Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Μαρία Πολυδούρη «Κοντά σου»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Lauri Blank

Μαρία Πολυδούρη «Κοντά σου»

Το ποίημα κινείται στο γνωστό ποιητικό κλίμα της Πολυδούρη, που διαμορφώνεται κυρίως από το ερωτικό συναίσθημα, διαποτισμένο από μια γυναικεία ευαισθησία.

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κι αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.

Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι ανύποπτα περνά μες στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.

Η δημιουργική δύναμη που κινεί την πένα της Πολυδούρη είναι ο έρωτας, ιδωμένος εδώ μ’ όλη την τρυφερότητα που αισθάνεται η ποιήτρια για τον αγαπημένο της. Μοναδικός αποδέκτης των στίχων της, αν και δεν κατονομάζεται, είναι ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης, για τον οποίο η Πολυδούρη έτρεφε δυνατά συναισθήματα μέχρι το τέλος της σύντομης ζωής της.
Η Πολυδούρη, που εντάσσεται στη γενιά των νεορομαντικών, απογοητευμένη από την αβεβαιότητα και την παρακμή που χαρακτήριζε την εποχή της, αποζητά τη δικαίωση της ζωής στον έρωτα. Η κοινωνική εμπειρία και οι συλλογικές ανησυχίες δεν βρίσκουν έκφραση στην ποίησή της, καθώς η ποιήτρια -ακολουθώντας την τάση της γενιάς της- έχει στραφεί στον εσωτερικό της κόσμο και προτάσσει στους στίχους της το ατομικό βίωμα. Αντιμέτωποι με μια καταρρέουσα κοινωνία, που δεν εμπνέει πια υψηλά ιδανικά, οι νεορομαντικοί ποιητές επιλέγουν τη χαμηλόφωνη προσωπική ποίηση, που εκφράζει κυρίως τις εσωτερικές τους συναισθηματικές διακυμάνσεις.

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Η πρώτη στροφή ξεκινά με δύο κύριες προτάσεις που δηλώνουν η πρώτη αποφατικά και η δεύτερη καταφατικά το αίσθημα γαλήνης που αισθάνεται η ποιήτρια, όταν βρίσκεται κοντά σ’ εκείνον.
Με τη χρήση του β΄ προσώπου γίνεται αισθητή η ύπαρξη ενός αποδέκτη των λόγων και της τρυφερότητας της ποιήτριας. Ιδανικά το ποίημα της Πολυδούρη θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένα ερωτικό ψιθύρισμα στο πλάι του αγαπημένου της.
Η αντίθεση που δημιουργείται ανάμεσα στους δύο στίχους εκφράζει με ιδιαίτερη παραστατικότητα την ασφάλεια και την ψυχική γαλήνη που αισθάνεται η ποιήτρια όταν βρίσκεται κοντά στον αγαπημένο της. Κοντά σ’ εκείνον οι άνεμοι παύουν να ηχούν τόσο άγρια, κοντά του είναι γαλήνη και φως. Ενώ οι άνεμοι δημιουργούν ένα χειμερινό σκηνικό με μια αίσθηση κινδύνου, το φως του δεύτερου στίχου επαναφέρει το καλοκαιρινό τοπίο, με όλη την αισιόδοξη και χαρούμενη διάθεση που το χαρακτηρίζει.  
Στους επόμενους δύο στίχους η ποιήτρια με μια πρωτότυπη μεταφορά εκφράζει την ευδαιμονική ομορφιά και τη θετική προέκταση των σκέψεων που κάνουν οι δυο τους, όταν βρίσκονται μαζί. Υπό την επίδραση της γαλήνης που επιφέρει η παρουσία του αγαπημένου, τίποτε δεν ταράσσει και δεν ενοχλεί τις «ρόδινες» σκέψεις τους.
Η «χρυσόβεργη ανέμη» -η συσκευή που χρησιμοποιείται για το τύλιγμα του νήματος- τίθεται εδώ μεταφορικά για να αποδώσει το ήρεμο δέσιμο των σκέψεων των δύο ερωτευμένων. Οι σκέψεις τους τυλίγονται «ρόδινα» σε μιαν ανέμη χρυσόβεργη (σχήμα υπερβολής που αποδίδει εμφατικά την ιδανική πνευματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι δύο νέοι).
Στους τέσσερις αυτούς στίχους έχουμε τέσσερις μεταφορές «αχούν άγρια», «ρόδινος συλλογισμός», «στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη» και «ρόδινος τυλιέται στοχασμός», καθώς κι ένα διασκελισμό μεταξύ τρίτου και τέταρτου στίχου (στο διασκελισμό το νόημα δεν ολοκληρώνεται στα πλαίσια ενός στίχου, γι’ αυτό και συνεχίζεται στον επόμενο).

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κι αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.

Η πνευματική και συναισθηματική επικοινωνία ανάμεσα στην ποιήτρια και τον αγαπημένο της είναι τέτοιας ποιότητας, ώστε είτε σιωπούν είτε μιλούν κατακλύζονται από συναισθήματα τρυφερότητας και χαράς.
Στους δύο πρώτους στίχους παρουσιάζεται η άνεση που αισθάνονται οι δυο τους να μένουν μαζί χωρίς να μιλούν, ένδειξη πως στη σχέση τους δεν υπάρχει η ανασφαλής ανάγκη να γεμίζουν τις σιωπές. Έτσι, η σιωπή μεταξύ τους δε βαρύνει την ατμόσφαιρα, αντιθέτως μοιάζει με γέλιο, μοιάζει με πηγή χαράς, που καθρεφτίζεται σε τρυφερά μάτια.
Οι δύο νέοι ακόμη κι όταν δε μιλούν βιώνουν την τρυφερότητα του ερωτικού συναισθήματος, καθώς βλέπουν ο ένας στα μάτια του άλλου, όλη την αλήθεια των αισθημάτων τους.
Στους δύο επόμενος στίχους, η ποιήτρια δηλώνει πως η τρυφερότητα που διακρίνει τις σιωπές τους, αποκτά μεγαλύτερη δύναμη και γίνεται χαρά, όταν αρχίζουν να μιλούν. Όταν εκφράζουν με λόγια την αγάπη τους ή όταν μοιράζονται τις σκέψεις τους, η χαρά που στεκόταν πλάι τους άνεργη «αναφτεριάζει», αποκτά εκ νέου υπόσταση και γεμίζει την ψυχή τους.
Στη στροφή αυτή έχουμε: α) μια παρομοίωση «η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει», που εκφράζει με την ηχητική έκφανση του γέλιου, πόσο εκφραστική και μεστή από χαρά είναι η σιωπή τους, β) τρεις μεταφορές «αντιφεγγίζουν», «μάτια τρυφερά» και «αναφτεριάζει», ενώ η χαρά που στέκεται «άνεργη» προσωποποιείται.

Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι ανύποπτα περνά μες στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.

Στην τρίτη στροφή συναντάμε δύο ακόμη φορές τη φράση «κοντά σου», που αποτελεί συνάμα τον τίτλο του ποιήματος κι η οποία εντοπίζεται και στις δύο προηγούμενες στροφές. Η συνεχής επανάληψη αυτής της φράσης τονίζει πως όλα τα θετικά συναισθήματα κι όλη η τρυφερότητα που γεννιέται στην ψυχή της ποιήτριας, έχουν ως βασική αιτία την παρουσία εκείνου. Μόνο κοντά του οι άνεμοι παύουν να ηχούν άγρια και μόνο κοντά του η θλίψη τρέπεται σε χαρά.
Κοντά στον αγαπημένο της, λοιπόν, η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι, μετουσιώνεται δηλαδή σε κάτι όμορφο και διαχέεται στη ζωή. Η γλυκόπικρη αίσθηση του έρωτα, που ποτέ δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς πόνο και καημούς, μετατρέπεται σε μια γλυκιά αίσθηση που γίνεται ανύποπτα μέρος της ζωής της, όταν εκείνος βρίσκεται κοντά της. 
Άλλωστε, όπως εμφατικά δηλώνεται με το ασύνδετο σχήμα των δύο καταληκτικών στίχων, κοντά στον αγαπημένο της όλα είναι γλυκά κι όλα απαλά και τρυφερά σα χνούδι, σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.
Στο κλείσιμο του ποιήματος η Πολυδούρη επιχειρεί να αποδώσει όλη την τρυφερότητα που πλημμυρίζει την ψυχή της όποτε βρίσκεται κοντά σ’ εκείνον, δίνοντας με πολλαπλές παρομοιώσεις πόσο απαλά και γαλήνια γίνονται όλα πλάι του. Η θλίψη κι οι δυσκολίες της ζωής χάνονται όταν εκείνος είναι δίπλα της, καθώς απομακρύνει με την παρουσία του κάθε φόβο και προσφέρει στην ποιήτρια μια πολύτιμη αίσθηση ασφάλειας, γαλήνης κι ευτυχίας.

Στο ποίημα διακρίνεται η χρήση ομοιοκαταληξίας, που σε συνδυασμό με τις επαναλήψεις της φράσης «κοντά σου» ενισχύει τη μουσικότητα του ποιήματος. Η ομοιοκαταληξία είναι πλεχτή με τον πρώτο στίχο να ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο και τον δεύτερο να ομοιοκαταληκτεί με τον τέταρτο και στις τρεις στροφές (σχηματικά έχουμε: αβαβ). Σε κάθε στροφή ο πρώτος και ο τρίτος στίχος είναι ενδεκασύλλαβος ενώ ο δεύτερος και ο τέταρτος είναι δεκασύλλαβος. 
Το μέτρο του ποιήματος είναι ο ίαμβος, που δημιουργείται με την εναλλαγή μιας άτονης συλλαβής με μια τονισμένη. Για παράδειγμα στον ακόλουθο δεκασύλλαβο στίχο κάθε δεύτερη συλλαβή τονίζεται κατά την ανάγνωση.
κι α / νύ/ πο / πτα / περ / νά / μες / στη / ζω / ή

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ἐν τῇ ὁδῳ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Jeff Neugebauer

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ἐν τῇ ὁδῳ»

Τό συμπαθητικό του πρόσωπο, κομμάτι χρό
τά καστανά του μάτια, σαν κομένα
εκοσι πέντ’ τών, πλήν μοιάζει μλλον εκοσι
μέ κάτι καλλιτεχνικό στό ντύσιμό του
– τίποτε χρμα τς κραβάτας, σχμα το κολλάρου –
σκόπως περπατε μές στήν δό,
κόμη σάν πνωτισμένος π’ τήν νομη δονή,
πό τήν πολύ νομη δονή πού πέκτησε.

[1916]

Ένα από τα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη, όπου το ποιητικό υποκείμενο λειτουργεί ως παντογνώστης παρατηρητής. Ο ποιητής, προκειμένου να συνθέσει την ιστορία στην πληρότητά της, ξεπερνά τα περιορισμένα όρια γνώσης ενός απλού παρατηρητή και μας πληροφορεί τόσο για την ηλικία του ήρωα, όσο και για το που βρισκόταν λίγο προτού θεαθεί να περπατά στο δρόμο.  
Είναι εμφανής η επιθυμία του ποιητή να εστιάσει την προσοχή του αναγνώστη στον νεαρό ήρωα, δίνοντας σκοπίμως ελλιπείς πληροφορίες για το σκηνικό της ποιητικής ιστορίας. Από τον τίτλο κιόλας κατανοούμε πως ο τόπος στον οποίο βλέπει ο ποιητής τον όμορφο νέο δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. «ν τ δῳ», στο δρόμο, σε κάποιο δρόμο, προφανώς της Αλεξάνδρειας, ο ποιητής έχει την τύχη ν’ αντικρίσει το συμπαθή ήρωα του ποιήματος.
Το συμπαθητικό του πρόσωπο -όχι εκπληκτικά ωραίο, δεν έλκει άλλωστε γι’ αυτό την προσοχή του ποιητή- είναι κάπως ωχρό, ένδειξη κόπωσης που θα ενισχυθεί κι από την παρατήρηση του δεύτερου στίχου πως τα μάτια του είναι σαν κομμένα.
Ελαφρώς κουρασμένος, λοιπόν, ο ήρωας, όπως δηλώνεται με τις διατυπώσεις που απαλύνουν την ένταση της εντύπωσης «κομμάτι ωχρό», «σαν κομένα», με συμπαθητικό πρόσωπο και καστανά μάτια.
Με μια ενδιαφέρουσα διαδικασία εστίασης ο ποιητής στρέφει την προσοχή του αρχικά στο πρόσωπο του νεαρού, στη συνέχεια διευρύνει την εικόνα παρουσιάζοντας το ντύσιμό του και κατόπιν μας δίνει πληρέστερα την εικόνα, με το νέο να περπατά σαν υπνωτισμένος.
Αν και είκοσι πέντε ετών ο νεαρός, μοιάζει περισσότερο με είκοσι, ενώ το ντύσιμό του έχει κάτι το καλλιτεχνικό, εντύπωση που οφείλεται ίσως στο χρώμα της γραβάτας και στο σχήμα που έχει το κολάρο του πουκαμίσου του. Τα στοιχεία αυτά, αν συνδυαστούν με την ωχρότητα του προσώπου, μας επιτρέπουν να εικάσουμε πως ο νεαρός ήρωας δεν ασχολείται με κάποιο επίπονο χειρωνακτικό επάγγελμα, αλλά είναι μάλλον παιδί των γραμμάτων ή της τέχνης.
Ο νεαρός περπατά μέσα στο δρόμο άσκοπα, σα να είναι υπνωτισμένος από την άνομη, την ανήθικη ηδονή, που απέκτησε. Κι εδώ έχουμε το κεντρικό σημείο του ποιήματος, υπό την έννοια πως ό,τι είλκυσε το ενδιαφέρον του ποιητή είναι ακριβώς η άσκοπη περιπλάνηση του νεαρού, η ζάλη της ηδονής, που είναι εμφανής στο πρόσωπο και στις κινήσεις του.
Ο ποιητής επιχειρεί ν’ αποτυπώσει το μοναδικό εκείνο αντίκτυπο που έχει η παράδοση του νέου στην άνομη ηδονή, τη γλυκιά ζάλη, το πρόσκαιρο ξέχασμα του εαυτού, την άσκοπη περιπλάνηση, ενόσω γεύεται ακόμη την άμεση εντύπωση της ηδονικής επαφής.
Ο καταληκτικός στίχος, άλλωστε, με τη μερική επανάληψη του προηγούμενου, «πό τήν πολύ νομη δονή» ενισχυμένου με το ποσοτικό επίρρημα «πολύ», έρχεται να δώσει έμφαση στη βασική θεματική του ποιήματος. Είναι η άφθονη ηδονή που έχει κάνει το νεαρό να λησμονήσει κάθε τι άλλο κι είναι συγκεκριμένα η «άνομη» ηδονή, ώστε να διακριθεί από τους έρωτες της ρουτίνας.
Οι στιγμές που ο χρόνος καθηλώνεται και αποκτά μια διαφορετική σημασία είναι ακριβώς οι στιγμές που ο νέος άνθρωπος αφήνεται στον έρωτα, χωρίς δισταγμούς κι ενοχές, γευόμενος «πολύ νομη δονή». Έτσι, ο ποιητής απομονώνει το περιστατικό αυτό, τη στιγμή δηλαδή που ο νεαρός παραζαλισμένος ακόμη περπατά στο δρόμο, με τις αισθήσεις του γεμάτες από τον έρωτα, για να τονίσει την ομορφιά που αποκτά η ζωή, όταν οι άνθρωποι εκπληρώνουν τις επιθυμίες τους.
Ό,τι ο Καβάφης επιθυμούσε πάντοτε, ό,τι επιδίωκε, ήταν να αφεθεί στις τολμηρές ηδονές και να τις γευτεί με απόλυτη ένταση. Κι αυτό ακριβώς το συναίσθημα διακρίνει στο συμπαθητικό πρόσωπο του νέου, την έκσταση του ανθρώπου που μόλις απέκτησε πολύ ιδανική ηδονή.
Σε οκτώ μόλις στίχους ο ποιητής κατορθώνει να δημιουργήσει μια ερωτική ιστορία, που συγκινεί τον αναγνώστη, όχι με το περίτεχνο ύφος του λόγου, αλλά με την ανάκληση μιας οικείας κατάστασης, με την ανάκληση της μέθης που προκαλεί η ηδονική επαφή. Ο μεσήλικας πια ποιητής, που δεν έχει τη δυνατότητα να βιώσει εκ νέου, με την πληρότητα που μόνο η νιότη χαρίζει, μιαν αντίστοιχη εμπειρία, παρατηρεί τον ανώνυμο νέο και αντλεί ό,τι μπορεί απ’ τη δική του ερωτική παραζάλη.
Ο ποιητής λειτουργεί πλέον ως ο καταγραφές των στιγμών εκείνων που αξίζουν όσο τίποτε να διασωθούν απ’ τη λήθη. Με προσοχή και απόλυτο σεβασμό διαλέγει τις ψηφίδες εκείνες που αρκούν για να παραστήσουν επαρκώς το περιστατικό και να μεταδώσουν την ιδιαίτερη αίσθηση που βιώνει ο νεαρός. Αν ο εικοσιπεντάχρονος ήρωας δεν έχει πλήρη επίγνωση του πόσο σημαντικό ήταν αυτό που έζησε, ο ποιητής γνωρίζει καλά πως αυτό που βλέπει πρέπει να διαφυλαχτεί απ’ το σαρωτικό πέρασμα της καθημερινότητας, πρέπει να μείνει ως διαρκής υπενθύμιση του πολύτιμου δώρου της ηδονής.
Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται η στίξη του ποιήματος -σημαντική σε κάθε ποίημα του Καβάφη- που αποτελεί επί της ουσίας οδηγό για το πώς θέλει ο ποιητής να γίνει η ανάγνωση. Έτσι, οι τρεις πρώτοι στίχοι που δίνουν τα βασικά σημεία της εμφάνισης του νεαρού έχουν άνω τελεία, στοιχείο που υποδηλώνει μικρή παύση σε κάθε επιμέρους στίχο. Ο ποιητής επιθυμεί μια σταδιακή αποκάλυψη της εικόνας του νέου, ώστε ο αναγνώστης να έχει τη δυνατότητα να παραστήσει στη σκέψη του το συμπαθητικό πρόσωπο με τα καστανά μάτια που δείχνει αρκετά νεότερο απ’ την ηλικία του.
Μια διαφοροποίηση στον τόνο της φωνής απαιτεί ο στίχος που δίνεται μέσα στις παύλες, μιας και αποτελεί μιαν απόπειρα να εξηγηθεί που οφείλεται η εντύπωση που δημιουργεί το ντύσιμο του νεαρού. Ενώ, τρεις τελευταίοι στίχοι που αποτελούν την κορύφωση του ποιήματος, διαβάζονται με μικρότερες παύσεις, όπως αυτές ορίζονται με τη χρήση του κόμματος. 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...