το σκοπό αυτό μεταθέτει χρονικά τα διαδραματιζόμενα γεγονότα και χρησιμοποιεί είτε φανταστικά πρόσωπα στα οποία αναθέτει την αφήγηση είτε αξιοποιεί την τριτοπρόσωπη αφήγηση. Στο Δαρείο μάλιστα έχουμε συνδυαστικά και τριτοπρόσωπο αφηγητή αλλά και τον επινοημένο ποιητή Φερνάζη.

ð Πώς ερμηνεύετε την τελευταία στροφή του ποιήματος;

Ο Φερνάζης κατακλυσμένος από συναισθήματα απογοήτευσης για την ανατροπή των σχεδίων του, αλλά και φόβου λόγω του πολέμου που έχει ξεκινήσει με τους Ρωμαίους, συνεχίζει να επεξεργάζεται στη σκέψη του την ποιητική ιδέα. Του αποδίδεται έτσι ένα γνώρισμα που αναλογεί στους ποιητές εκείνους που είναι πραγματικά αφοσιωμένοι στο έργο τους κι οποίοι έχουν πάντοτε προσηλωμένη τη σκέψη τους στο έργο τους. Έτσι, παρά την αναστάτωσή του, όχι μόνο δεν εγκαταλείπει την ποιητική του ιδέα, αλλά την προσεγγίζει πλέον υπό το φως των νέων δεδομένων. Σε πρώτο επίπεδο ο Φερνάζης εν μέσω του πολέμου απαλλάσσεται από την ανάγκη να κολακεύσει τον Μιθριδάτη και επιλέγει την αλήθεια για τα συναισθήματα του Δαρείου. Σε αυτή την επιλογή τον βοηθά να φτάσει άλλωστε και το παράτολμο της απόφασης του Μιθριδάτη που πιστοποιεί την υπεροψία των φιλόδοξων ηγεμόνων.
Ωστόσο, σε δεύτερο επίπεδο κινείται η ειρωνεία που στρέφεται και προς τον ίδιο τον ποιητή. Η υπεροψία και η μέθη που διέκριναν κάποτε τον Δαρείο και παρασύρουν τώρα τον Μιθριδάτη, εντοπίζονται και στη στάση του Φερνάζη. Κινούμενος από υπεροψία κι από τη διάθεση να αποστομώσει τους ομοτέχνους του φιλοδόξησε να συνθέσει ένα επικό ποίημα που θα λειτουργούσε ως η οριστική επισφράγιση της λογοτεχνικής του καταξίωσης, μη λαμβάνοντας υπόψη πως τα δεδομένα της πραγματικότητας αλλάζουν γοργά και πως δεν έχει τη δύναμη επί της ουσίας να ελέγξει το μέλλον και την πορεία που θα ακολουθήσουν τα πράγματα.
Προφανές, βέβαια, και το ενδεχόμενο ο Φερνάζης να καταλήγει στην επιλογή της υπεροψίας και της μέθης έχοντας κατά νου πως η επόμενη μέρα θα βρει τους Ρωμαίους νικητές και ηγεμόνες της περιοχής. Ο ποιητής άρα γράφει πλέον όχι για τον Μιθριδάτη, αλλά για ένα διαφορετικό κοινό που δεν θα έχει κανένα λόγο να αξιώνει κολακείες υπέρ του Δαρείου.

ð Πώς αντιμετωπίζει ο Φερνάζης την έναρξη του πολέμου με τους Ρωμαίους και με ποιο τρόπο επηρεάζει η πραγματικότητα αυτή την ποιητική του έμπνευση;

[Να σχολιαστούν οι σκέψεις του Φερνάζη που αναφέρονται στις συνέπειες του πολέμου στο επικό ποίημά του, στην ασφάλεια της Αμισού και στην τελική διαμόρφωση της έμπνευσής του. Φαίνεται πως ο ποιητής «όσο κι αν ρέπει προς την κολακεία, όσο κι αν ασχολείται υπερβολικά με τα εγκόσμια, όμως είναι γνήσιος λειτουργός της τέχνης».]

Το ξέσπασμα του πολέμου προκαλεί μεγάλη αναστάτωση στον Φερνάζη, καθώς του ανατρέπει τα σχέδια για την καταξίωσή του μέσω του επικού ποιήματος που γράφει για τον Δαρείο. Αρχικά ο ποιητής αντικρίζει αυτόν τον πόλεμο ως μια άκρως ανεπιθύμητη αναβολή στις προσωπικές του επιδιώξεις, ωστόσο στην πορεία και καθώς σκέφτεται περισσότερο τις ελλιπείς δυνατότητες του ποντιακού βασιλείου, αρχίζει να συνειδητοποιεί πως η όλη κατάσταση μπορεί να μην είναι μια απλή αναβολή. Ίσως ο πόλεμος αυτός να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια του βασιλείου, ίσως μάλιστα να σημάνει και το τέλος της ηγεμονίας του Μιθριδάτη.
Ωστόσο, παρά την απόγνωση στην οποία περιέρχεται ο ποιητής και παρά το κλίμα φόβου και ανασφάλειας που δημιουργείται, συνεχίζει να επεξεργάζεται στη σκέψη του την ποιητική του ιδέα. Καταλήγει, λοιπόν, πως ο Δαρείος θα είχε υπεροψία και μέθη όταν παρέλαβε την εξουσία της Περσίας. Επιλύει επομένως το αρχικό του δίλημμα επιλέγοντας την εκδοχή που θα ήταν λιγότερο αρεστή στον Μιθριδάτη.
Η αλλαγή στη στάση του Φερνάζη και η απόρριψη της αναληθούς εκδοχής που μόνο της στόχο είχε την κολακεία προς τον βασιλιά συνδέεται άμεσα με την έναρξη του πολέμου. Η ερμηνεία εντούτοις αυτής της επίδρασης δεν μπορεί να δοθεί με απόλυτη βεβαιότητα, καθώς ο ποιητής αφήνει σκοπίμως ασαφή τα κίνητρα του Φερνάζη. Μπορούμε πάντως να λάβουμε υπόψη μας τις ακόλουθες πιθανές ερμηνείες:
- Η απόφαση του Μιθριδάτη να συγκρουστεί με τους Ρωμαίους σε μια αναμέτρηση που δύσκολα θα μπορούσε να τον αναδείξει νικητή, επιβεβαιώνει την αλήθεια της ποιητικής ιδέας του Φερνάζη. Κάποτε δηλαδή οι φιλόδοξοι και πάντοτε ορεγόμενοι περισσότερη δύναμη ηγέτες φέρονται με τρόπο υπεροπτικό που στερείται της αναγκαίας νηφαλιότητας. Άρα ο Μιθριδάτης με την ριψοκίνδυνη επιλογή του πιστοποιεί την εγκυρότητας της ερμηνείας που ήθελε να δώσει ο Φερνάζης για τα συναισθήματα του Δαρείου.
- Το κλίμα ανασφάλειας που δημιουργείται με την έκρηξη του πολέμου κι ο φόβος που καταλαμβάνει τον Φερνάζη λειτουργούν απελευθερωτικά σε σχέση με την πρόθεσή του να κολακεύσει τον Μιθριδάτη. Όπως το σκέφτεται ο ποιητής, ίσως ο πόλεμος αυτός να μη συνιστά μια απλή αναβολή στα σχέδιά του, ίσως ο πόλεμος αυτός να τα ανατρέψει πλήρως. Το ενδεχόμενο να μη διαβάσει ποτέ ο Μιθριδάτης αυτό το ποίημα είναι πλέον ορατό.
- Το ξέσπασμα του πολέμου κι η αίσθηση του Φερνάζη πως οι δυνάμεις των Ρωμαίων είναι κατά πολύ ισχυρότερες, καθιστούν πιθανό το γεγονός πως ο ποιητής αρχίζει πολύ γρήγορα να προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα και να σκέφτεται πως με μια ενδεχόμενη ήττα του Μιθριδάτη, οι Ρωμαίοι θα είναι οι νέοι άρχοντες της περιοχής. Ο Φερνάζης, επομένως, όχι μόνο απελευθερώνεται από την ανάγκη να κολακεύσει τον Μιθριδάτη, αλλά σκέφτεται ήδη τη διάδοχη κατάσταση.

[Ας σημειωθεί, πάντως, πως οι στρατιωτικές δυνάμεις με τις οποίες ο Μιθριδάτης εισέβαλε στη Βιθυνία αποτελούνταν από 140.000 πεζούς οπλίτες, 16.000 ιππείς και 100 δρεπανηφόρα άρματα. Ενώ οι Ρωμαίοι εκείνη την εποχή (74 π.Χ.) είχαν μόλις δύο λεγεώνες διαθέσιμες στην περιοχή της Βιθυνίας. Κάθε λεγεώνα αποτελούταν από 6.000 εθελοντές ημιεπαγγελματίες.]

ð Πώς παρουσιάζεται στο ποίημα η στάση του Φερνάζη απέναντι στο βασιλιά Μιθριδάτη και στους άλλους ποιητές της αυλής;

[Η παράθεση του τίτλου και των μεγαλοπρεπών ονομάτων του Μιθριδάτη ίσως αποκαλύπτει τη διάθεση του Φερνάζη να κολακεύσει το βασιλιά με το επικό ποίημά του, για να αναδειχθεί έτσι και να αποστομώσει τους επικριτές του. Τα ονόματα του Μιθριδάτη επαναλαμβάνονται και στους στίχους17-18 με εμφανή την ειρωνεία του ποιητή, γιατί ο βασιλιάς την κρίσιμη αυτή ώρα του πολέμου θα πρέπει να αποδείξει έμπρακτα τη δύναμη και την αξία των τίτλων του. Η σχέση του με τους άλλους αυλικούς παρουσιάζεται ανταγωνιστική.]

Ο Φερνάζης θέλει να κερδίσει την εύνοια του Μιθριδάτη συνθέτοντας ένα επικό ποίημα για τον πρόγονό του Δαρείο Α΄. Φιλοδοξεί έτσι πως μέσω της αναγνώρισης που θα λάβει από το βασιλιά του θα αναδειχθεί και θα αποστομώσει τους επικριτές του. Ο Φερνάζης με τις υπερβολικές και εκτενείς εκφράσεις που χρησιμοποιεί όταν αναφέρεται στο Μιθριδάτη εκφράζει τη δουλικότητά του απέναντι στον βασιλιά, προς τον οποίο αισθάνεται την οικειότητα του αφοσιωμένου υπηκόου «ο ένδοξός μας βασιλεύς, ο Μιθριδάτης, Διονυσος κ’ Ευπάτωρ». Ωστόσο, ο θαυμασμός για τον ένδοξο βασιλιά και η αφοσίωση σε αυτόν τίθενται σε δοκιμασία όταν γίνεται γνωστό πως ο Μιθριδάτης ξεκίνησε πόλεμο με τους Ρωμαίους. Ο Φερνάζης τότε εκφράζει το φόβο του πως δεν είναι δυνατόν για τους Καππαδόκες να τα βγάλουν πέρα με τις ρωμαϊκές λεγεώνες, εκφράζοντας έτσι εμμέσως τη δυσπιστία του τόσο σε σχέση με τις ικανότητες του Μιθριδάτη, όσο και σε σχέση με το λογικό και θεμιτό της απόφασής του να συγκρουστεί με τους Ρωμαίους. Η υπεροψία και η μέθη, τα συναισθήματα που προφανώς χαρακτήριζαν τον Δαρείο, βρίσκουν τώρα το ανάλογό τους και στο παράτολμο των πράξεων του Μιθριδάτη.
Ο Φερνάζης, άλλωστε, όπως γίνεται αντιληπτό από την πορεία των συλλογισμών του, αντιμετωπίζει τον Μιθριδάτη ως μέσο για την προσωπική του ανάδειξη. Ο σεβασμός και η αφοσίωσή του προς τον βασιλιά δεν είναι παρά μια επιφανειακή στάση ενός ανθρώπου που ενδιαφέρεται μόνο για τα δικά του συμφέροντα. Μόλις ο Φερνάζης συνειδητοποιήσει πως οι Ρωμαίοι είναι πολύ πιθανό να διαδεχτούν τον Μιθριδάτη στην εξουσία του τόπου, εγκαταλείπει τους ενδοιασμούς που του προκαλούσε η πρόθεσή του να κολακεύσει τον βασιλιά κι επιλέγει να γράψει την αλήθεια για τον Δαρείο. Ο Φερνάζης, έτσι, πολύ γρήγορα προσαρμόζεται στα υπό διαμόρφωση νέα δεδομένα και ετοιμάζεται να εκφράσει την αφοσίωσή του στους νέους άρχοντες.
Σε ό,τι αφορά τη στάση του απέναντι στους άλλους ποιητές της αυλής είναι σαφές πως διαπνέεται από μια αμιγώς ανταγωνιστική διάθεση. Ο Φερνάζης αντικρίζει τους ομοτέχνους του ως ζηλόφθονους επικριτές, τους οποίους πρέπει τελειωτικά να αποστομώσει με την επιτυχία του επικού του ποιήματος. Για τον Φερνάζη το να γίνει ευνοϊκά δεκτό το ποίημά του από τον Μιθριδάτη έχει, πέρα από κάθε άλλο όφελος, και αυτή τη σημασία∙ θα του προσφέρει τη δυνατότητα να παύσει οριστικά κάθε εις βάρος του επικριτικό σχόλιο και θα δείξει στους άλλους ποιητές πως είναι ως προς όλα ικανός να εντυπωσιάσει με την τέχνη του τον κοινό τους άρχοντα. Η επιτυχία εδώ του Φερνάζη θα κριθεί, όχι τόσο με βάση την καλλιτεχνική αξία του έργου του, όσο σε σχέση με τον αντίκτυπο που θα έχει αυτό στον Μιθριδάτη. Αν το ποίημα αποτελέσει έναν έπαινο αρεστό στον βασιλιά, τότε χάρη στα προνόμια και τις απολαβές που θα του αποδώσει εκείνος, θα μπορεί να καθορίσει και την έκταση της επιτυχίας του ποιήματός του και άρα της δικής του καταξίωσης.

ð Πώς σκιαγραφείται η προσωπικότητα του Φερνάζη στο ποίημα;

Ο Φερνάζης με τη βασική του επιδίωξη να συνθέσει ένα επικό ποίημα για να κερδίσει την εύνοια του βασιλιά Μιθριδάτη, παρουσιάζεται ως ένας αυλοκόλακας. Ένας ποιητής δηλαδή που είναι έτοιμος να χρησιμοποιήσει την τέχνη του μόνο και μόνο για να επαινέσει τον άρχοντα υπό την προστασία του οποίου ζει. Ωστόσο, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη πως με το δίλημμα που τίθεται στην πρώτη κιόλας στροφή ο Φερνάζης μοιάζει να μην είναι ολότελα χωρίς καθαρή ποιητική συνείδηση. Ενώ θα μπορούσε να στραφεί απευθείας στην επιλογή της κολακείας και του ψευδούς επαίνου, εκείνος διστάζει, σκέφτεται και την επιλογή της αλήθειας, έστω κι αν αυτή θα λειτουργούσε αρνητικά για τα σχέδιά του.
Η αντίδρασή του βέβαια, όταν μαθαίνει για το ξέσπασμα του πολέμου, φανερώνει πως επί της ουσίας ήταν απόλυτα αποφασισμένος να ολοκληρώσει το ποίημά του και να ξεπεράσει με κάποιο τρόπο το αρχικό του δίλημμα. Μόνος του στόχος καθώς φαίνεται ήταν, μέσω του επικού του ποιήματος, να αναδειχθεί και να θέσει μια και καλή τέρμα στις εις βάρος του επικρίσεις από τους ζηλόφθονους επικριτές του, από τους άλλους ποιητές δηλαδή της βασιλικής αυλής, που επίμονα αμφισβητούσαν το ποιητικό του ταλέντο και την αξία του. Η απόγνωσή του μπροστά στον πόλεμο, που σχετίζεται πρωτίστως με την αναβολή ή και την πιθανή ματαίωση των προσωπικών του σχεδίων, δείχνει πως ο Φερνάζης είχε εναποθέσει όλες του τις ελπίδες στην ολοκλήρωση αυτού του ποιήματος. Έτσι μπροστά στους πολλούς κινδύνους που επιφυλάσσει ένας πόλεμος, εκείνος προτάσσει την αναβολή στα σχέδιά του και φανερώνει τον εγωκεντρισμό του και την έμμονη προσήλωσή του στις ατομικές του επιδιώξεις και επιθυμίες.
Καθώς, μάλιστα, συνειδητοποιεί καλύτερα τις συνέπειες που μπορεί να έχει ο πόλεμος, ο Φερνάζης εκδηλώνει το φόβο και την ανασφάλειά του∙ χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου που δε θα αναλάμβανε ποτέ μια ενεργή συμμετοχή στις πολεμικές συγκρούσεις, ενός ανθρώπου που απέχει από τη δράση και τη δυναμική προάσπιση της ασφάλειας της δικής του και των γύρω του. Κι είναι τέτοιας έντασης ο φόβος του, ώστε ο ποιητής στρέφεται στις επικλήσεις προς τους μεγάλους θεούς, τους προστάτες της Ασίας (αν και εξελληνισμένος, ο φόβος τον ωθεί προς τους πατρογονικούς του θεούς).
Ωστόσο, παρά το φόβο του και παρά τη μεγάλη του απογοήτευση ο Φερνάζης δεν χάνει την ποιητική του ιδιότητα, συνεχίζει να επεξεργάζεται την ποιητική του ιδέα και μπροστά στη δίνη του πολέμου προκρίνει τελικά την καταγραφή της αλήθειας. Επιλογή, η οποία ίσως να φανερώνει τον καιροσκοπικό του χαρακτήρα, μιας και καθώς διαφαίνεται πως μια πιθανή ήττα του Μιθριδάτη θα έφερνε αλλαγή στην εξουσία του τόπου, ο Φερνάζης μοιάζει έτοιμος να προσαρμοστεί στις νέες καταστάσεις και να υπηρετήσει πια τους νέους ηγέτες.
Αν αυτή είναι η σκέψη που ωθεί τον Φερνάζη να επιλέξει την αλήθεια σχετικά με τα συναισθήματα του Δαρείου, τότε καθίσταται σαφές πως ο ποιητής αυτός είναι πρόθυμος να εκμεταλλευτεί οποιεσδήποτε περιστάσεις προκειμένου να εξυπηρετήσει τα προσωπικά του συμφέροντα.

ð Πώς ερμηνεύετε το νόημα του στίχου 20: «Μέσα σε πόλεμο – φαντάσου, ελληνικά ποιήματα.»;

Ο Φερνάζης σκέφτεται πως με το ξέσπασμα του πολέμου δεν υπάρχει πια περίπτωση να ασχοληθεί ο Μιθριδάτης με το επικό ποίημα που συνθέτει για να τον τιμήσει. Η εικόνα και μόνο του φαίνεται αδιανόητη, γι’ αυτό και σχολιάζει εμφατικά, φαντάσου ν’ ασχολείται με ελληνικά ποιήματα μέσα σε πόλεμο. Ωστόσο, στη φράση αυτή εντοπίζεται μια πολύ ουσιαστικότερη σκέψη σχετικά με το ρόλο της ποίησης στις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας. Το ερώτημα που λανθάνει είναι κατά πόσο καθίσταται περιττή ή ανώφελη η ενασχόληση με την ποιητική τέχνη κατά τη διάρκεια σημαντικών γεγονότων, όπως είναι μια περίοδος πολεμικών συγκρούσεων. Κι ενώ η προφανής απάντηση για τον Φερνάζη είναι πως η ποίηση δεν έχει θέσει σε μια τέτοια περίοδο, στην πραγματικότητα το ζήτημα επιλύεται με μια διαφορετική προσέγγιση. Η ποίηση οφείλει να είναι παρούσα ακόμη και σε τόσο κρίσιμες στιγμές και πολύ περισσότερο, ιδίως, σε τόσο κρίσιμες στιγμές, διαπραγματευόμενη όμως ακριβώς τα αίτια, τις πηγές και τη φύση του ζητήματος που απασχολεί και επηρεάζει τη ζωή των ανθρώπων εκείνη την περίοδο. Η ποίηση δεν είναι μια επιφανειακή τέχνη που προορίζεται μόνο για τις στιγμές της σχόλης και της αδράνειας. Είναι μια ζωντανή, ενεργή τέχνη που έχει να προσφέρει κάθε στιγμή καίριους προβληματισμούς, ηθική στήριξη, αλλά και σκέψεις που μπορούν να βοηθήσουν στην καθαρότερη και ουσιαστικότερη θέαση των πραγμάτων.
Ας σημειωθεί, επίσης, πως το επίθετο ελληνικά, που υπενθυμίζει τη γενικευμένη χρήση της ελληνικής γλώσσας στα ελληνιστικά βασίλεια, λειτουργεί εδώ με τρόπο υπονομευτικό, καθώς ο Φερνάζης εμφανίζεται να θεωρεί απίθανο όχι απλώς το γεγονός ν’ ασχοληθεί ο Μιθριδάτης με ποιήματα, αλλά ειδικότερα με ελληνικά ποιήματα. Διαπίστωση που εμμέσως υποδηλώνει τη μη ουσιαστική επαφή του Μιθριδάτη με την ελληνική παιδεία, παρά το γεγονός πως ήταν γνώστης της ελληνικής γλώσσας και κατά τη διάρκεια της βασιλείας του φρόντισε για τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού. 

ð Τι αποκαλύπτουν για την ψυχική διάθεση του Φερνάζη οι επιφωνήσεις των στίχων 16 και 21 («Τι συμφορά!» και «Ατυχία!»);

Ο Φερνάζης ασχολούμενος επίμονα με το επικό του ποίημα είναι βέβαιος πως με αυτό θα κατορθώσει να αναδειχθεί ως αξιόλογος ποιητής, δίνοντας μια αποφασιστική απάντηση σε όσους τον επικρίνουν και αμφισβητούν τις ποιητικές του ικανότητες. Ανυπομονεί, μάλιστα, σε τέτοιο βαθμό να έρθει η στιγμή αυτής της δικαίωσης, ώστε όταν μαθαίνει πως έχει ξεκινήσει ο πόλεμος με τους Ρωμαίους, αισθάνεται πως δέχεται ένα δεινό προσωπικό χτύπημα. Προσηλωμένος στις εγωκεντρικές του επιδιώξεις αντιμετωπίζει το ξέσπασμα του πολέμου ως μια αναβολή για τα δικά του σχέδια, αδυνατώντας να αντιληφθεί αμέσως τις πολύ σημαντικότερες συνέπειες που ενδεχομένως θα έχει ένας τέτοιος πόλεμος για την ασφάλεια του ίδιου και των συμπολιτών του. Η αγανάκτηση, η απελπισία, αλλά και η απόγνωση που μεταδίδεται από τις επιφωνήσεις αυτές φανερώνουν την αδημονία του Φερνάζη να γνωρίσει επιτέλους την αναγνώριση που θεωρεί πως του αξίζει. 

ð Ποιο δίλημμα αντιμετωπίζει ο Φερνάζης γράφοντας το «σπουδαίον μέρος» του ποιήματός του; Ποιες σκέψεις σάς υποβάλλει το δίλημμα αυτό;

[Οι μαθητές θα μπορούσαν να εστιάσουν την προσοχή τους στην αντιφατικότητα των συναισθημάτων του Φερνάζη «υπεροψίαν και μέθην και σαν κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων». Αν ο Φερνάζης επιθυμεί να υμνήσει το Δαρείο (και ταυτόχρονα τον απόγονό του, το Μιθριδάτη), η υπεροψία και η μέθη δεν είναι κολακευτικοί χαρακτηρισμοί. Από την άλλη πλευρά, η κατανόηση της ματαιότητας των μεγαλείων είναι θετικό σχόλιο, δεν συνάδει όμως με τον τρόπο που απέκτησε ο Δαρείος και ο Μιθριδάτης τη βασιλεία (ο Μιθριδάτης έγινε απόλυτος μονάρχης αφού σκότωσε τον συμβασιλέα αδερφό του). Γι’ αυτό ίσως «βαθέως σκέπτεται το πράγμα ο ποιητής».]

Ο ποιητής Φερνάζης θέλοντας να αποδώσει τα συναισθήματα που θα είχε ο Δαρείος Υστάσπου όταν παρέλαβε την βασιλεία των Περσών αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο εκ διαμέτρου διαφορετικές επιλογές. Από τη μία εικάζει -ευρισκόμενος έτσι πολύ κοντά στην ιστορική αλήθεια- πως ο Δαρείος θα αισθανόταν υπεροψία και μέθη, θα είχε δηλαδή μια αλαζονική υπερηφάνεια για το επίτευγμά του, καθώς και μια αίσθηση μέθης και παραζάλης απ’ την τεράστια εξουσία και δύναμη που περνούσε στα χέρια του. Ενώ από την άλλη σκέφτεται μήπως θα έπρεπε να αποδώσει στον Δαρείο κατανόηση της ματαιότητας των μεγαλείων∙ μια συναίσθηση που θα ταίριαζε σ’ έναν συνειδητοποιημένο ηγέτη, αλλά όχι σ’ έναν φιλόδοξο άνθρωπο που χρειάστηκε να καταφύγει σε ακραία βία για να καταλάβει την εξουσία.
Το δίλημμα, επομένως, του Φερνάζη σχετίζεται με το αν θα πρέπει να καταγράψει την αλήθεια, προκαλώντας έτσι δυσαρέσκεια στον Μιθριδάτη, ή αν θα πρέπει να επιλέξει μια προσέγγιση κολακευτική για τον Δαρείο, και άρα για τον Μιθριδάτη, η οποία όμως θα ήταν ψευδής.
Μέσα από το δίλημμα αυτό προκύπτουν σημαντικές παρατηρήσεις για το ρόλο της ποίησης, το καθήκον του ποιητή, καθώς και για το ήθος του ποιητή. Σε πρώτο επίπεδο θα πρέπει να σημειωθεί πως η χρησιμοποίηση της ποίησης και της τέχνης γενικότερα ως μέσο κολακείας και ως μέσο προσωπικής ανάδειξης και απόκτησης οικονομικών και άλλων οφελών, δεν ήταν κάτι το παράδοξο ή ασύνηθες, ιδίως σε παλαιότερες περιόδους κατά τις οποίες οι ποιητές κινούνταν σε βασιλικές αυλές και ζούσαν υπό την προστασία κάποιου άρχοντα. Ωστόσο, ενώ μια τέτοια στάση μπορούσε να γίνει αποδεκτή σε παλαιότερες εποχές, σταδιακά, κι ενώ οι ποιητές αποκτούσαν συνείδηση της ιδιαίτερης αξίας που κατείχε η τέχνη τους, αλλά και της ευθύνης που είχαν απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, η χρησιμοποίηση της τέχνης ως μέσο για την επίτευξη καθαρά προσωπικού οφέλους έλαβε αρνητικό χαρακτήρα και θεωρήθηκε απορριπτέα. Ο δημιουργός που σέβεται τον εαυτό του και την τέχνη του την αξιοποιεί προκειμένου να προσφέρει στους συνανθρώπους του από την απλή αλλά ουσιώδη χαρά της αισθητικής απόλαυσης μέχρι τους σημαντικότερους προβληματισμούς, που παρέχουν ικανό πεδίο για την εξέλιξη της σκέψης και την πρόοδο της ανθρώπινης κοινωνίας.
Αφού λάβουμε υπόψη μας πως ακόμη κι ο Φερνάζης μοιάζει να δυσκολεύεται να αποφασίσει υπέρ της απλής κολακείας, έστω κι αν αυτή η επιλογή θα του προσέφερε την αναγνώριση που τόσο επιθυμούσε. Οφείλουμε να αντιληφθούμε πως η ανάγκη, αλλά και η ηθική υποχρέωση του δημιουργού για την καταγραφή της αλήθειας, ακόμη και σε σύγχρονες περιόδους, δεν υπήρξε πάντοτε τόσο απλή ή τόσο δεδομένη. Ποιητές, οι οποίοι μέσω του έργου τους θέλησαν να καταγγείλουν την άδικη φύση πολιτευμάτων και την ανελευθερία που χαρακτήριζε καθεστώτα∙ ποιητές που θέλησαν να προσφέρουν μια διαφορετική θέαση της πολιτειακής κατάστασης, πρεσβεύοντας είτε την ανάγκη μεγαλύτερης ελευθερίας είτε την ανάγκη μεγαλύτερης κοινωνικής ισότητας, βρέθηκαν να διώκονται από τις κυβερνήσεις των χωρών τους, ήρθαν αντιμέτωποι με φυλάκιση, εξορία, αλλά και τη λογοκρισία του έργου τους. Παρόμοιες καταστάσεις έχουν γνωρίσει δημιουργοί ακόμη και στην Ελλάδα, ιδίως σε περιόδους κατά τις οποίες η χώρα γνώριζε εσωτερικές κρίσεις (μετεμφυλιακή περίοδος, δικτατορία).
Ο ποιητής, βέβαια, αποτελώντας μέλος ενός κοινωνικού συνόλου, μπορεί να θεωρήσει χρέος του ακόμη και να υπερασπιστεί με το έργο του τις δράσεις ή την κυρίαρχη ιδεολογία της κοινωνίας στην οποία ζει, έστω κι αν γνωρίζει πως η κοινωνία του ακολουθεί μια λανθασμένη πορεία. Ένας κακώς εννοούμενος εθνικισμός, που ενδεχομένως μπορεί να παρασύρει τον δημιουργό σε μια τέχνη που υπερασπίζεται και δικαιώνει επιλογές και ιδεολογίες. Άλλωστε, μια τέτοια υπεράσπιση μπορεί να απαιτηθεί από τους ίδιους τους φορείς εξουσίας -στράτευση της τέχνης-, όπως έχει κατά καιρούς συμβεί σε ανελεύθερα καθεστώτα. 
Ωστόσο, όπως μας κατευθύνει κι ο ποιητής μέσα από την ειρωνική αντιμετώπιση που επιφυλάσσει στον Φερνάζη, το σημαντικότερο για έναν δημιουργό είναι να σέβεται απόλυτα την τέχνη του. Ο πραγματικός ποιητής αντικρίζει την τέχνη του ως μέσο έκφρασης, ως μέσο αποτύπωσης των συλλογισμών και των προβληματισμών του, κι όχι ως μέσο επιδίωξης προσωπικής καταξίωσης και οικονομικού κέρδους. Ο πραγματικός καλλιτέχνης προασπίζεται με την τέχνη του την αλήθεια και επιχειρεί μέσω αυτής την καλυτέρευση της κοινωνίας στην οποία ανήκει. Δε διστάζει να καταγγείλει καταστάσεις, να υποδείξει λανθασμένους χειρισμούς, να ασκήσει αυστηρή κριτική και να προσφέρει με το έργο τις κατευθυντήριες εκείνες γραμμές που θα βοηθήσουν τους συμπολίτες τους να διεκδικήσουν μιαν ιδανικότερη κατάσταση διαβίωσης και κοινωνικής συνύπαρξης.


Ερωτήσεις Κ.Ε.Ε. Κωνσταντίνος Καβάφης «Ο Δαρείος» [Η σχέση λογοτεχνίας – ιστορίας]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jo Hedwig Teeuwisse

Ερωτήσεις Κ.Ε.Ε. Κωνσταντίνος Καβάφης «Ο Δαρείος» [Η σχέση λογοτεχνίας – ιστορίας]

Η σχέση λογοτεχνίας και ιστορίας είναι ένα θέμα που απασχόλησε τη φιλοσοφική σκέψη από την αρχαία εποχή. Να εξετάσετε αυτή τη σχέση, αφού μελετήσετε τα ποιήματα: Αναγνωστάκης Μ., Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ., Σεφέρης Γ., Τελευταίος Σταθμός, Καβάφης Κ. Π., Ιθάκη, καθώς επίσης και τα πεζογραφήματα: Δούκας Στρ. Η ιστορία ενός αιχμαλώτου και Μπεράτης Γ., Το πλατύ ποτάμι.

Η ιστορία ως πηγή εμπειρίας, ως βίωμα, ως φανέρωμα των διαρκέστερων και ισχυρότερων κινήτρων της ανθρώπινης δράσης∙ η ιστορία ως αφετηρία καθορισμού μελλοντικών εξελίξεων, αλλά και κάποτε ως φορέας παλαιότερων τρόπων σκέψης και ζωής, έχει πάντοτε στενή σχέση με τη λογοτεχνία. Οι πνευματικοί δημιουργοί είτε καταγράφοντας σημαντικά ιστορικά γεγονότα, όπως τα έζησαν οι ίδιοι, είτε στρεφόμενοι στην ιστορία για να αντλήσουν τα παραδείγματα εκείνα που τους βοηθούν να εκφράσουν αποτελεσματικότερα τις σκέψεις τους, διατηρούν πάντοτε μια σταθερή επαφή με το ιστορικό παρελθόν. Όπως έγραφε ο Δημήτρης Μαρωνίτης: «Η ιστορία αρχίζει από το σήμερα και προχωρεί στο αύριο. Αν τη συνδέουμε με τα περασμένα, είναι για να βοηθηθούμε από την πείρα των άλλων και να φτιάξουμε τη δική μας μοίρα, την τωρινή και την αυριανή∙ όχι για να χαζεύουμε και να ξεχνιόμαστε με το τι έκαμαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι.»

Η σχέση της λογοτεχνίας με την ιστορία έχει απασχολήσει τους ανθρώπους ήδη από την αρχαιότητα, όπως γίνεται αντιληπτό από το σχετικό σχολιασμό που υπάρχει στο Περί Ποιητικής του Αριστοτέλη. Ο φιλόσοφος σχολιάζει πως η διαφορά ανάμεσα στον ιστορικό και τον ποιητή είναι ότι ο ιστορικός καταγράφει όσα έχουν συμβεί, ενώ ο ποιητής όσα είναι λογικό να συμβούν με βάση τα ήδη υπάρχοντα δεδομένα. Συνεπώς η ποίηση μπορεί να επιτελέσει σημαντικότερη λειτουργία από την ιστοριογραφία, καθώς φροντίζει να μιλά για ό,τι έχει γενική ισχύ, ενώ η ιστορική καταγραφή αναφέρεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Έτσι, με βάση την προσέγγιση του Αριστοτέλη, κατανοούμε πως οι ποιητές με επαγωγικούς συλλογισμούς αντλούν από τις ειδικές περιπτώσεις συμπεράσματα που έχουν καθολική και διαχρονική ισχύ.

Σε αντίθεση, ωστόσο, με την ιδιαίτερη εκτίμηση που εκφράζει ο Αριστοτέλης για τους ποιητές, υπάρχουν και αρνητικές εκτιμήσεις, όπως αυτή του Θουκυδίδη. Ο μεγάλος ιστορικός αναφερόμενος στους ποιητές των παλαιότερων χρόνων, σχολίαζε πως όποιος θέλει να γνωρίσει τα γεγονότα του παρελθόντος δε θα πρέπει να έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στα έργα των ποιητών, γιατί σε αυτά περιέχονται υπερβολές της φαντασίας τους. Οι ποιητές, συμπληρώνει, έγραφαν περισσότερο με σκοπό να ευχαριστήσουν τους αναγνώστες τους, και όχι για να δώσουν μια ακριβή αποτύπωση της πραγματικότητας.

Πέρα, όμως, από την αρνητική αυτή άποψη του Θουκυδίδη, η οποία αναφερόταν σε δημιουργούς μιας εξαιρετικά απομακρυσμένης περιόδου, θα πρέπει να τονιστεί πως οι λογοτέχνες των νεότερων χρόνων αντιμετωπίζουν την ιστορία ως πηγή ουσιαστικών συμπερασμάτων και την αντιμετωπίζουν με τη δέουσα προσοχή. Όπως θα διαπιστώσουμε, άλλωστε, στη συνέχεια οι πνευματικοί δημιουργοί συνθέτουν συχνά το έργο τους την περίοδο που συμβαίνουν τα γεγονότα που τους απασχολούν ή λίγο καιρό μετά, κι έχουν έτσι πολύ καλή γνώση των δεδομένων που αξιοποιούν σε αυτό.

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης στο ποίημα «Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.», το οποίο συντίθεται στα χρόνια της δικτατορίας, ανατρέχει με πικρία στο πρόσφατο παρελθόν της χώρας για να τονίσει τις πολλαπλές δοκιμασίες των Ελλήνων καθώς και τη συνεχή διάψευση της προσδοκίας τους για την έλευση μιας καλύτερης κατάστασης, ενός καλύτερου μέλλοντος. Τη γερμανική κατοχή διαδέχεται ο εμφύλιος πόλεμος -η ατυχής προσπάθεια των αριστερών να θέσουν τις βάσεις για μια δικαιότερη ελληνική κοινωνία-, ενώ ακολουθούν τα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια κατά τα οποία γίνονται διαρκείς διώξεις των αριστερών, με τα πάθη του εμφυλίου να υπονομεύουν συνεχώς την πολιτική σταθερότητα της χώρας. Κι ενώ η θέληση όλων ήταν να υπάρξει η μετάβαση σε μια περίοδο συμφιλίωσης, έρχεται η δικτατορία των συνταγματαρχών για να επιφέρει μια νέα επιδείνωση στα ελληνικά πράγματα.

«Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες,
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα
          οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών
          των παιδιών τους.»

Ο Αναγνωστάκης, ο οποίος έχει ζήσει τα τραγικά αυτά χρόνια για τη χώρα, αντικρίζει τη συνεχή διάψευση των προσδοκιών, τη συνεχή ολίσθηση σε νέες δυσκολίες και την καταγράφει ως καίριο στοιχείο προβληματισμού.

Μια δύσκολη για την Ελλάδα περίοδο ζει και καταγράφει ο Γιώργος Σεφέρης στο ποίημα «Ο τελευταίος σταθμός». Πρόκειται για το διάστημα που ακολουθεί την απομάκρυνση των Γερμανών από τη χώρα∙ το τέλος της γερμανικής κατοχής και το ξεκίνημα μιας νέας περιπέτειας, αυτής του εμφυλίου. Η αποχώρηση των Γερμανών αφήνει στην Ελλάδα ένα κενό εξουσίας το οποίο θα διεκδικηθεί από την προγενέστερη άρχουσα τάξη, που θέλει να λάβει και πάλι τον έλεγχο της χώρας, αλλά και από την αριστερή παράταξη, που επιδιώκει την αναδημιουργία της ελληνικής κοινωνίας σε βάσεις ευνοϊκότερες για τον ελληνικό λαό. Ο ποιητής παρακολουθεί από κοντά τους σχεδιασμούς εκείνων που είχαν φύγει από τη χώρα κατά τη διάρκεια της κατοχής, και με λύπη του διαπιστώνει πως ετοιμάζονται να επιστρέψουν για να εκμεταλλευτούν και πάλι τους ήδη εξαιρετικά καταπονημένους Έλληνες πολίτες.

«Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θα ‘λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μονάχα κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.»

Η αναγκαστική αδράνεια των στελεχών της εξόριστης κυβέρνησης επιτείνει τις εσωτερικές αδυναμίες, τα αρνητικά στοιχεία κάθε προσώπου. Έτσι, καθώς παραμένουν ανενεργοί, στο βροχερό τοπίο της ξένης χώρας, οι πληγές τους –τα ελαττώματά τους- γεμίζουν πύον, χειροτερεύουν, σαν να επέρχεται η θεία δίκη, η τιμωρία για την ανήθικη συμπεριφορά τους. Οι άνθρωποι αυτοί που έχουν μάθει να ζουν με δόλους και με την εξαπάτηση των απλών πολιτών∙ οι άνθρωποι αυτοί που ετοιμάζονται να εκμεταλλευτούν με το χειρότερο τρόπο το αίμα και τις θυσίες των Ελλήνων πατριωτών, όσο περιμένουν να έρθει η ώρα της επιστροφής τόσο περισσότερο έρχονται αντιμέτωποι με το σάπισμα της ψυχής τους.
Ο ποιητής αισθάνεται αποτροπιασμό για τα σχέδια των εξόριστων πολιτικών να επιστρέψουν στη χώρα και να καρπωθούν τις θυσίες των Ελλήνων που έμειναν πίσω κι έδωσαν ακόμη και τη ζωή τους για να παλέψουν με τους κατακτητές.

Τα λόγια του Σεφέρη για τους Έλληνες πολιτικούς μοιάζουν σκληρά, αποδίδουν όμως την ολοκληρωτική διαφθορά και τη μικροπρέπεια που τους χαρακτηρίζει. Τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί πιο ποταπό από τη διάθεσή τους να έρθουν και να πάρουν την εξουσία απ’ τα χέρια εκείνων που πολέμησαν με απόλυτη αυτοθυσία για την πατρίδα τους.

Ο Σεφέρης μέσα από το ποίημά του καταγγέλλει τον καιροσκοπισμό και την πλεονεξία των ανθρώπων. Ζει και συμμετέχει στα ιστορικά εκείνα γεγονότα, και δε διστάζει να μιλήσει για τις αρνητικές πτυχές των ανθρώπων της χώρας. Ως μέλος της ελληνικής διπλωματίας έχει βαθύτερη γνώση των προσώπων και των πράξεών τους, κι αυτό προσδίδει στα γραφόμενά του ιδιαίτερη βαρύτητα.

Πέρα όμως από την αποτίμηση των ιστορικών γεγονότων από ανθρώπους που τα βιώνουν προσωπικά, η ιστορία αξιοποιείται και με διαφορετικούς τρόπους. Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, για παράδειγμα, ανατρέχει σε παλαιότερες ιστορικές περιόδους κι επιλέγει τα γεγονότα και τα πρόσωπα εκείνα που του επιτρέπουν να καταδείξει συμπεριφορές που διακρίνουν διαχρονικά τη στάση των ανθρώπων. Αν και πρόκειται για γεγονότα που δεν τα έχει ζήσει ο ίδιος, ωστόσο ως αντικειμενικός παρατηρητής κατορθώνει να αντλήσει από αυτά συμπεράσματα, τα οποία ίσως δεν γίνονταν αντιληπτά από ανθρώπους που βρίσκονταν στη δίνη εκείνων των γεγονότων. Κάποτε, μάλιστα, ο Καβάφης αξιοποιεί και μυθικά πρόσωπα προκειμένου να δώσει με εναργή τρόπο τις σκέψεις του σχετικά με την ανθρώπινη ζωή και δράση. Ένα από τα πιο γνωστά ποιήματά του η «Ιθάκη» αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του πώς αξιοποιεί ο ποιητής ένα μυθικό πρόσωπο για να δώσει στους αναγνώστες το δικό του μήνυμα.

«Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.»

Όταν ξεκινά ο ταξιδιώτης για πρώτη φορά την πορεία του στη ζωή είναι άπειρος και χωρίς πολλές γνώσεις και θεωρεί ότι η Ιθάκη είναι κάτι το ξεχωριστό που αξίζει κάθε προσπάθεια από μέρους του. Όταν όμως φτάνει εκεί, στο τέλος του προορισμού του έχει πια αποκτήσει τόσες γνώσεις ώστε πια είναι σε θέση να κατανοήσει ότι η μεγαλύτερη αξία της Ιθάκης είναι ότι αποτέλεσε το κίνητρο για να ξεκινήσει το ταξίδι του. Κατανοεί ότι η Ιθάκη υπήρξε ο στόχος που του έδινε το κουράγιο να ξεπερνά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε στη ζωή του και να συνεχίζει να προσπαθεί μέχρι να τα καταφέρει. Η Ιθάκη αποτέλεσε το ιδανικό που έθεσε στη ζωή του και ο λόγος που συνέχιζε την πορεία του παρά τα εμπόδια παρά τις αντιξοότητες. Η Ιθάκη ήταν το κίνητρο, ήταν η πηγή της δύναμης, για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της ζωής και γι’ αυτό άξιζε τελικά κάθε προσπάθεια.

Η αλήθεια είναι, μάλιστα, ότι δεν υπάρχει μόνο μια Ιθάκη, υπάρχουν πολλές, όπως πολλοί είναι και οι στόχοι που θέτουμε στη ζωή μας. Κάθε φορά που επιτυγχάνουμε ένα στόχο θέτουμε αμέσως έναν επόμενο και έτσι συνεχίζουμε τις προσπάθειες να κάνουμε διαρκώς ό,τι καλύτερο μπορούμε στη ζωή μας. Κάθε φορά που φτάνουμε στην Ιθάκη, θέτουμε έναν υψηλότερο στόχο και συνεχίζουμε την πορεία μας προς τη νέα Ιθάκη, προς το νέο στόχο που θέσαμε.
Η Ιθάκη είναι ο προορισμός αλλά δεν έχει να μας προσφέρει τίποτε περισσότερο πέρα από το ταξίδι που κάνουμε για να φτάσουμε σε αυτήν, έστω και γι’ αυτό όμως αξίζει κάθε προσπάθεια, αξίζει όλη μας την αφοσίωση, και όλη μας την ευγνωμοσύνη που μας κρατά σε μια διαρκή εγρήγορση και προσπάθεια.

Ένα παράδειγμα του πώς αξιοποιούσε ο Καβάφης ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος για να επιτύχει συσχετίσεις με παροντικές του καταστάσεις, μας δίνει το ακόλουθο ποίημα.

«Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες»

Ανδρείοι σεις που πολεμήσατε και πέσατ’ ευκλεώς·
τους πανταχού νικήσαντας μη φοβηθέντες.
Άμωμοι σεις, αν έπταισαν ο Δίαιος και ο Κριτόλαος.
Όταν θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν,
«Τέτοιους βγάζει το έθνος μας» θα λένε
για σας. Έτσι θαυμάσιος θάναι ο έπαινός σας. –

Εγράφη εν Αλεξανδρεία υπό Αχαιού·
έβδομον έτος Πτολεμαίου, Λαθύρου.

[1922]

Το 1922, τη χρονιά της τραγικής καταστροφής της Σμύρνης, ο Καβάφης συνθέτει το ιδιαίτερο αυτό ποίημα, για να τιμήσει τους Έλληνες που πολέμησαν με γενναιότητα, αλλά ηττήθηκαν εξαιτίας των αναποτελεσματικών ηγετών τους.
Ο Καβάφης, ο οποίος στα ποιήματά του δεν αναφέρεται ποτέ σε σύγχρονα γεγονότα, αντικρίζοντας τη μεγάλη για τον Ελληνισμό καταστροφή της Σμύρνης, ανατρέχει στο παρελθόν, για να βρει μιαν αντίστοιχη συμφορά για το ελληνικό έθνος. Έτσι, μέσα από τα λόγια ενός φανταστικού προσώπου, ενός Αχαιού που έζησε στα χρόνια της αναποτελεσματικής ηγεσίας του Πτολεμαίου του Λάθυρου, υμνεί το θάρρος και τη γενναιότητα των Ελλήνων της Αχαϊκής συμπολιτείας.

Ο εγκιβωτισμός της ιστορίας των Ελλήνων που έπεσαν το 146 π.Χ. μαχόμενοι κατά των πανίσχυρων Ρωμαίων, μέσα στο ιστορικό πλαίσιο της βασιλείας του Πτολεμαίου, έρχεται να δείξει με ιδιαίτερη παραστατικότητα πως στην πολύχρονη ιστορία των Ελλήνων υπήρξαν πολλές φορές που το ελληνικό έθνος έφτασε στην καταστροφή λόγω της ανικανότητας των ηγετών του.
Οι ανδρείοι Έλληνες γνωρίζουν μια συντριπτική ήττα από τους Ρωμαίους και σφαγιάζονται, εξαιτίας της αδυναμίας του Κριτόλαου και του Δίαιου να συντονίσουν τις ενέργειές τους και να αποφύγουν τις τόσο άνισες αναμετρήσεις με το ρωμαϊκό στρατό. Ενώ, η ένδοξη δυναστεία των Πτολεμαίων στα χρόνια του Λάθυρου περνά σε φάση παρακμής, με τις ραδιουργίες της Κλεοπάτρας Γ΄ και την ανικανότητα του Πτολεμαίου να οδηγούν τους Λαγίδες σε αλλεπάλληλους εξευτελισμούς.

Μια σειρά λανθασμένων επιλογών της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, φέρνουν τον ελληνισμό το 1922 αντιμέτωπο με τη μεγαλύτερη καταστροφή της νεότερης ιστορίας.
Ο ποιητής στέκεται με κριτική ματιά απέναντι στην ήττα των Ελλήνων στη Σμύρνη, τιμώντας βέβαια τη γενναιότητα και την αυτοθυσία του στρατού, αλλά υπενθυμίζοντας κιόλας πως οι μεγαλύτερες συμφορές για το ελληνικό έθνος προέρχονται από μοιραία λάθη της ηγεσίας του. Οι Έλληνες είναι πάντοτε έτοιμοι να δώσουν και τη ζωή τους για την πατρίδα τους, πολλές φορές όμως ηγούνται από ανίκανους και ανάξιους ανθρώπους, οι οποίοι τους οδηγούν στην καταστροφή.
Ο Καβάφης διατρέχει την ιστορία και αναδεικνύει ένα καίριο για τους Έλληνες ζήτημα. Η αυτοθυσία και η γενναιότητα του ελληνικού λαού καταδικάζεται από την αναποτελεσματικότητα των ηγετών του. Η αλήθεια της διαπίστωσης αυτής φάνηκε ξεκάθαρα τόσο το 1922 στη Σμύρνη, όσο και το 146 π.Χ. με την υποδούλωση των Ελλήνων στους Ρωμαίους και δυστυχώς θα φανεί ξανά.

Ο Στρατής Δούκας στο πεζογράφημα «Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου» μας δίνει την εμπειρία ενός Έλληνα Μικρασιάτη, ο οποίος πιάνεται ως αιχμάλωτος από τους Τούρκους κατά την καταστροφή της Σμύρνης. Ο συγγραφέας, αν και συμμετείχε κι ο ίδιος στα πολεμικά γεγονότα του μικρασιατικού μετώπου, επιλέγει να δώσει την ιστορία ενός άλλου ανθρώπου, αποφεύγοντας έτσι την άμεση εμπλοκή που θα περιόριζε ίσως την αντικειμενικότητα της διήγησης. Όπως, άλλωστε, έχει σχολιάσει ο ίδιος ο συγγραφέας σε συνέντευξή του για το περιοδικό Διαβάζω: «Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου είναι ένα ιδιότυπο βιβλίο. Δε θα μπορούσα να το γράψει, έχω πει, κανένας από τους συγχρόνους μου. Ούτε εγώ∙ είναι ανώτερο από τις δυνάμεις μου. Γιατί είναι αποτέλεσμα της δουλειάς που έχω κάνει χέρι χέρι με το λαό. Αφού και το βίωμα δεν είναι δικό μου∙ είναι ξένο το βίωμα. Αυτό βοηθάει την αποστασιοποίηση, που λέει ο Μπρεχτ ότι είναι απαραίτητη για το επικό βιβλίο. Αλλά και ο Έλιοτ λέει κάτι παρόμοιο: Ότι στην τέχνη πρέπει να σιωπούν τα ατομικά αισθήματα.».  Η πρόθεση του συγγραφέα, λοιπόν, είναι να ληφθεί η ιστορία αυτή, που δε συνιστά προσωπική του εμπειρία, ως ένα αντιπολεμικό μήνυμα, ως αφορμή για έναν ουσιαστικό προβληματισμό πάνω στα δεινά που προκαλεί ο πόλεμος.

«Αντί να μας πηγαίνουν στο δημόσιο δρόμο μας τραβούσανε απ’ το βουνό. Κι όπως δεν ήμαστε σε ισότοπο, αρχίσαμε να σκορπάμε. Δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε τις τετράδες. Και οι στρατιώτες φώναζαν προσταχτικά:
-        Στις τετράδες! Στις τετράδες!
Εμείς προσπαθούσαμε, και πάλι τις χαλάγαμε. Όσοι ήταν ανήμποροι κι έμεναν πίσω, τους τραβούσαν οι πολίτες στο δάσος και τους καθάριζαν.»

Προσωπικές του εμπειρίες επιλέγει να καταγράψει ο Γιάννης Μπεράτης στο μυθιστόρημα «Το πλατύ ποτάμι», διηγούμενος γεγονότα από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 στον οποίο συμμετείχε ως εθελοντής. Η πρόθεση κι αυτού του συγγραφέα είναι να δώσει ένα αντιπολεμικό μήνυμα αξιοποιώντας τα ατομικά του βιώματα:

«Από πάνω μας, εκεί στην άκρη-άκρη της κορφής που ελάχιστα απείχε, οι εκρήξεις των οβίδων ήταν όλο και πιο συνεχείς, έτσι σα να με πλησιάζει όλο και πιο πολύ μέσα σ’ ένα εφιάλτη κάτι το αναπόδραστο. Κ’ η άλλη φάλαγγα, γυρίζοντας τη βράχινη γωνιά, άρχισε να ξεδιπλώνεται μπροστά μας. Ξεδιπλωνότανε με βόγγους με βλαστήμιες, με φωνές. Με κομμένα χέρια, με σπασμένα πόδια, με τυλιγμένα αιμόφυρτα κεφάλια, τους είχανε επάνω στα μουλάρια γιατί δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς.»


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...