Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Γιώργος Σεφέρης «Τρεις μούλες»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Luke Sharrat

Γιώργος Σεφέρης «Τρεις μούλες»

Γράμμα στον Μάστρο

Καί καβαλλίκεψεν  ρήγαινα πάνω τς θαυμαστς μούλας το νδρός της το ρέ Πιέρ, νόματι Μαργαρίτα, καί κατσεν πάνω τς θαυμαστς μούλας γυναικεα, καί παράγγειλεν το σκουτιέρη της, νόματι Πουτζουρέλλο, νά κρατε μετά του τά φτερνιστηρία της, καί ντα το νέψει, νά γυρίσει τό πόδιν της νά κάτσει ανθρωπινά...

Χρονικό του Μαχαιρά

Στη Δαμασκό μια νύχτα αγρύπνιας
μου φάνηκε το πέρασμα της Ούμ Χαράμ 
της βαθυσέβαστης γενιάς του Προφήτη.
Άκουγα πέταλα σαν αργυρά δηνάρια
κι εκείνη λες και διάβαινε λόφους αλάτι
κατά τη Λάρνακα, στη μούλα της καβάλα.
Περίμενα μέσα σε δροσερά κλωνάρια
δαγκώνοντας τον καρπό της μυρτιάς∙
τα μάτια μου τ’ αγκύλωνε μια ασπράδα
ίσως τ’ αλάτι ίσως το φάσμα της. Και τότε
στους θάμνους ένας ψίθυρος:
                                                «Εδώ ήταν
που γλίστρησε το ζό μου. Τούτη η πέτρα
μου τσάκισε το διάφωτον αυχένα
κι έδωσα την ψυχή μου νικηφόρα.
Απ’ τη βουλή του θεού ήμουν γεμάτη∙
μια μούλα δε σηκώνει τέτοιο βάρος∙
μην το ξεχνάς και μην την αδικήσεις».

Είπε κι εχάθη. Ωστόσο ακόμη και τώρα
η μούλα της ολοένα βόσκει στο μυαλό μου,
καθώς και η άλλη όπου σταμάτησε η καρδιά της
όταν την ξεφόρτωσαν απ’ τα δυο κιβούρια,
τους δυό αδελφούς τους αδικοσφαγμένους
απ’ τον τζελάτη εκεί στον Κουτσοβέντη.

Μα η πιο τρανή, πώς να την πω; Στον τόπο
που όσοι έζησαν πιο χαμηλά από τα καστέλια
λησμονήθηκαν σαν το χώμα του άλλου χρόνου,
αυτή αρμενίζει ακόμη στα φτερά της φήμης∙
το ξακουσμένο ζωντανό της ρήγαινας Λινόρας.
Στην κοιλιά της τα χρυσά φτερνιστήρια,
στη σέλα της τ’ αξεδίψαστα λαγόνια,
στο γλάκι της τραντά τα στήθια εκείνα
γεμάτα σαν τα ρόδια φονικό.
Κι όταν Ναπολιτάνοι Γενοβέζοι και Λομπάρδοι
φέραν απάνω στο βασιλικό τραπέζι
σ’ ένα ασημένιο δίσκο, ματωμένο
του σκοτωμένου ρήγα το πουκάμισο
και ξέκαμαν τον ελεεινόν Ιωάννη∙
λογιάζω πως χιχίνισε τη νύχτα εκείνη,
έξω από την απάθεια της φυλής της,
καθώς ουρλιάζει το σκυλί,
διπλοεντέλινη, χρυσοκάπουλη, στο στάβλο,
η μούλα Μαργαρίτα.

Με το ποίημα «Τρεις μούλες» ο Γιώργος Σεφέρης επιχειρεί μια συνειρμική σύνδεση ανάμεσα σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους της πολυπαθούς Κύπρου, συνθέτοντας ένα γράμμα που έχει ως αποδέκτη τον Μάστρο, ψευδώνυμο του Κύπριου αγωνιστή Γρηγόρη Αυξεντίου.
Το 1955 θα ξεκινήσει ο αγώνας των Κυπρίων για την απελευθέρωση του νησιού τους από τους Άγγλους που κατείχαν το νησί ήδη από το 1878. Ο Γρηγόρης Αυξεντίου συμμετείχε στην Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών (Ε.Ο.Κ.Α.) -οργανωτής και αρχηγός της οποίας υπήρξε ο Γεώργιος Γρίβας- και με τη γενναιότητα και αποφασιστικότητα που επέδειξε σύντομα έλαβε τη θέση του υπαρχηγού.
Ο Γρηγόρης Αυξεντίου θα καεί ζωντανός από τους Άγγλους το 1957 κοντά στην Ιερά Μονή της Παναγίας του Μαχαιρά, όπου και βρισκόταν το κρησφύγετό του. Ο αγώνας των Κυπρίων, βέβαια, θα συνεχιστεί μέχρι το 1959, οπότε θα επιτευχθεί συμφωνία για την ανεξαρτητοποίηση του νησιού. Η επιθυμία του κυπριακού λαού για ένωση με την Ελλάδα δε θα ευοδωθεί, με αντάλλαγμα εγγυήσεις από το τουρκικό κράτος πως δε θα επιμείνει στο σχέδιο διχοτόμησης του νησιού. Σύμφωνα, μάλιστα, με τη Συνθήκη Εγγυήσεως, που υπογράφηκε στη Ζυρίχη, η Τουρκία, η Ελλάδα και η Μεγάλη Βρετανία «θα εγγυώνταν την ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα, ασφάλεια και το πολίτευμα της Κύπρου, η οποία δε θα είχε δικαίωμα να κινηθεί είτε προς την κατεύθυνση της Ένωσης, είτε της διχοτόμησης». [Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ΙΣΤ, σελ. 461]
Ο Σεφέρης σ’ αυτό το ποίημα- γράμμα υπενθυμίζει γεγονότα που παραπέμπουν, κατά σειρά, στην εισβολή Αράβων στην Κύπρο το 694 μ.Χ., στην αποτυχημένη προσπάθεια ορισμένων ευγενών να εμποδίσουν την άνοδο στο θρόνο της Κύπρου του Ιακώβου Α΄ (1382-1389), αδελφού του δολοφονηθέντος βασιλιά Πέτρου Α΄ (1359-1369), και τέλος στην Ελεονόρα της Αραγονίας, συζύγου του Πέτρου Α΄, η οποία λίγα χρόνια πριν τη στέψη του Ιακώβου είχε προκαλέσει εισβολή των Γενουατών στο νησί (1373) για να εκδικηθεί τους δολοφόνους του άντρα της.
Τα φαινομενικώς αταίριαστα μεταξύ τους γεγονότα συνθέτουν μια εικόνα των περιπετειών που έχει περάσει το νησί της Κύπρου. Οι Άγγλοι που κατείχαν εκείνη την εποχή το νησί, ακολουθούσαν μια μακρά σειρά κατακτητών και επίδοξων κατακτητών. Μόνο η γαλλική δυναστεία των Λουζινιάν βασίλεψε στο νησί σχεδόν τρεις αιώνες (1192-1474).

Ο ποιητής θα συνδέσει το ποίημά του με τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου, θέτοντας ως υπότιτλο τη σημείωση «Γράμμα στον Μάστρο». Έτσι, όλες αυτές οι ιστορικές αναφορές λαμβάνουν πλέον μια διαφορετική πρόσληψη, καθώς λειτουργούν ως υπενθυμίσεις στο νεαρό αγωνιστή, για τα μακραίωνα βάσανα του νησιού του. Όπως η αραβική εισβολή δεν οδήγησε στην υποδούλωση του νησιού, κι όπως τερματίστηκε η βασιλεία των Λουζινιάν, έτσι και η αγγλική κατοχή μπορεί και πρέπει να διακοπεί.

Το χωρίο από το χρονικό του Λεόντιου Μαχαιρά υποδηλώνει τη στενή σχέση της ποιητικής σύνθεσης με το ιστορικό αυτό έργο, από το οποίο ο Σεφέρης αντλεί πολλές πληροφορίες. Το χρονικό του Μαχαιρά το έχει αξιοποιήσει ο ποιητής και στο ποίημά του «Ο Δαίμων της Πορνείας», όπου αναφέρεται στα γεγονότα που οδήγησαν στη δολοφονία του βασιλιά της Κύπρου, Πέτρου Α΄ της δυναστείας των Λουζινιάν.
Ενώ, όμως, στο ποίημα «Ο Δαίμων της Πορνείας» ο Σεφέρης λειτουργεί ως αμέτοχος αφηγητής, στο ποίημα «Τρεις μούλες» εντάσσει τον εαυτό του στη δράση, θέλοντας να καταστήσει σαφές το έντονο ενδιαφέρον που έχει για την ιστορία και την ιστορική συνέχεια της Κύπρου.
Ο τίτλος του ποιήματος «Τρεις μούλες» υποδεικνύει τον πρωτότυπο τρόπο με τον οποίο ο ποιητής συνδέει τα διάφορα ιστορικά γεγονότα μεταξύ τους. Σε κάθε μία από τις ιστορικές αναφορές εμπλέκεται και μια μούλα (θηλυκό μουλάρι), δημιουργώντας έτσι μια τριμερή σύνθεση, όπως φανερώνεται δομικά κι από τα τρία άνισα μέρη του ποιήματος.

1η Ενότητα: Ποιητής – Ούμ Χαράμ
Στην πρώτη εκτενή στροφή του ποιήματος ο Σεφέρης θα αναφερθεί στην ιστορία της Ούμ Χαράμ, διαπλέκοντας συνάμα και τη δική του ενεργή συμμετοχή στο ξετύλιγμα της ποιητικής ιστορίας.

Στη Δαμασκό μια νύχτα αγρύπνιας
μου φάνηκε το πέρασμα της Ούμ Χαράμ 
της βαθυσέβαστης γενιάς του Προφήτη.

Ένα βράδυ στη Δαμασκό, όπου ο ποιητής μένει άγρυπνος, του φαίνεται πως βλέπει σαν όραμα το πέρασμα της Ούμ Χαράμ στο νησί της Κύπρου.
Η Ούμ Χαράμ [Ummul Haram (αραβ.) ή Hala Sultan (τουρκ.) = σεβάσμια μητέρα], στη μνήμη της οποίας έχει αφιερωθεί το μουσουλμανικό τέμενος Χαλά Σουλτάν Τεκκέ, σε κοντινή απόσταση από τη Λάρνακα, ήταν κατά την παράδοση συγγενής του Προφήτη Μωάμεθ ή η παραμάνα του, αν και σύμφωνα με διαφορετική εκδοχή ανήκε απλώς στο στενό φιλικό περιβάλλον του Προφήτη. Το τέμενός της αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους τόπους λατρείας για τους μουσουλμάνους, σε ένδειξη τιμής για τη μεγάλη βοήθεια που είχε προσφέρει η Ούμ Χαράμ στον Προφήτη κατά τη φυγή του (Εγίρα) από τη Μέκκα προς τη Μεδίνα.
Η Ούμ Χαράμ σκοτώθηκε στην Κύπρο, όταν σε μεγάλη ηλικία είχε συνοδεύσει τους Άραβες που υπό τις διαταγές του εμίρη της Δαμασκού (Συρίας), Μωαβία, -μετέπειτα Χαλίφη- είχαν κάνει επιδρομή στο νησί (694 μ.Χ.).
Η επιδρομή των Αράβων έληξε όταν ο Μωαβίας πληροφορήθηκε την έλευση ισχυρής ναυτικής δύναμης των Βυζαντινών. Αν και δεν κατόρθωσε την κατάκτηση του νησιού πέτυχε ωστόσο την επιβολή φόρου στους Κυπρίους, δημιουργώντας έτσι ένα αντίβαρο στην κυριαρχία των Βυζαντινών.

Άκουγα πέταλα σαν αργυρά δηνάρια
κι εκείνη λες και διάβαινε λόφους αλάτι
κατά τη Λάρνακα, στη μούλα της καβάλα.

Ο ποιητής παρουσιάζει το όραμά του με ιδιαίτερη ζωντάνια συμπληρώνοντας την οπτική εικόνα με μια ηχητική. Άκουγε τα πέταλα της μούλας, σαν ασημένια νομίσματα που πέφτουν στο δάπεδο, κι έβλεπε την Ούμ Χαράμ σα να περνούσε πάνω σε λόφους αλάτι, πηγαίνοντας προς τη Λάρνακα.
Η αναφορά στους λόφους με το αλάτι έρχεται ως υπόμνηση του σημείου όπου συνέβη το ατύχημα, μιας και η Ούμ Χαράμ σκοτώθηκε στην αλυκή της Λάρνακας.

Περίμενα μέσα σε δροσερά κλωνάρια
δαγκώνοντας τον καρπό της μυρτιάς∙
τα μάτια μου τ’ αγκύλωνε μια ασπράδα
ίσως τ’ αλάτι ίσως το φάσμα της. Και τότε
στους θάμνους ένας ψίθυρος:

Ο ποιητής έχει μεταφερθεί νοερά από τη Δαμασκό στην Κύπρο και βρίσκει τον εαυτό του να περιμένει κρυμμένος σε δροσερά φύλλα, δαγκώνοντας παράλληλα τον καρπό της μυρτιάς με το μεθυστικό άρωμα. Τα μάτια του έχουν αρχίσει να πονούν από τη λευκότητα είτε του τοπίου, όπου κυριαρχεί το αλάτι, είτε από τη λευκότητα του φάσματος που αντικρίζει.
Η παρουσία του πάντως δεν περνά απαρατήρητη, καθώς η ίδια η Ούμ Χαράμ του απευθύνει το λόγο. Η αποστροφή αυτή προς τον ποιητή ενισχύει τη δραματικότητα του ποιήματος και καθιστά εντονότερη τη συμμετοχή του στα διαδραματιζόμενα γεγονότα. Ο ποιητής δε λειτουργεί ως αποστασιοποιημένος αναδιηγητής, αλλά ως δρών πρόσωπο της ιστορίας.

                                                «Εδώ ήταν
που γλίστρησε το ζό μου. Τούτη η πέτρα
μου τσάκισε το διάφωτον αυχένα
κι έδωσα την ψυχή μου νικηφόρα.
Απ’ τη βουλή του θεού ήμουν γεμάτη∙
μια μούλα δε σηκώνει τέτοιο βάρος∙
μην το ξεχνάς και μην την αδικήσεις».

Η Ούμ Χαράμ υποδεικνύει στον ποιητή το σημείο όπου γλίστρησε το μουλάρι της και την πέτρα στην οποία τσακίστηκε ο αυχένας της. Του επισημαίνει, όμως, πως ο θάνατός της δεν πρέπει να βαρύνει τη μούλα που τη μετέφερε, μιας κι ήταν αποτέλεσμα θεϊκής θέλησης. Μια μούλα δε θα μπορούσε να σηκώσει τέτοιο βάρος, δε θα μπορούσε να κινηθεί πέρα από τη βουλή του θεού.
Ο θάνατος της Ούμ Χαράμ στην Κύπρο λαμβάνεται ως θεϊκή θέληση, υπό την έννοια πως θα σταθεί η αφορμή για να δημιουργηθεί στο νησί ένας σημαντικότατος τόπος λατρείας των μουσουλμάνων. Μέσα στην πανσπερμία των πολιτισμικών στοιχείων του νησιού, θα ενταχθεί από νωρίς και το μουσουλμανικό.
Η πρώτη μούλα, λοιπόν, που παρουσιάζεται στο ποίημα είναι αυτή που συνδέεται με το θάνατο της Ούμ Χαράμ, ξεκινώντας τις αναφορές στην ιστορία της Κύπρου μ’ ένα γεγονός που τοποθετείται το 694 μ.Χ.

2η Ενότητα: Perot και Wilmot de Montolif

Ο πρόωρος θάνατος του Πέτρου Β΄ της Κύπρου, γιου του διαβόητου Πέτρου Α΄, το 1382, άφησε το θρόνο χωρίς άμεσο διάδοχο, μιας και ο Πέτρος δεν είχε αποκτήσει γιο, ενώ η κόρη του είχε πεθάνει σε πολύ μικρή ηλικία. Έτσι, ο μόνος νόμιμος διεκδικητής του θρόνου ήταν ο μικρότερος αδερφός του πατέρα του, Πέτρου Α΄, ο Ιάκωβος Α΄ (Jacque I de Lusignan).
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πέτρου Β΄ η μητέρα του, Ελεονόρα της Αραγονίας, έπεισε τους Γενουάτες, οι οποίοι ούτως ή άλλως είχαν σημαντικά οικονομικά συμφέροντα στο νησί, να εισβάλουν στην Κύπρο (1373) με σκοπό να τιμωρήσουν τους δολοφόνους του συζύγου της Πέτρου Α΄. Την αντίσταση κατά των Γενουατών ανέλαβαν οι δύο αδερφοί του Πέτρου Α΄, Ιωάννης και Ιάκωβος.
Ο Ιωάννης, που θεωρήθηκε από την Ελεονόρα ως ένας από τους βασικούς υπευθύνους για τη δολοφονία του συζύγου της, θα σκοτωθεί από τους Γενουάτες. Τα γεγονότα της δολοφονίας του Ιωάννη υπονοούνται στην τρίτη στροφή του ποιήματος, όπου ο ποιητής αναφέρεται στην Ελεονόρα της Αραγονίας.
Με το θάνατο, λοιπόν, του Πέτρου Β΄ άνοιγε ο δρόμος για την ανάληψη της εξουσίας από τον Ιάκωβο, ενδεχόμενο που ενοχλούσε μερικούς από τους ευγενείς του νησιού, με επικεφαλής του αδελφούς Perot και Wilmot de Montolif, οι οποίοι θεωρούσαν προτιμότερο να διατηρηθεί η εξουσία από τη γυναίκα του Πέτρου Β΄, τη βασίλισσα του νησιού Βαλεντίνα Βισκόντι. Η Βαλεντίνα ήταν κόρη του Τζιαν Γκαλεάτσο Βισκόντι, δούκα του Μιλάνου, κι είχε ανακηρυχθεί βασίλισσα της Κύπρου μετά το γάμο της με τον Πέτρο Β΄. Σ’ αυτή είχε στραφεί ο Perot Montolif ζητώντας της να παραμείνει στο θρόνο και να μη δεχτεί τον ερχομό του Ιάκωβου. « Περτ τε Μουντολφ τον ντρειωμένος βαχλιώτης, κα τον πολλ γαπημένος τς ρήγαινας τς Βαλιαντίνας, κατ τ πεν τος λς· τν ποίαν βούλευσέν τν ατς Περτ ν κρατήσ τ ρηγάτον δι λόγου της, καθς ποκεν πατέρας της κα κράτησεν τ Μιλ κα ολην τν (Λου)μπαρδίαν μ δυναστείαν.» [Χρονικό του Λεόντιου Μαχαιρά]
Μια εναλλακτική πρόταση των αδελφών Montolif ήταν να παντρέψουν την κόρη του Πέτρου Α΄ και αδερφή του αποθανόντος Πέτρου Β΄ με κάποιον τοπικό άρχοντα και να δώσουν σ’ εκείνον το θρόνο του νησιού: «Διατ ν μν πάρ τ ρηγάτον κόρη το ρ Πιέρ, δελφ το μικρο ρ Πιέρ, κα ν τν παντρέψουν μ κανέναν το τόπου μεγάλον φέντην; κα θέλουν τν στέψειν ρήγα.» [Χρονικό του Λεόντιου Μαχαιρά]
Ο Ιάκωβος εντούτοις θα κατορθώσει να επιστρέψει στην Κύπρο, από τη Γένοβα όπου κρατούνταν ως αιχμάλωτος από τους Γενουάτες, τους οποίους είχε πολεμήσει με σθένος στον πόλεμο που είχε προηγηθεί, και θα επιτύχει την τιμωρία των ευγενών. Έτσι οι αδελφοί Perot και Wilmot de Montolif, θα δολοφονηθούν από τους έμπιστους του νέου βασιλιά, παρόλο που η αντίδρασή τους στο ενδεχόμενο της στέψης του Ιάκωβου ήταν σύννομη και δεν είχε επαναστατικό χαρακτήρα.  
Το γεγονός της δολοφονίας τους θα καταγράψει στο χρονικό του ο Λεόντιος Μαχαιράς, αναφέροντας μάλιστα και το θάνατο του ζώου που μετέφερε τα δύο νεκρά σώματα: «Κα μετ τ στέψιμόν του () ρ Τζκ πεψεν κα κόψαν τς κεφαλάς τους· κα βάλαν τους ες ναν κιβούριν κα φορτσαν τους ες ναν βορδόνιν κα φέραν τους ες τν Κάβαν, κα ᾿ψόφησεν τ βορδόνιν κ᾿ κε τος θάψασιν· ...»

Είπε κι εχάθη. Ωστόσο ακόμη και τώρα
η μούλα της ολοένα βόσκει στο μυαλό μου,
καθώς και η άλλη όπου σταμάτησε η καρδιά της
όταν την ξεφόρτωσαν απ’ τα δυο κιβούρια,
τους δυό αδελφούς τους αδικοσφαγμένους
απ’ τον τζελάτη εκεί στον Κουτσοβέντη.

Το φάσμα της Ούμ Χαράμ χάνεται, αλλά ο ποιητής δηλώνει πως στη σκέψη του συνεχίζει να επανέρχεται η μούλα της, ενώ συνειρμικά θυμάται μια ακόμη μούλα, εκείνη που πέθανε αφού μετέφερε τα νεκρά σώματα των αδερφών Montolif. Με το συνειρμό αυτό ο ποιητής μεταβαίνει από το 649 μ.Χ. στο 1385 μ.Χ. οπότε ο Ιάκωβος Α΄ ανέβηκε στο θρόνο της Κύπρου. Από την εισβολή των Αράβων περνά στα γεγονότα που οδήγησαν στη διαδοχή του Πέτρου Β΄ από τον Ιάκωβο Α΄, διασφαλίζοντας τη συνέχεια της δυναστείας των Λουζινιάν.
Ο ποιητής χαρακτηρίζει του δύο αδελφούς αδικοσφαγμένους, καθώς οι προσπάθειές τους να αποτρέψουν τη στέψη του Ιάκωβου ήταν απολύτως νόμιμες. Ήταν μάλιστα σαφής η πρόθεσή τους να δηλώσουν την υποταγή τους στο νέο βασιλιά, όταν διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε στήριξη στο σχέδιό τους να δοθεί σε κάποιον άλλον ο θρόνος: “Κα νταν μάθαν κα λθεν ρ Τζκ ες τν Κερυνίαν, επεν το δελφο του το Γλιμότ: «δελφέ, ς κ(ρ)εμμίσωμε ν πμεν ες τν Κερυνίαν ν ζητήσωμεν συμπάθειον το ρηγός, κα θέλει μς συμπαθίσει κατ τ καλ συνηθία το ρηγάτου.»”  [Χρονικό του Λεόντιου Μαχαιρά]
Ο Ιάκωβος βέβαια δεν είχε καμία διάθεση να συγχωρέσει τους δύο διαφωνούντες, γι’ αυτό και με δική του εντολή ο τζελάτης (ο δήμιος) έκοψε τα κεφάλια τους στο κάστρο του Κουτσοβέντη [στις πλαγιές του Πενταδάκτυλου].
Η δεύτερη μούλα του ποιήματος, εκείνη που πέθανε μόλις ολοκλήρωσε τη μακάβρια μεταφορά των δύο φέρετρων, μας οδηγεί μια δεκαετία μετά τα γεγονότα που πραγματεύεται η τρίτη ενότητα του ποιήματος.

Ενότητα 3η: Ελεονόρα της Αραγονίας

Δέκα χρόνια προτού γίνει η στέψη του Ιάκωβου, η Ελεονόρα επιδίωξε και πέτυχε την τιμωρία των ευγενών που δολοφόνησαν τον άντρα της. Παρά το γεγονός ότι ο Πέτρος Α΄ είχε πολλές ερωμένες, η Ελεονόρα θεώρησε χρέος της να εκδικηθεί εκείνους που τόλμησαν να σκοτώσουν τον άντρα της. [Η ιστορία του Πέτρου Α΄ και της ταραχώδους σχέσης του με την Ελεονόρα δίνεται στο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Ο Δαίμων της Πορνείας»]
Η δολοφονία του Πέτρου Α΄ έγινε το 1369 από ευγενείς του νησιού, μεταξύ των οποίων ήταν και ο αδερφός του Πέτρου, Ιωάννης. Λίγα χρόνια μετά, το 1373, η Ελεονόρα έπεισε τους Γενουάτες να εισβάλουν στην Κύπρο, οι οποίοι αν κι εκπλήρωσαν την υπόσχεσή τους, θέλησαν ωστόσο να καταλάβουν και να κρατήσουν υπό τον έλεγχό τους όλο το νησί. Ο Ιάκωβος, που κατόπιν έγινε βασιλιάς της Κύπρου, ανέλαβε την υπεράσπιση του νησιού.

Μα η πιο τρανή, πώς να την πω; Στον τόπο
που όσοι έζησαν πιο χαμηλά από τα καστέλια
λησμονήθηκαν σαν το χώμα του άλλου χρόνου,
αυτή αρμενίζει ακόμη στα φτερά της φήμης∙
το ξακουσμένο ζωντανό της ρήγαινας Λινόρας.

Η πιο διάσημη μούλα του ποιήματος είναι αυτή που ανήκε στην Ελεονόρα της Αραγονίας. Ενώ όλοι όσοι έζησαν έξω από τα κάστρα του νησιού ξεχάστηκαν, σαν το χώμα του περασμένου χρόνου, όπως σχολιάζει ο ποιητής, η μούλα αυτή, η μούλα Μαργαρίτα, συνεχίζει να κινείται με τα φτερά της φήμης.
Η μούλα Μαργαρίτα ανήκε πρώτα στον Πέτρο Α΄ (το όνομά της είναι ίδιο με το όνομα της κόρης του) και μετά τη δολοφονία εκείνου πέρασε στη γυναίκα του Ελεονόρα. Το γεγονός ότι ο Λεόντιος Μαχαιράς αναφέρεται ρητά στη μούλα αυτή, χρησιμοποιώντας μάλιστα και το όνομά της, [βλέπε το παράθεμα που χρησιμοποιεί ο Σεφέρης στην αρχή του ποιήματος] τη διέσωσε από τη λήθη και της προσέφερε μια θέση στην ιστορία του νησιού, κάτι που δε συνέβη για τους χιλιάδες απλούς πολίτες που έζησαν εκείνη την περίοδο.

Στην κοιλιά της τα χρυσά φτερνιστήρια,
στη σέλα της τ’ αξεδίψαστα λαγόνια,
στο γλάκι της τραντά τα στήθια εκείνα
γεμάτα σαν τα ρόδια φονικό.

Η μούλα Μαργαρίτα είχε την τύχη να μεταφέρει την Ελεονόρα της Αραγονίας, μια από τις πιο δυναμικές και περιβόητες γυναίκες που συνέδεσαν το όνομά τους με την ιστορία της Κύπρου.
Στην κοιλιά του μουλαριού βρίσκονταν τα χρυσά φτερνιστήρια, ένδειξη του πλούτου και της δύναμης που κατείχε η σύζυγος του Πέτρου Α΄ και μητέρα του βασιλιά Πέτρου Β΄.
Στη σέλα της ακουμπούσαν τα ακόρεστα λαγόνια της Ελεονόρας, μιας γυναίκας που δε δίστασε να συνάψει ερωτική σχέση μ’ έναν από τους ευγενείς της αυλής, προκαλώντας μεγάλη αναστάτωση στο νησί.
Ενώ, με το τρέξιμο της μούλας ταράζονταν τα στήθη της Ελεονόρας, στήθη γεμάτα με φονική διάθεση. Αναφορά που μας παραπέμπει στην αποφασιστικότητα της Ελεονόρας να εκδικηθεί τους φονιάδες του άντρα της, έστω κι αν αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να θέσει σε κίνδυνο όλο το νησί, με την εισβολή των Γενουατών.

Κι όταν Ναπολιτάνοι Γενοβέζοι και Λομπάρδοι
φέραν απάνω στο βασιλικό τραπέζι
σ’ ένα ασημένιο δίσκο, ματωμένο
του σκοτωμένου ρήγα το πουκάμισο
και ξέκαμαν τον ελεεινόν Ιωάννη∙
λογιάζω πως χιχίνισε τη νύχτα εκείνη,
έξω από την απάθεια της φυλής της,
καθώς ουρλιάζει το σκυλί,
διπλοεντέλινη, χρυσοκάπουλη, στο στάβλο,
η μούλα Μαργαρίτα.

Ο ποιητής αναφέρεται στη μούλα σε συσχέτιση πάντα με την Ελεονόρα, αλλά στο κλείσιμο του ποιήματος θα εστιάσει την προσοχή του στην αντίδραση του ζωντανού, όταν πια η τιμωρία των φονιάδων του Πέτρου Α΄ είχε συντελεστεί.
Όταν, λοιπόν, οι διάφοροι Ιταλοί που είχαν συμπράξει για να βοηθήσουν την Ελεονόρα στην εκδίκησή της (από τη Νάπολη, τη Γένοβα και τη Λομβαρδία), έφεραν πειστήρια πως είχαν σκοτώσει τον Ιωάννη, τον αδερφό του νεκρού βασιλιά, τότε μας λέει ο ποιητής πως πιστεύει ότι η μούλα χλιμίντρισε, με τον ίδιο πόνο που ουρλιάζει το σκυλί. Αντίθετα προς την απάθεια που χαρακτηρίζει τα μουλάρια, η μούλα Μαργαρίτα συναισθανόμενη πως επιτέλους πλήρωσαν το τίμημα οι φονιάδες του αφεντικού της, χλιμίντρισε εκφράζοντας τον πόνο για το αφεντικό της και συνάμα τη χαρά για τη δίκαιη εκδίκηση.
Η διάθεση του ποιητή να δείξει πόσο ξεχωριστή υπήρξε η μούλα Μαργαρίτα, έγκειται τόσο στο γεγονός ότι της αποδίδει συναισθήματα, που δε συνηθίζονται σ’ αυτά τα ζώα, όσο κι από τον τρόπο που την παρουσιάζει, μ’ όλη την πολυτέλεια ενός βασιλικού ζώου. Με τα διπλά λουριά της και τα χρυσά καπούλια, στο στάβλο της, η μούλα Μαργαρίτα ένιωσε πως δόθηκε τέλος στην αδικία που έγινε στο αγαπημένο κι ένδοξο αφεντικό της. 


Μαρία Πολυδούρη «Κοντά σου»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Lauri Blank

Μαρία Πολυδούρη «Κοντά σου»

Το ποίημα κινείται στο γνωστό ποιητικό κλίμα της Πολυδούρη, που διαμορφώνεται κυρίως από το ερωτικό συναίσθημα, διαποτισμένο από μια γυναικεία ευαισθησία.

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κι αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.

Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι ανύποπτα περνά μες στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.

Η δημιουργική δύναμη που κινεί την πένα της Πολυδούρη είναι ο έρωτας, ιδωμένος εδώ μ’ όλη την τρυφερότητα που αισθάνεται η ποιήτρια για τον αγαπημένο της. Μοναδικός αποδέκτης των στίχων της, αν και δεν κατονομάζεται, είναι ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης, για τον οποίο η Πολυδούρη έτρεφε δυνατά συναισθήματα μέχρι το τέλος της σύντομης ζωής της.
Η Πολυδούρη, που εντάσσεται στη γενιά των νεορομαντικών, απογοητευμένη από την αβεβαιότητα και την παρακμή που χαρακτήριζε την εποχή της, αποζητά τη δικαίωση της ζωής στον έρωτα. Η κοινωνική εμπειρία και οι συλλογικές ανησυχίες δεν βρίσκουν έκφραση στην ποίησή της, καθώς η ποιήτρια -ακολουθώντας την τάση της γενιάς της- έχει στραφεί στον εσωτερικό της κόσμο και προτάσσει στους στίχους της το ατομικό βίωμα. Αντιμέτωποι με μια καταρρέουσα κοινωνία, που δεν εμπνέει πια υψηλά ιδανικά, οι νεορομαντικοί ποιητές επιλέγουν τη χαμηλόφωνη προσωπική ποίηση, που εκφράζει κυρίως τις εσωτερικές τους συναισθηματικές διακυμάνσεις.

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Η πρώτη στροφή ξεκινά με δύο κύριες προτάσεις που δηλώνουν η πρώτη αποφατικά και η δεύτερη καταφατικά το αίσθημα γαλήνης που αισθάνεται η ποιήτρια, όταν βρίσκεται κοντά σ’ εκείνον.
Με τη χρήση του β΄ προσώπου γίνεται αισθητή η ύπαρξη ενός αποδέκτη των λόγων και της τρυφερότητας της ποιήτριας. Ιδανικά το ποίημα της Πολυδούρη θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένα ερωτικό ψιθύρισμα στο πλάι του αγαπημένου της.
Η αντίθεση που δημιουργείται ανάμεσα στους δύο στίχους εκφράζει με ιδιαίτερη παραστατικότητα την ασφάλεια και την ψυχική γαλήνη που αισθάνεται η ποιήτρια όταν βρίσκεται κοντά στον αγαπημένο της. Κοντά σ’ εκείνον οι άνεμοι παύουν να ηχούν τόσο άγρια, κοντά του είναι γαλήνη και φως. Ενώ οι άνεμοι δημιουργούν ένα χειμερινό σκηνικό με μια αίσθηση κινδύνου, το φως του δεύτερου στίχου επαναφέρει το καλοκαιρινό τοπίο, με όλη την αισιόδοξη και χαρούμενη διάθεση που το χαρακτηρίζει.  
Στους επόμενους δύο στίχους η ποιήτρια με μια πρωτότυπη μεταφορά εκφράζει την ευδαιμονική ομορφιά και τη θετική προέκταση των σκέψεων που κάνουν οι δυο τους, όταν βρίσκονται μαζί. Υπό την επίδραση της γαλήνης που επιφέρει η παρουσία του αγαπημένου, τίποτε δεν ταράσσει και δεν ενοχλεί τις «ρόδινες» σκέψεις τους.
Η «χρυσόβεργη ανέμη» -η συσκευή που χρησιμοποιείται για το τύλιγμα του νήματος- τίθεται εδώ μεταφορικά για να αποδώσει το ήρεμο δέσιμο των σκέψεων των δύο ερωτευμένων. Οι σκέψεις τους τυλίγονται «ρόδινα» σε μιαν ανέμη χρυσόβεργη (σχήμα υπερβολής που αποδίδει εμφατικά την ιδανική πνευματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι δύο νέοι).
Στους τέσσερις αυτούς στίχους έχουμε τέσσερις μεταφορές «αχούν άγρια», «ρόδινος συλλογισμός», «στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη» και «ρόδινος τυλιέται στοχασμός», καθώς κι ένα διασκελισμό μεταξύ τρίτου και τέταρτου στίχου (στο διασκελισμό το νόημα δεν ολοκληρώνεται στα πλαίσια ενός στίχου, γι’ αυτό και συνεχίζεται στον επόμενο).

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κι αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.

Η πνευματική και συναισθηματική επικοινωνία ανάμεσα στην ποιήτρια και τον αγαπημένο της είναι τέτοιας ποιότητας, ώστε είτε σιωπούν είτε μιλούν κατακλύζονται από συναισθήματα τρυφερότητας και χαράς.
Στους δύο πρώτους στίχους παρουσιάζεται η άνεση που αισθάνονται οι δυο τους να μένουν μαζί χωρίς να μιλούν, ένδειξη πως στη σχέση τους δεν υπάρχει η ανασφαλής ανάγκη να γεμίζουν τις σιωπές. Έτσι, η σιωπή μεταξύ τους δε βαρύνει την ατμόσφαιρα, αντιθέτως μοιάζει με γέλιο, μοιάζει με πηγή χαράς, που καθρεφτίζεται σε τρυφερά μάτια.
Οι δύο νέοι ακόμη κι όταν δε μιλούν βιώνουν την τρυφερότητα του ερωτικού συναισθήματος, καθώς βλέπουν ο ένας στα μάτια του άλλου, όλη την αλήθεια των αισθημάτων τους.
Στους δύο επόμενος στίχους, η ποιήτρια δηλώνει πως η τρυφερότητα που διακρίνει τις σιωπές τους, αποκτά μεγαλύτερη δύναμη και γίνεται χαρά, όταν αρχίζουν να μιλούν. Όταν εκφράζουν με λόγια την αγάπη τους ή όταν μοιράζονται τις σκέψεις τους, η χαρά που στεκόταν πλάι τους άνεργη «αναφτεριάζει», αποκτά εκ νέου υπόσταση και γεμίζει την ψυχή τους.
Στη στροφή αυτή έχουμε: α) μια παρομοίωση «η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει», που εκφράζει με την ηχητική έκφανση του γέλιου, πόσο εκφραστική και μεστή από χαρά είναι η σιωπή τους, β) τρεις μεταφορές «αντιφεγγίζουν», «μάτια τρυφερά» και «αναφτεριάζει», ενώ η χαρά που στέκεται «άνεργη» προσωποποιείται.

Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι ανύποπτα περνά μες στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.

Στην τρίτη στροφή συναντάμε δύο ακόμη φορές τη φράση «κοντά σου», που αποτελεί συνάμα τον τίτλο του ποιήματος κι η οποία εντοπίζεται και στις δύο προηγούμενες στροφές. Η συνεχής επανάληψη αυτής της φράσης τονίζει πως όλα τα θετικά συναισθήματα κι όλη η τρυφερότητα που γεννιέται στην ψυχή της ποιήτριας, έχουν ως βασική αιτία την παρουσία εκείνου. Μόνο κοντά του οι άνεμοι παύουν να ηχούν άγρια και μόνο κοντά του η θλίψη τρέπεται σε χαρά.
Κοντά στον αγαπημένο της, λοιπόν, η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι, μετουσιώνεται δηλαδή σε κάτι όμορφο και διαχέεται στη ζωή. Η γλυκόπικρη αίσθηση του έρωτα, που ποτέ δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς πόνο και καημούς, μετατρέπεται σε μια γλυκιά αίσθηση που γίνεται ανύποπτα μέρος της ζωής της, όταν εκείνος βρίσκεται κοντά της. 
Άλλωστε, όπως εμφατικά δηλώνεται με το ασύνδετο σχήμα των δύο καταληκτικών στίχων, κοντά στον αγαπημένο της όλα είναι γλυκά κι όλα απαλά και τρυφερά σα χνούδι, σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.
Στο κλείσιμο του ποιήματος η Πολυδούρη επιχειρεί να αποδώσει όλη την τρυφερότητα που πλημμυρίζει την ψυχή της όποτε βρίσκεται κοντά σ’ εκείνον, δίνοντας με πολλαπλές παρομοιώσεις πόσο απαλά και γαλήνια γίνονται όλα πλάι του. Η θλίψη κι οι δυσκολίες της ζωής χάνονται όταν εκείνος είναι δίπλα της, καθώς απομακρύνει με την παρουσία του κάθε φόβο και προσφέρει στην ποιήτρια μια πολύτιμη αίσθηση ασφάλειας, γαλήνης κι ευτυχίας.

Στο ποίημα διακρίνεται η χρήση ομοιοκαταληξίας, που σε συνδυασμό με τις επαναλήψεις της φράσης «κοντά σου» ενισχύει τη μουσικότητα του ποιήματος. Η ομοιοκαταληξία είναι πλεχτή με τον πρώτο στίχο να ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο και τον δεύτερο να ομοιοκαταληκτεί με τον τέταρτο και στις τρεις στροφές (σχηματικά έχουμε: αβαβ). Σε κάθε στροφή ο πρώτος και ο τρίτος στίχος είναι ενδεκασύλλαβος ενώ ο δεύτερος και ο τέταρτος είναι δεκασύλλαβος. 
Το μέτρο του ποιήματος είναι ο ίαμβος, που δημιουργείται με την εναλλαγή μιας άτονης συλλαβής με μια τονισμένη. Για παράδειγμα στον ακόλουθο δεκασύλλαβο στίχο κάθε δεύτερη συλλαβή τονίζεται κατά την ανάγνωση.
κι α / νύ/ πο / πτα / περ / νά / μες / στη / ζω / ή

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ἐν τῇ ὁδῳ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Jeff Neugebauer

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ἐν τῇ ὁδῳ»

Τό συμπαθητικό του πρόσωπο, κομμάτι χρό
τά καστανά του μάτια, σαν κομένα
εκοσι πέντ’ τών, πλήν μοιάζει μλλον εκοσι
μέ κάτι καλλιτεχνικό στό ντύσιμό του
– τίποτε χρμα τς κραβάτας, σχμα το κολλάρου –
σκόπως περπατε μές στήν δό,
κόμη σάν πνωτισμένος π’ τήν νομη δονή,
πό τήν πολύ νομη δονή πού πέκτησε.

[1916]

Ένα από τα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη, όπου το ποιητικό υποκείμενο λειτουργεί ως παντογνώστης παρατηρητής. Ο ποιητής, προκειμένου να συνθέσει την ιστορία στην πληρότητά της, ξεπερνά τα περιορισμένα όρια γνώσης ενός απλού παρατηρητή και μας πληροφορεί τόσο για την ηλικία του ήρωα, όσο και για το που βρισκόταν λίγο προτού θεαθεί να περπατά στο δρόμο.  
Είναι εμφανής η επιθυμία του ποιητή να εστιάσει την προσοχή του αναγνώστη στον νεαρό ήρωα, δίνοντας σκοπίμως ελλιπείς πληροφορίες για το σκηνικό της ποιητικής ιστορίας. Από τον τίτλο κιόλας κατανοούμε πως ο τόπος στον οποίο βλέπει ο ποιητής τον όμορφο νέο δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. «ν τ δῳ», στο δρόμο, σε κάποιο δρόμο, προφανώς της Αλεξάνδρειας, ο ποιητής έχει την τύχη ν’ αντικρίσει το συμπαθή ήρωα του ποιήματος.
Το συμπαθητικό του πρόσωπο -όχι εκπληκτικά ωραίο, δεν έλκει άλλωστε γι’ αυτό την προσοχή του ποιητή- είναι κάπως ωχρό, ένδειξη κόπωσης που θα ενισχυθεί κι από την παρατήρηση του δεύτερου στίχου πως τα μάτια του είναι σαν κομμένα.
Ελαφρώς κουρασμένος, λοιπόν, ο ήρωας, όπως δηλώνεται με τις διατυπώσεις που απαλύνουν την ένταση της εντύπωσης «κομμάτι ωχρό», «σαν κομένα», με συμπαθητικό πρόσωπο και καστανά μάτια.
Με μια ενδιαφέρουσα διαδικασία εστίασης ο ποιητής στρέφει την προσοχή του αρχικά στο πρόσωπο του νεαρού, στη συνέχεια διευρύνει την εικόνα παρουσιάζοντας το ντύσιμό του και κατόπιν μας δίνει πληρέστερα την εικόνα, με το νέο να περπατά σαν υπνωτισμένος.
Αν και είκοσι πέντε ετών ο νεαρός, μοιάζει περισσότερο με είκοσι, ενώ το ντύσιμό του έχει κάτι το καλλιτεχνικό, εντύπωση που οφείλεται ίσως στο χρώμα της γραβάτας και στο σχήμα που έχει το κολάρο του πουκαμίσου του. Τα στοιχεία αυτά, αν συνδυαστούν με την ωχρότητα του προσώπου, μας επιτρέπουν να εικάσουμε πως ο νεαρός ήρωας δεν ασχολείται με κάποιο επίπονο χειρωνακτικό επάγγελμα, αλλά είναι μάλλον παιδί των γραμμάτων ή της τέχνης.
Ο νεαρός περπατά μέσα στο δρόμο άσκοπα, σα να είναι υπνωτισμένος από την άνομη, την ανήθικη ηδονή, που απέκτησε. Κι εδώ έχουμε το κεντρικό σημείο του ποιήματος, υπό την έννοια πως ό,τι είλκυσε το ενδιαφέρον του ποιητή είναι ακριβώς η άσκοπη περιπλάνηση του νεαρού, η ζάλη της ηδονής, που είναι εμφανής στο πρόσωπο και στις κινήσεις του.
Ο ποιητής επιχειρεί ν’ αποτυπώσει το μοναδικό εκείνο αντίκτυπο που έχει η παράδοση του νέου στην άνομη ηδονή, τη γλυκιά ζάλη, το πρόσκαιρο ξέχασμα του εαυτού, την άσκοπη περιπλάνηση, ενόσω γεύεται ακόμη την άμεση εντύπωση της ηδονικής επαφής.
Ο καταληκτικός στίχος, άλλωστε, με τη μερική επανάληψη του προηγούμενου, «πό τήν πολύ νομη δονή» ενισχυμένου με το ποσοτικό επίρρημα «πολύ», έρχεται να δώσει έμφαση στη βασική θεματική του ποιήματος. Είναι η άφθονη ηδονή που έχει κάνει το νεαρό να λησμονήσει κάθε τι άλλο κι είναι συγκεκριμένα η «άνομη» ηδονή, ώστε να διακριθεί από τους έρωτες της ρουτίνας.
Οι στιγμές που ο χρόνος καθηλώνεται και αποκτά μια διαφορετική σημασία είναι ακριβώς οι στιγμές που ο νέος άνθρωπος αφήνεται στον έρωτα, χωρίς δισταγμούς κι ενοχές, γευόμενος «πολύ νομη δονή». Έτσι, ο ποιητής απομονώνει το περιστατικό αυτό, τη στιγμή δηλαδή που ο νεαρός παραζαλισμένος ακόμη περπατά στο δρόμο, με τις αισθήσεις του γεμάτες από τον έρωτα, για να τονίσει την ομορφιά που αποκτά η ζωή, όταν οι άνθρωποι εκπληρώνουν τις επιθυμίες τους.
Ό,τι ο Καβάφης επιθυμούσε πάντοτε, ό,τι επιδίωκε, ήταν να αφεθεί στις τολμηρές ηδονές και να τις γευτεί με απόλυτη ένταση. Κι αυτό ακριβώς το συναίσθημα διακρίνει στο συμπαθητικό πρόσωπο του νέου, την έκσταση του ανθρώπου που μόλις απέκτησε πολύ ιδανική ηδονή.
Σε οκτώ μόλις στίχους ο ποιητής κατορθώνει να δημιουργήσει μια ερωτική ιστορία, που συγκινεί τον αναγνώστη, όχι με το περίτεχνο ύφος του λόγου, αλλά με την ανάκληση μιας οικείας κατάστασης, με την ανάκληση της μέθης που προκαλεί η ηδονική επαφή. Ο μεσήλικας πια ποιητής, που δεν έχει τη δυνατότητα να βιώσει εκ νέου, με την πληρότητα που μόνο η νιότη χαρίζει, μιαν αντίστοιχη εμπειρία, παρατηρεί τον ανώνυμο νέο και αντλεί ό,τι μπορεί απ’ τη δική του ερωτική παραζάλη.
Ο ποιητής λειτουργεί πλέον ως ο καταγραφές των στιγμών εκείνων που αξίζουν όσο τίποτε να διασωθούν απ’ τη λήθη. Με προσοχή και απόλυτο σεβασμό διαλέγει τις ψηφίδες εκείνες που αρκούν για να παραστήσουν επαρκώς το περιστατικό και να μεταδώσουν την ιδιαίτερη αίσθηση που βιώνει ο νεαρός. Αν ο εικοσιπεντάχρονος ήρωας δεν έχει πλήρη επίγνωση του πόσο σημαντικό ήταν αυτό που έζησε, ο ποιητής γνωρίζει καλά πως αυτό που βλέπει πρέπει να διαφυλαχτεί απ’ το σαρωτικό πέρασμα της καθημερινότητας, πρέπει να μείνει ως διαρκής υπενθύμιση του πολύτιμου δώρου της ηδονής.
Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται η στίξη του ποιήματος -σημαντική σε κάθε ποίημα του Καβάφη- που αποτελεί επί της ουσίας οδηγό για το πώς θέλει ο ποιητής να γίνει η ανάγνωση. Έτσι, οι τρεις πρώτοι στίχοι που δίνουν τα βασικά σημεία της εμφάνισης του νεαρού έχουν άνω τελεία, στοιχείο που υποδηλώνει μικρή παύση σε κάθε επιμέρους στίχο. Ο ποιητής επιθυμεί μια σταδιακή αποκάλυψη της εικόνας του νέου, ώστε ο αναγνώστης να έχει τη δυνατότητα να παραστήσει στη σκέψη του το συμπαθητικό πρόσωπο με τα καστανά μάτια που δείχνει αρκετά νεότερο απ’ την ηλικία του.
Μια διαφοροποίηση στον τόνο της φωνής απαιτεί ο στίχος που δίνεται μέσα στις παύλες, μιας και αποτελεί μιαν απόπειρα να εξηγηθεί που οφείλεται η εντύπωση που δημιουργεί το ντύσιμο του νεαρού. Ενώ, τρεις τελευταίοι στίχοι που αποτελούν την κορύφωση του ποιήματος, διαβάζονται με μικρότερες παύσεις, όπως αυτές ορίζονται με τη χρήση του κόμματος. 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...