Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Διονύσιος Σολωμός «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» Σχεδίασμα Γ'

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Marwane Pallas

Διονύσιος Σολωμός «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» Σχεδίασμα Γ'

Ο Διονύσιος Σολωμός έχοντας δουλέψει σχεδόν 11 χρόνια (1833-1844) το Β΄ σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων, ξεκινά μια νέα επεξεργασία του ποιήματος, σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο ξανά, χωρίς όμως τις ομοιοκαταληξίες.

1

Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,
Κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου
Με λογισμό και μ’ όνειρο, τι χάρ’ έχουν τα μάτια,
Τα μάτια τούτα, να σ’ ιδούν μες στο πανέρμο δάσος,
Που ξάφνου σου τριγύρισε τ’ αθάνατα ποδάρια
(Κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα του Βαϊώνε!
Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα,
Ατάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη πόχει,
Που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη ‘ναι κρυμμένα·
Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου,    
Κι ευθύς εγώ τ’ Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;
Δόξα ‘χ’ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.
(Η Θεά απαντάει εις τον ποιητή και τον προστάζει να ψάλει την πολιορκία του Μεσολογγίου).

Στο Γ΄ Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων ο ποιητής έχει το μοναδικό προνόμιο της επικοινωνίας με την προσωποποιημένη Μητέρα Πατρίδα. Ο πρώτος κιόλας στίχος αποτελεί αποστροφή προς τη μητέρα πατρίδα στην οποία ο ποιητής εκφράζει την απορία του για τη δυνατότητα και την τιμή που του δίνεται να αντικρίσει τη θεϊκή μορφή της.
Η πατρίδα προσφωνείται μητέρα, για να τονιστεί το ισχυρό συναισθηματικό δέσιμο που αισθάνονταν όλοι οι Έλληνες με την ελληνική γη είτε ζούσαν στα ελάχιστα απελευθερωμένα εδάφη της είτε στα ακόμη υποδουλωμένα.
Ο ποιητής χαρακτηρίζει την πατρίδα μεγαλόψυχη, διαπνεόμενη δηλαδή από ανωτερότητα και γενναιοδωρία, τόσο στις στιγμές του πόνου όσο και της δόξας. Η Ελλάδα και το ελληνικό έθνος διατηρούν την αξιοπρέπεια και το μεγαλείο της ψυχής τους σε κάθε περίσταση, ακόμη και στις πιο δύσκολες. Τρανό παράδειγμα, άλλωστε, αποτελεί η στάση των πολιορκημένων Μεσολογγιτών, οι οποίοι παρόλο που βρίσκονται αντιμέτωποι μ’ έναν βέβαιο θάνατο στα χέρια του εχθρού, δεν καταδέχονται να σκεφτούν το ενδεχόμενο της παράδοσης. Με πρωτόγνωρο ψυχικό σθένος αποφασίζουν να πεθάνουν μαχόμενοι, θυσιάζοντας κάθε πιθανότητα επιβίωσης στο ιδανικό της ελευθερίας. Έτσι, οι απλοί άνθρωποι του Μεσολογγίου ξεπερνούν κάθε φόβο και γίνονται ήρωες και διαχρονικά σύμβολα του ανθρώπινου πόθου για ελευθερία και αξιοπρέπεια.
Η εμφάνιση της θεϊκής μητέρας μπροστά στον ποιητή του προκαλεί έκπληξη καθώς αναλογίζεται πως το προνόμιο αυτής της θέασης παρέχεται στον ίδιο κι όχι στα υπόλοιπα παιδιά της πατρίδας που με αυτοθυσία αγωνίζονται και πολεμούν. Ο ποιητής, αν και αισθάνεται αγάπη υπέρμετρης έντασης για την πατρίδα, δε βρίσκεται σε κάποιο πεδίο μάχης, παραμένει ένας παρατηρητής του αγώνα, που προσδοκά με όλη τη θέρμη της καρδιάς του μιαν αίσια έκβαση και μια γοργή απελευθέρωση των Ελλήνων. Εκείνο, επομένως, που τον διακρίνει από τους Έλληνες που πολεμούν και θυσιάζονται για την πατρίδα, είναι η ποιητική του ιδιότητα, το γεγονός δηλαδή πως μπορεί με το έργο του να υμνήσει και να διασώσει στη συλλογική μνήμη την ιερή θυσία των πολιορκημένων Μεσολογγιτών.
Στον ποιητή, λοιπόν, προσφέρεται η δυνατότητα να αντικρίσει τη μητέρα πατρίδα προκειμένου να λάβει από εκείνη το πρόσταγμα να υμνήσει την πολιορκία του Μεσολογγίου. Έτσι, ο ποιητής αποκτά μια ξεχωριστή τιμή, αναγνωρίζοντας ωστόσο πως οι υπόλοιποι Έλληνες ζουν διαρκώς στο κρυφό μυστήριο, στην ιδιαίτερη δηλαδή κατάσταση ψυχής όπου κάθε τους σκέψη και κάθε τους όνειρο προσβλέπει στην απελευθέρωση της πατρίδας τους.
Είτε συνειδητά (λογισμός) είτε ασύνειδα (όνειρο) οι Έλληνες διακατέχονται απ’ τον ασίγαστο πόθο της ελευθερίας που κατευθύνει κάθε τους πράξη, διακρίνονται όμως από τον ποιητή, καθώς εκείνος έχει τη δυνατότητα με το ποιητικό του έργο να εξυμνήσει τις ηρωικές τους προσπάθειες και να τους προσφέρει τον έπαινο που τους αρμόζει.
Η εμφάνιση της «Θεάς» πατρίδας, όπως την προσφωνεί ο ποιητής, δίνεται με τρόπο που καθιστά σαφή την υπερκόσμια υπόσταση της θεϊκής μορφής. Εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά στον ποιητή, χωρίς εκείνος ν’ ακούσει το περπάτημά της ή να τη δει να τον πλησιάζει, κι αμέσως το δάσος κυκλώνει τα πόδια της με φύλλα, με κλαδιά, όπως αυτά που δίνονται στους εκκλησιαζόμενους την Κυριακή των Βαΐων -μια εβδομάδα πριν την Ανάσταση-, πρόκειται για κλαδιά δάφνης, μυρτιάς ή φοίνικα.
Ο ποιητής θέλοντας ν’ αποδώσει τη γαλήνη και την ομορφιά της θεϊκής μορφής την παρομοιάζει με τον ουρανό, που σε κάθε δεδομένη στιγμή αποκαλύπτει κάποια μέρη της εικόνας και του κάλλους του κι άλλα τα κρύβει. Έτσι, σαν ουρανός, τη μορφή και το κάλλος του οποίου δεν μπορεί κανείς ν’ αντικρίσει διαμιάς, στεκόταν μπροστά στον ποιητή η θεϊκή μορφή της πατρίδας, με τη γαλήνη και την ηρεμία που ταιριάζει σ’ όποιον έχει εμπιστοσύνη στη δύναμη και την αξία του.
Ενδιαφέρον έχει η επιλογή του ποιητή να παρουσιάσει το δάσος να τριγυρίζει τα πόδια της Θεάς με φύλλα των Βαΐων και της Λαμπρής, καθώς η ηρωική έξοδος των πολιορκημένων έγινε το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων (10 Απριλίου 1826) και η είδηση της πτώσης του Μεσολογγίου άρχισε να γίνεται γνωστή στους υπόλοιπους Έλληνες κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας. Είναι σα να τοποθετεί έμμεσα ο ποιητής τη συνομιλία του με τη μητέρα πατρίδα τη μέρα της ηρωικής εξόδου, λαμβάνοντας έτσι το πρόσταγμα να ψάλει την πολιορκία του Μεσολογγίου όταν πια έχει ολοκληρωθεί η θυσία των Μεσολογγιτών.
Ο ποιητής εντυπωσιασμένος απ’ την εμφάνιση της θεϊκής πατρίδας αισθάνεται την ανάγκη ν’ ακούσει τη φωνή της, ώστε να τη μοιραστεί μ’ όλον τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο. Ο ίδιος αντιλαμβάνεται βέβαια πόσο σημαντικό είναι το προνόμιο που του προσφέρεται με τη θέαση της μητέρας πατρίδας, γι’ αυτό και θέλει να μοιραστεί με τους υπόλοιπους Έλληνες την εύνοια αυτή μεταφέροντάς τους τα λόγια της θεϊκής μορφής. Η αγάπη του, άλλωστε, για την πατρίδα γίνεται εμφανής μέσα από έναν στίχο που τον συναντάμε και στο Β΄ Σχεδίασμα, αλλά και στον Κρητικό: «Δόξα ‘χ’ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.»
Ο ποιητής αγαπά και δοξάζει κάθε σημείο της πατρίδας του, ακόμη κι εκείνα που δεν έχουν την ομορφιά, που εύλογα θα συγκινούσε κάθε άνθρωπο. Κι είναι τελικά η μεγάλη αυτή αγάπη του ποιητή για την Ελλάδα που θα του διασφαλίσει το κάλεσμα της μητέρας πατρίδας να ψάλει την πολιορκία του Μεσολογγίου. Έτσι, σε αντίθεση με την αρχαία παράδοση που ήθελε τους ποιητές να ζητούν τη συνδρομή των μουσών για να ξεκινήσουν το τραγούδι τους -Όμηρος, Ησίοδος-, ο Σολωμός βρισκόμενος σε μια κατάσταση διαρκούς ενδιαφέροντος κι ανησυχίας για την πολύπαθη πατρίδα του, λαμβάνει το πρόσταγμα απ’ την ίδια την Πατρίδα ως αναγνώριση για την προσήλωσή του στον ιερό αγώνα της απελευθέρωσης,

2

Έργα και λόγια,1 στοχασμοί, -στέκομαι και κοιτάζω-
Λουλούδια μύρια, πούλουδα, που κρύβουν το χορτάρι,
Κι άσπρα, γαλάζια, κόκκινα καλούν χρυσό μελίσσι.
Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο. –
Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
Και σα θολώσουν τα νερά, και τ’ άστρα σα πληθύνουν,
Ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι.
«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!

Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι·
Κι αλιά! σε λίγο ξέσκεπα τα λίγα στήθια μένουν·
Αθάνατη ‘σαι, που ποτέ, βροντή, δεν ησυχάζεις;»
Στην πλώρη, που σκιρτά, γυρτός, τούτα ‘π’ ο ξένος ναύτης.
Δειλιάζουν γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε,
Και με λιβάνια δέχεται και φώτα τον καημό τους
Ο σταυροθόλωτος ναός και το φτωχό ξωκλήσι.
Το μίσος όμως έβγαλε και κείνο τη φωνή του:
«Ψαρού, τ’ αγκίστρι π’ άφησες, αλλού να ρίξεις άμε.»

Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
Κι όταν θολώσουν τα νερά, κι όταν πληθύνουν τ’ άστρα,
Ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι.
Γέρος μακριά, π’ απίθωσε στ’ αγκίστρι τη ζωή του,
Το πέταξε, τ’ αστόχησε, και περιτριγυρνώντας:
«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!
Πέλαγο μέγ’, αλίμονον! βαρεί το καλυβάκι·
Σε λίγην ώρα ξέσκεπα τα λίγα στήθη μένουν
Αθάνατή ‘σαι, που, βροντή, ποτέ δεν ησυχάζεις;
Πανερημιά της γνώρας μου, θέλω μ’ εμέ να κλάψεις.»

Στο δεύτερο απόσπασμα του ποιήματος ο Σολωμός επιχειρεί ουσιαστικά να αποδώσει την ένταση της πολεμικής δραστηριότητας που συγκλόνιζε το πολιορκούμενο Μεσολόγγι, θέλοντας έτσι να αιτιολογήσει την ανάγκη να υμνηθεί η τραγική αυτή εμπειρία των Μεσολογγιτών.
Στους τρεις πρώτους στίχους μάλιστα ο ποιητής εκφράζει με μια ιδιαίτερη παρομοίωση το μεγαλείο των πολιορκημένων, οι οποίοι παρά το γεγονός ότι είναι αντιμέτωποι με τόσες δυσκολίες, όχι μόνο δεν υποκύπτουν στο φόβο τους, αλλά σχεδιάζουν μια ηρωική έξοδο, που σχεδόν βέβαια θα τους φέρει σε θανάσιμο κίνδυνο, θα τους γλιτώσει όμως απ’ τον ατιμωτικό αφανισμό λόγω της πείνας και της εξαθλίωσης.
Ο ποιητής λοιπόν παρατηρεί τις πράξεις και τα σχέδια, του συλλογισμούς, των πολιορκημένων, που του φαίνονται σα χιλιάδες πανέμορφα λουλούδια, όλων των χρωμάτων. Λουλούδια που προσκαλούν με το κάλλος τους τις μέλισσες να λάβουν απ’ αυτά τη γύρη τους, πράξεις δηλαδή που στέκονται ως πηγή ζωής και αναδημιουργίας, ως άριστα παραδείγματα για τον αγώνα των υπόλοιπων Ελλήνων.
Οι πολιορκούμενοι γνωρίζουν πως αν παραμείνουν εγκλωβισμένοι στο Μεσολόγγι δεν έχουν καμία ελπίδα επιβίωσης, γι’ αυτό και θα τολμήσουν μια συλλογική έξοδο που ίσως διασφαλίσει τη σωτηρία σε όσους, ελάχιστους, κατορθώσουν να περάσουν στ’ απέναντι νησιά και στις γύρω περιοχές.
Το Μεσολόγγι δέχεται σφοδρή επίθεση που δε σταματά ποτέ, από το ξημέρωμα έως το μεσημέρι κι από το απόγευμα ως αργά τη νύχτα, τ’ ακρογιάλια και τα βουνά σείονται από τους βομβαρδισμούς και τους πυροβολισμούς. Μια συντονισμένη επίθεση από Τούρκους, Γάλλους, Αιγύπτιους και Άγγλους συγκλονίζει το πολιορκημένο Μεσολόγγι. Όπως χαρακτηριστικά διακρίνει ο ποιητής τη συμμετοχή κάθε εθνότητας στην πολιορκία, χρησιμοποιούνται άλογα των Αιγυπτίων, σφαίρες των Τούρκων, κανόνια των Άγγλων και ο νους, η οργάνωση όλης της επίθεσης γίνεται από τους Γάλλους που είχαν αναλάβει την εκπαίδευση του τουρκικού στρατού.
Η ένταση αυτής της επίθεσης θα δοθεί δύο φορές στο πλαίσιο του αποσπάσματος μέσα από τη μαρτυρία ενός ξένου ναύτη κι ενός Έλληνα ψαρά. Η διπλή μαρτυρία λειτουργεί ενισχυτικά για την αντικειμενικότητα και την αλήθεια της περιγραφής, ενώ συνάμα παρουσιάζει με μεγαλύτερη ενάργεια τον αντίκτυπο της άγριας επίθεσης που δεχόταν το Μεσολόγγι.
Μέσα από τα λόγια του ξένου ναύτη βλέπουμε πως το Μεσολόγγι έμοιαζε μ’ ένα «καλυβάκι» σε σχέση με το «πέλαγος», την πληθώρα των εχθρικών δυνάμεων που το πολιορκούσαν. Ένας αγώνας άνισος που πολύ γρήγορα φέρνει τους πολιορκημένους Έλληνες σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Οι ελάχιστοι πολεμιστές μένουν άοπλοι (ξέσκεποι) απέναντι στους πάνοπλους εχθρούς τους, τη στιγμή που η επίθεση συνεχιζόταν με ασίγαστη ένταση, κάνοντας τον ξένο ναύτη ν’ αναρωτηθεί αν η βροντή του πολέμου είναι αθάνατη γι’ αυτό και ποτέ δεν κοπάζει.
Από τη βιαιότητα της επίθεσης ταράζονται κι οι κάτοικοι των γύρων νησιών (των Επτανήσων), οι οποίοι θρηνούν για την τύχη των πολιορκημένων, παρακαλούν για χάρη τους και συνάμα δειλιάζουν μπροστά στο πλήθος των εχθρών και στο μένος με το οποίο προσπαθούν να κάμψουν την αντίσταση των Μεσολογγιτών. Οι κάτοικοι μάλιστα των Επτανήσων καταφεύγουν στους μεγάλους ναούς, αλλά και στα μικρά ξωκλήσια τους για να προσευχηθούν για την τύχη των Μεσολογγιτών.
Ενώ, δεν παύουν να υπάρχουν κι οι αντίθετες φωνές, το «μίσος» εκείνων που δε βλέπουν θετικά την προσπάθεια των Μεσολογγιτών. Το θέμα αυτό το παρουσιάζει εκτενέστερα ο Σολωμός στη Γυναίκα της Ζάκυθος, όπου η ηρωίδα εκφράζει με κάθε τρόπο την απέχθειά της για τις Μεσολογγίτισσες που τολμούν να ζητήσουν βοήθεια για τους πεινασμένους συμπατριώτες τους. Η φράση που χρησιμοποιεί ο ποιητής «Ψαρού, τ’ αγκίστρι π’ άφησες, αλλού να ρίξεις άμε», είναι χαρακτηριστική για την απροθυμία που έδειχναν πολλοί Έλληνες στα Επτάνησα να βοηθήσουν με οποιονδήποτε τρόπο τους Μεσολογγίτες. Στα υπό αγγλική κατοχή Επτάνησα υπήρχαν αρκετοί Έλληνες που θεωρούσαν την ελληνική επανάσταση ως πηγή μάταιης αναστάτωσης που ενδεχομένως θα μπορούσε να επηρεάσει και τη δική τους κατάσταση.
Τα ίδια λόγια που ειπώθηκαν από τον ξένο ναύτη ακούγονται εκ νέου, αυτή τη φορά απ’ το στόμα ενός Έλληνα ψαρά, που με πόνο βλέπει το Μεσολόγγι να δονείται απ’ τους συνεχείς βομβαρδισμούς. Ο ψαράς αισθανόμενος πλήρη αδυναμία να κατανοήσει όλη αυτή την αγριότητα των εχθρών, καλεί την «πανερημιά», την απουσία, της γνώσης του να κλάψει μαζί του. Η έκκληση αυτή του γέρου ψαρά φανερώνει την απόγνωση που αισθάνεται κάθε άνθρωπος απέναντι στη βιαιότητα του πολέμου, όπου μη μπορώντας να κάνει κάτι για να σταματήσει ή να αποτρέψει αυτόν τον παραλογισμό και μη μπορώντας να καταλάβει σε τι ωφελεί αυτός ο όλεθρος, ξεσπά σε θρήνο.


3

Δεν τους βαραίν’ ο πόλεμος, αλλ’ έγινε πνοή τους
..............κι εμπόδισμα δεν είναι
Στες κορασιές να τραγουδούν και στα παιδιά να παίζουν.

Στο τρίτο απόσπασμα ο ποιητής τονίζει το βαθμό στον οποίοι οι πολιορκημένοι Μεσολογγίτες έχουν πια συνηθίσει την εμπόλεμη αυτή κατάσταση. Αντί να τους βαραίνει ο πόλεμος, αντί να τους εμποδίζει και να τους δυσανασχετεί έχει γίνει πια κομμάτι της ζωής τους, έχει γίνει ως ένα βαθμό ό,τι τους παρακινεί σε δράση. Έτσι, ενώ κάποιος θα περίμενε ότι μέσα στην πόλη του Μεσολογγίου οι κάτοικοι θα βρίσκονταν σε μια διαρκή επιβεβλημένοι αδράνεια, η ζωή μοιάζει ν’ ακολουθεί τους κανονικούς της ρυθμούς, με τις κοπέλες να τραγουδούν και τα παιδιά να παίζουν.

4

Από το μαύρο σύγνεφο κι από τη μαύρη πίσσα,
.............................................................
Αλλ’ ήλιος, αλλ’ αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος
Ο στύλος φανερώνεται, με κάτου μαζωμένα
Τα παλικάρια τα καλά, μ’ απάνου τη σημαία,
Που μουρμουρίζει και μιλεί και το Σταυρόν απλώνει
Παντόγυρα στον όμορφον αέρα της αντρείας,
Κι ο ουρανός καμάρωνε, κι η γη χεροκροτούσε·
Κάθε φωνή κινούμενη κατά το φως μιλούσε,
Κι εσκόρπα τα τρισεύγενα λουλούδια της αγάπης:
«Όμορφη, πλούσια, κι άπαρτη, και σεβαστή, κι αγία!»    

Σ’ ένα από τα ωραιότερα αποσπάσματα του Γ΄ Σχεδιάσματος ο Σολωμός παρουσιάζει τους νέους Μεσολογγίτες να στέκουν μαζί κάτω από τον στύλο στον οποίο κυματίζει η ελληνική σημαία.
Μέσα στη σκοτεινιά, μέσα απ’ το μαύρο σύννεφο που καλύπτει τον ουρανό εμφανίζεται σαν ήλιος, σαν αιθέρας που φέρει όλο τον κόσμο, ο στύλος που έχει πάνω του την ελληνική σημαία.
Ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής παρουσιάζει το στύλο με την ελληνική σημαία τονίζει τη μεγάλη αξία που αποδίδει στο σύμβολο του ελληνικού έθνους. Έτσι, ο στύλος με τη σημαία λειτουργεί όχι μόνο ως πηγή φωτός μέσα στο σκοτάδι των δυσκολιών που ταλανίζει τους πολιορκημένους Μεσολογγίτες, αλλά μοιάζει συνάμα μ’ έναν αόρατο άνεμο που κρατά επάνω του ολόκληρο τον κόσμο.
Η ελληνική σημαία δεν είναι ένα απλό σύμβολο, είναι η πεμπτουσία όλων εκείνων που έχουν απόλυτη αξία για τους Έλληνες, είναι το σύμβολο της πατρίδας και της θρησκείας, το σύμβολο της ελευθερίας, το σύμβολο για τον ιερό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.  Γι’ αυτό κι ο ποιητής παρουσιάζει τη σημαία να μιλά σ’ όσους είναι γύρω της και ν’ απλώνει το Σταυρό, μέσα στον αέρα της ανδρείας και της γενναιότητας που διαπνέει το Μεσολόγγι. Ακόμη κι ο ουρανός καμάρωνε αντικρίζοντας το ιερό αυτό σύμβολο, ακόμη κι η γη χειροκροτούσε, συμπληρώνοντας έτσι τη συγκίνηση και την υπερηφάνεια των νέων Μεσολογγιτών που δέχονταν το μήνυμα της ελληνικής σημαίας.
Οι διαδοχικές προσωποποιήσεις: της σημαίας, του ουρανού και της γης, δίνουν τη μέγιστη δυνατή παραστατικότητα στην ιδιαίτερα συγκινητική αυτή σκηνή όπου οι νέοι του Μεσολογγίου αποτίνουν φόρο τιμής στην ελληνική σημαία και αποκαλύπτουν ουσιαστικά τη μεγάλη αγάπη που έχουν για την πατρίδα τους. Ο λόγος για τον οποίο αντέχουν τις πολλαπλές δοκιμασίες της πολιορκίας, δεν είναι άλλος από τον πόθο που έχουν για την απελευθέρωση της Ελλάδας κι από τη βαθιά πίστη πως η πατρίδα τους αξίζει κάθε δυνατή θυσία.
Τα λόγια, άλλωστε, με τα οποία προσφωνούν το ιερό σύμβολο του ελληνικού έθνους είναι ενδεικτικά: η σημαία είναι όμορφη -το ωραιότερο σύμβολο στα μάτια κάθε Έλληνα που με συγκίνηση αντικρίζει τη γαλανόλευκη σημαία με το σταυρό της χριστιανοσύνης-, πλούσια -εμπεριέχονται σ’ αυτή μια σειρά από έννοιες που μπορούν να γεμίσουν με αγάπη κι ευδαιμονία την ψυχή κάθε Έλληνα-, άπαρτη -οι Έλληνες κάθε στιγμή είναι έτοιμοι να δώσουν ακόμη και τη ζωή τους για να προστατεύσουν τη σημαία της πατρίδας τους-, σεβαστή, κι αγία -η ελληνική σημαία αποτελεί εύλογα ένα από τα ιερότερα σύμβολα του ελληνικού έθνους και κάθε Έλληνας την αντικρίζει με το μέγιστο δυνατό σεβασμό.

6

Ο Πειρασμός

Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Χύνονται μες στην άβυσσο τη μόσχοβολισμένη,
Και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,
Κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ’ αναβρύζει κι η ζωή σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα. 
Αλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητο ‘ναι κι άσπρο,
Aκίνητ’ όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ’ ως τον πάτο,
Mε μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
Που ‘χ’ ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ‘δες·    
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Ουδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Κι όμορφη βγαίνει κορασιά2 ντυμένη με το φως του.

Στην ενότητα αυτή, που αντίστοιχή της, με αρκετές ομοιότητες, υπάρχει και στο Β΄ Σχεδίασμα, ο ποιητής παρουσιάζει ό,τι εύλογα αποδίδει κι ο τίτλος του αποσπάσματος, τον πειρασμό δηλαδή που συνιστά η φύση μ’ όλες τις ομορφιές της για τους πολιορκημένους, οι οποίοι έχουν πάρει την απόφαση να θυσιάσουν τη ζωή τους.
Οι Μεσολογγίτες αποφάσισαν να τελέσουν την ηρωική τους έξοδο και ουσιαστικά την ύστατη αυτοθυσία στις 10 Απρίλη, κάτι που σήμαινε πως τη στιγμή που η άνοιξη χάριζε στη φύση όλες τις ομορφιές της, οι πολιορκημένοι Έλληνες θα έπρεπε να βρουν τη δύναμη να απαρνηθούν τη ζωή τους. Ο πειρασμός, επομένως, που προέκυπτε γι’ αυτούς απ’ την αναγεννημένη φύση, ήταν μια εξαιρετικά μεγάλη δοκιμασία που όφειλαν να υπερνικήσουν προκειμένου να φτάσουν στην επίτευξη του στόχου τους. Έτσι, πέρα από την πείνα, την εξαθλίωση και το φόβο του θανάτου, οι Μεσολογγίτες είχαν τώρα να παλέψουν και με το ανυπέρβλητο κάλλος της φύσης που ήταν το δίχως άλλο ένα ισχυρό κάλεσμα της ίδιας της ζωής.
 Η άνοιξη έχει κοσμήσει τη φυσικό περιβάλλον με κάθε δυνατή ομορφιά, δημιουργώντας μια εικόνα άφατης μαγείας, ένα κάλεσμα για την απόλαυση της ζωής και μια σαφή υπενθύμιση για την υπέρτατη αξία που έχει το δώρο της ζωής που οι Έλληνες του Μεσολογγίου είναι τώρα έτοιμοι να το θυσιάσουν.
Ο Απρίλης, ο μήνας της άνοιξης που φέρνει μαζί του την ανθοφορία, την ηλιοφάνεια και το στόλισμα της φύσης, στήνει χορό με τον έρωτα, με τη φυσική αυτή δύναμη που ενορχηστρώνει την αναγέννηση της φύσης. Παντού κυριαρχεί η ομορφιά κι η ευδαιμονία του ανοιξιάτικου τοπίου, όπου καθετί αποπνέει θελκτικά αρώματα κι αποτελεί μια κατάφαση της ζωής.
Μέσα από τη σκιά που δημιουργούν τα φυτά που έχουν πια φουντώσει κρύβονται δροσιές κι αρώματα, ακούγεται ένα πρωτάκουστο κελάιδισμα, ένα λιποθυμισμένο κελάιδισμα, ενός νέου πουλιού που μ’ όλη τη γλύκα της πρωτόφαντης ζωής απευθύνει το ερωτικό του κάλεσμα.
Νερά καθαρά, γλυκά και χαριτωμένα περνούν μέσα από τα σκιώδη μέρη και παίρνουν μαζί τους μέρος απ’ τα αρώματα των λουλουδιών, αφήνοντάς τους ως αντάλλαγμα μέρος απ’ τη δροσιά τους. Κι έτσι όπως ξεχύνονται στο φως, δείχνοντας την καθαρότητα, αλλά και τον πλούτο της πηγής τους, κελαρύζουν όπως θα έκαναν χαρούμενα αηδόνια που πετούν εδώ κι εκεί.
Η κίνηση των τρεχούμενων νερών που αλληλεπιδρούν με το τοπίο γύρω τους, βρίσκεται σε πλήρη συσχέτιση με το γενικότερο ανάβρυσμα της ζωής στη γη, στον ουρανό αλλά και στο κύμα.   
Στον αντίποδα των τρεχούμενων νερών βρίσκεται το νερό της λίμνης που είναι ακίνητο και άσπρο, διαυγές, σε όλη την έκταση κι όλο το βάθος της λίμνης, το οποίο δίνει την ευκαιρία σε μια πεταλούδα να παίξει με τον ίσκιο της πετώντας πάνω απ’ τα ατάραχα νερά. Η πεταλούδα που είχε κοιμηθεί μέσα σ’ έναν άγριο κρίνο, γεμίζοντας μ’ ευωδιές τον ύπνο της και τώρα χαίρεται το ανέμελο παιχνίδι με τα ήσυχα νερά της λίμνης.
Ο ποιητής έξαφνα με μια αποστροφή προς τον αλαφροΐσκιωτο, τον ρωτά τι είδε απόψε, τι είδε εκείνος που δεν μπόρεσαν να δουν οι άλλοι άνθρωποι, προετοιμάζοντας έτσι τη μαγική εμφάνιση της θεϊκής μορφής μες απ’ το φως του φεγγαριού.
Η απάντηση του αλαφροΐσκιωτου -που δε διακρίνεται εμφανώς απ’ τα λόγια του ποιητή- έρχεται να διευρύνει την εξαίσια εικόνα ομορφιάς που έχει ήδη παρουσιάσει ο ποιητής, τονίζοντας πως η νύχτα που πέρασε ήταν γεμάτη θαύματα και μάγια, μια νύχτα δηλαδή που συνοδεύτηκε από κάτι που ξεπερνά τ’ ανθρώπινα μέτρα.
Έτσι, την ώρα που δεν έπνεε ούτε το ελάχιστο αεράκι, ούτε τόσο όσο δημιουργούν τα μικρά φτερά μιας μέλισσας, όταν πετά πλάι σ’ ένα λουλουδάκι, το καθρέφτισμα του φεγγαριού, γύρω από κάτι που παρέμενε ατάραχο μες στη λίμνη, ανακατώθηκε αίφνης και ξεπρόβαλε από εκεί μια όμορφη κοπέλα, ντυμένη με το φως του φεγγαριού.
Η θαυμαστή εμφάνιση της «φεγγαροντυμένης», μιας θεϊκής μορφής που αποτελεί για τον ποιητή μια ακόμη έκφανση του κάλλους της φύσης, παρ’ όλο που δε θα παρουσιαστεί εκτενέστερα στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, θα αξιοποιηθεί από τον ποιητή σε μια άλλη ποιητική του σύνθεση, στον Κρητικό.

7

Έρμα ‘ν’ τα μάτια, που καλείς, χρυσέ ζωής αέρα.

Το κάλεσμα του αέρα, το κάλεσμα του χρυσού αέρα της ζωής μένει χωρίς ανταπόκριση καθώς πολλοί από τους Μεσολογγίτες έχουν πια χάσει τη ζωή τους απ’ την πείνα και τη γενικότερη εξαθλίωση. Τα μάτια τους έτσι ένα έρμα, δεν έχουν πια ίχνος ζωής, για να νιώσουν την ομορφιά της ζωής, για να νιώσουν τη χαρά και την υπόσχεση ευδαιμονίας που μεταφέρει ο «χρυσός» αέρας.

9

Τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν,
Κι όσ’ άνθια θρέφει και καρπούς τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

Αν και δεν είναι σαφές ποιος διατυπώνει τα λόγια αυτά, είναι βέβαιο πως απευθύνονται σε κάποιον από τους πολιορκημένους Μεσολογγίτες.
Το πρόσωπο που μιλά εκφράζει τη διαρκή συναισθηματική ένταση στην οποία βρίσκεται παρομοιάζοντας τα σπλάχνα του με την αεικίνητη θάλασσα. Ενώ συνάμα επισημαίνει στο συνομιλητή του το πλήθος των εχθρικών αρμάτων που έχουν περικυκλώσει το Μεσολόγγι, τα οποία είναι ισάριθμα με τ’ άνθη και τους καρπούς που έχει η γύρω τους περιοχή.
Όπως είναι εύλογο όσοι βίωναν τη στενή αυτή πολιορκία και βρίσκονταν αντιμέτωποι μ’ ένα τέτοιο πλήθος εχθρών, ζούσαν σε μια διαρκή κατάσταση φόβου και εσωτερικής έντασης, μιας κι έπρεπε να συμβιβαστούν με την ιδέα του ίδιου τους του θανάτου.

10

Φεύγω τ’ αλόγου την ορμή και του σπαθιού τον τρόμο.
Τ' ονείρου μάταια πιθυμιά, κι όνειρο αυτή ‘ν’ η ίδια!
Εγύρισε η παράξενη του κόσμου ταξιδεύτρα,
Μου ‘πε με θείο χαμόγελο βρεμένο μ’ ένα δάκρυ:
Κόψ’ το νερό στη μάνα του, μπάσ’ το στο περιβόλι,
Στο περιβόλι της ψυχής το μοσχαναθρεμμένο.

Το πρώτο πρόσωπο που χρησιμοποιείται στο απόσπασμα αυτό δημιουργεί την αίσθηση πως ακούμε τα λόγια του ποιητή, σα να είναι κι αυτός ένας από τους πολιορκημένους που ζει τις ίδιες ακριβώς καταστάσεις.
Το πρόσωπο που μιλά (είτε είναι ο ποιητής είτε κάποιος από τους Μεσολογγίτες) μας περιγράφει τις δυσκολίες που βιώνει καθώς αναγκάζεται να αποφεύγει τον ορμητικό καλπασμό του εχθρικού αλόγου και τον τρόμο που προκαλεί το εχθρικό σπαθί, ενώ παράλληλα εξαιτίας των συνθηκών στις οποίες ζει μάταια επιθυμεί ακόμη και τον ύπνο, ακόμη και την παρηγοριά ενός ονείρου. Είναι μάλιστα τόσο δύσκολο ν’ αποκοιμηθεί, ώστε η επιθυμία του να ονειρευτεί μοιάζει κι η ίδια με όνειρο.
Σ’ αυτές τις συνθήκες της ψυχικής και σωματικής κόπωσης βλέπει μπροστά του τη θεϊκή γυναικεία μορφή, πιθανότατα του 1ου αποσπάσματος, που με συγκίνηση του ζητά να αξιοποιήσει τις δύσκολες αυτές εμπειρίες του ως μέσο παραδειγματισμού και εκπαίδευσης για τις ψυχές των νέων ανθρώπων.
Με μια φράση παρμένη από την έκφραση του λαού, η θεϊκή μορφή του ζητά να «κόψει το νερό στη μάνα του», να φτάσει στην πηγή όλων όσων βιώνει κι αντί να τ’ αφήσει να χάνονται ανώφελα να τα διοχετεύσει στο περιβόλι της ψυχής, το μοσχαναθρεμμένο (καλομαθημένο). Η έκκληση αυτή ενισχύει την άποψη πως αποδέκτης των λόγων αυτών είναι ο ποιητής, καθώς μέσα από το έργο του έχει πράγματι τη δυνατότητα να μεταδώσει ένα σημαντικό μάθημα στους νεότερους και εν γένει σ’ όσους δεν έχουν βιώσει αντίστοιχες δυσκολίες στη ζωή τους.
Έτσι το παράδειγμα της θυσίας των Μεσολογγιτών θα μπορέσει να λειτουργήσει ως ένα διαχρονικό μήνυμα ηρωισμού για όλους τους Έλληνες, οι οποίοι θα δεχτούν στην ψυχή τους τη δύναμη και το μεγαλείο εκείνων που θυσιάστηκαν με τον πιο βίαιο τρόπο στο όνομα της ελευθερίας.

11

Μία των γυναικών προσφεύγει εις το στοχασμό του θανάτου ως μόνη σωτηρία της με τη χαρά την οποίαν αισθάνεται το πουλάκι,

Οπού ‘δε σκιάς παράδεισο και τηνέ χαιρετάει
Με του φτερού το σάλαγο και με κανέναν ήχο,

εις τη στιγμήν οπού είναι κοπιασμένο από μακρινό ταξίδι, εις τη φλόγα καλοκαιρινού ήλιου.

Οι δυσκολίες που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι πολιορκημένοι είναι το δίχως άλλο υπεράνθρωπες, υπό την έννοια πως ζουν σε μια πόλη χωρίς καθόλου τρόφιμα, εξαθλιωμένοι και χωρίς καμία ελπίδα να γλιτώσουν απ’ αυτό το μαρτύριο. Έτσι, για μια από τις Μεσολογγίτισσες η σκέψη του θανάτου μοιάζει πια περισσότερο ως σωτηρία, ως η μόνη διαφυγή από την απάνθρωπη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει.
Τη σκέψη του θανάτου μας την παρουσιάζει με μια εξαίσια παρομοίωση ο ποιητής, παραλληλίζοντας τη χαρά που πηγάζει για τη Μεσολογγίτισσα απ’ την προσδοκία του θανάτου με τη χαρά που αισθάνεται ένα πουλάκι, το οποίο πετάει κατάκοπο για πολλή ώρα κάτω απ’ τον καλοκαιρινό ήλιο, τη στιγμή που βλέπει μια σκιά. Η σκιά φαντάζει για το κουρασμένο πουλί σαν παράδεισος κι αυτό εκφράζει τον ενθουσιασμό του χαιρετώντας τη με τη φτερούγα του.

12

Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
Γύρου στη φλόγα π’ άναψαν, και θλιβερά τη θρέψαν
Μ’ αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια,
Ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ·
Και ‘γγίζ’ η σπίθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα·
Γλήγορα, στάχτη, να φανείς, οι φούχτες να γιομίσουν.

Βασική επιθυμία του Σολωμού ήταν να τιμήσει της γυναίκες του Μεσολογγίου, οι οποίες επέδειξαν εξαιρετικό θάρρος και απίστευτη ψυχική δύναμη κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Άντεξαν την πείνα, υπέμειναν τις κακουχίες και τις απώλειες, όπως και οι άντρες, χωρίς ποτέ να λυγίσουν, όπως θα περίμενε κανείς πως θα αντιδρούσαν οι γυναίκες μπροστά σε τόσο δύσκολες καταστάσεις.
Έτσι, μέσα από τα μάτια ενός Μεσολογγίτη βλέπουμε τα παιδιά και τις αντρογυναίκες -τις γυναίκες που επιδεικνύουν αρετές και χαρακτηριστικά που αρμόζουν κυρίως στους άντρες- να στέκουν γύρω από μια φωτιά στην οποία έκαψαν όλα τους τα αγαπημένα αντικείμενα, αλλά και τα σεμνά, τα τίμια κρεβάτια τους, προκειμένου να τα γλιτώσουν απ’ τη λεηλασία που θ’ ακολουθούσε την είσοδο των εχθρών στο Μεσολόγγι. Οι γυναίκες κοιτάζουν τη φωτιά να καίει ό,τι κάποτε αποτελούσε σημαντικό κομμάτι της καθημερινότητάς τους, να καίει ό,τι τους έδενε με τη ζωή, χωρίς κλάματα, χωρίς καν έναν αναστεναγμό. Ατάραχες και αδιαφορώντας για τις σπίθες της φωτιάς που πέφτουν στα ρούχα και τα μαλλιά τους, το μόνο που περιμένουν είναι να τελειώσει η φωτιά το έργο της ώστε να γεμίσουν τις χούφτες τους με τη στάχτη από τα υπάρχοντά τους.
Ο συμβολισμός αυτής της φωτιάς είναι εξαιρετικής σημασίας καθώς έχοντας κάψει πια τα αγαπημένα τους αντικείμενα επισφραγίζουν την απόφασή τους να προχωρήσουν στην ηρωική έξοδο, που το πιθανότερο είναι πως θα τους στοιχίσει τη ζωή. Το γεγονός, μάλιστα, ότι πλάι τους έχουν τα παιδιά τους, δείχνει πως οι γυναίκες αυτές, οι μανάδες του Μεσολογγίου, είχαν αποφασίσει όχι μόνο να θυσιάσουν τη δική τους ζωή, αλλά και τη ζωή των παιδιών τους.

13

Είν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων
Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι ελεύθεροι να μείνουν,
Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο.

Το 13ο απόσπασμα μας φέρνει ελάχιστες στιγμές πριν την πραγματοποίηση της ηρωικής εξόδου των Ελλήνων απ’ το Μεσολόγγι, όπου οι πολιορκημένοι είναι έτοιμοι να ξεχυθούν στο αναρίθμητο πλήθος των εχθρικών όπλων δίνοντας την ύστατη μάχη.
Είναι βέβαια σημαντικό να τονιστεί πως εκείνο που διεκδικούν δεν είναι το δικαίωμα να ζήσουν, αλλά το δικαίωμα να είναι ελεύθεροι, κι αυτό θα το κερδίσουν είτε κατορθώσουν να φτάσουν στ’ απέναντι νησιά με τους υπόλοιπους Έλληνες είτε πέσουν μαχόμενοι. Κι εδώ ακριβώς είναι το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής, το μεγαλείο της ελληνικής ψυχής, που θέτει την ελευθερία υψηλότερα κι από την ίδια τη ζωή. Οι Μεσολογγίτες προτιμούν να πεθάνουν παρά να συνεχίσουν να βρίσκονται υπό τον έλεγχο των εχθρών τους. Οι Μεσολογγίτες επιθυμούν να είναι ελεύθεροι και τίποτε δεν μπορεί και δεν πρόκειται να τους σταματήσει απ’ το να κερδίσουν ξανά την ελευθερία τους. Ούτε το πλήθος των εχθρών τους τρομάζει, ούτε ο φόβος του θανάτους τους αποτρέπει, ούτε η ομορφιά της ζωής τους δελεάζει.   

1. Για την ερμηνεία των στίχων 1-3 κοίταξε το εισαγωγικό σημείωμα. Ολόκληρο το απ. 2 να συσχετιστεί με το απόσπασμα 5 του Β' Σχεδιάσματος.
μητέρα: κοίταξε Σχεδ. Β', απ. 12.
τα μάτια τούτα: τα μάτια του ποιητή.
πούλουδο: λουλούδι.
τόπι: κανόνι και η μπάλα του κανονιού.
τα νησιά: τα Επτάνησα.
το μίσος: οι στίχοι 16-17 αναφέρονται σε ανθρώπους που δεν είχαν συνειδητοποιήσει τη σημασία του αγώνα. Το θέμα το ξαναβρίσκουμε στη Γυναίκα της Ζάκυθος.
Ψαρού: η γυναίκα του ψαρά. Εδώ (ειρωνικά) η πόλη του Μεσολογγίου, επειδή οι περισσότεροι από τους κατοίκους της ασχολούνται με το ψάρεμα.
στύλος: το κοντάρι της σημαίας. 
ανάκουοτος: πρωτάκουστος.
αλαφροΐσκιωτος: κατά τη λαϊκή πίστη, εκείνος που έχει την ιδιότητα και την ικανότητα να βλέπει τον αόρατο κόσμο των ξωτικών, «ν' ακούει και να βλέπει όλα τα
μυστικά της φύσης». 
2. Για την ερμηνεία του οράματος και το συμβολισμό της «φεγγαροντυμένης» διατυπώθηκαν πολλές απόψεις: παρασταίνει την ομορφιά της ζωής και της φύσης, είναι μορφή αντίστοιχη με τις νεράιδες, η αναδυόμενη Αφροδίτη, η θεά Ελευθερία - Ελλάδα κ.ά. Πάντως, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι, όπως προκύπτει από παραλλαγές του στίχου, πρόκειται για θεϊκή μορφή και ότι την ξαναβρίσκουμε στα ποιήματα του Σολωμού Λάμπρος και Κρητικός.
άναψαν: για να κάψουν τ' αγαπημένα τους πράγματα, πριν από την έξοδο.
έτοιμα: ενν. τα σπαθιά.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η Φόνισσα» (πρόσθετες ερωτήσεις)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Rob Woodcox

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η Φόνισσα» (πρόσθετες ερωτήσεις)

Πώς θα χαρακτηρίζατε τη Φραγκογιαννού;

Οι δύσκολες προσωπικές εμπειρίες της Φραγκογιαννούς, που έχει περάσει τη ζωή της να υπηρετεί τους άλλους, η αίσθηση ότι οι δικοί της την αδίκησαν δίνοντάς της μιαν ασήμαντη προίκα, η φτώχεια και η μίζερη διαβίωσή της, το γεγονός ότι ακόμη και τώρα που έχει φτάσει στα εξήντα της χρόνια συνεχίζει να υπηρετεί την οικογένειά της, έχουν συμβάλλει αρνητικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της. 
Έτσι, η φόνισσα παρουσιάζεται ως μια γυναίκα εξαιρετικά σκληρή, χωρίς ευαισθησίες και συναισθηματισμούς. Διακατέχεται από έντονο μισογυνισμό, καθώς σε όλα τα θηλυκά παιδιά βλέπει τη δική της επίπονη πορεία. Για τη Φραγκογιαννού δεν υπάρχει τίποτε το θετικό στη ζωή μιας γυναίκας, γι' αυτό και θεωρεί προτιμότερο να μη γεννιούνται καν κορίτσια. Εδώ γίνεται βέβαια σαφές πως η Φραγκογιαννού προβάλλει στα μικρά κορίτσια την απόλυτα αρνητική εικόνα που έχει η ίδια για τον εαυτό της. Η έντονη, αλλά ανομολόγητη επιθυμία της να μην είχε γεννηθεί η ίδια, αντικατοπτρίζεται στον τρόπο με τον οποίο βλέπει τα θηλυκά παιδιά. Γι' αυτό άλλωστε όταν εκφράζεται θετικά για τα αρσενικά παιδιά, εκφράζει έμμεσα τη σκέψη πως η ζωή της θα ήταν σαφώς καλύτερη αν δεν ήταν γυναίκα. 
Η φόνισσα είναι επιπλέον κυνική καθώς, χωρίς να λαμβάνει καθόλου υπόψη της τα συναισθήματα των γονιών θεωρεί πως ο θάνατος των κοριτσιών θα αποτελέσει γι' αυτούς μια μεγάλη ανακούφιση.
Πίσω βέβαια από τη σκληρότητα και την απανθρωπιά της φόνισσας κρύβεται ένας άνθρωπος εξαιρετικά πληγωμένος, που πέρασε μια ζωή γεμάτη βάσανα και πίκρες. Στοιχείο που δεν την αθωώνει βέβαια αλλά μας βοηθά να κατανοήσουμε τη μεγάλη σημασία που έχουν τα βιώματα και οι εμπειρίες του ανθρώπου στην τελική διαμόρφωση της προσωπικότητάς του.

Τι παρατηρείτε σχετικά με τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη στο κείμενο «Η Φόνισσα» και τι προσδίδουν στο κείμενο οι γλωσσικές του επιλογές;

Στους διαλόγους χρησιμοποιεί την ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα πολλές φορές και με τους σκιαθίτικους ιδιωματισμούς.
Στην αφήγηση χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα με πρόσμειξη όμως στοιχείων της δημοτικής.
Στις περιγραφές χρησιμοποιεί μια προσεγμένη και αμιγή καθαρεύουσα. 
Με τη χρησιμοποίηση της δημοτικής και των τοπικών ιδιωματισμών ο συγγραφέας μας δημιουργεί την αίσθηση ότι ακούμε πράγματι τα λόγια των απλών ανθρώπων του νησιού. Θα ήταν παράδοξο άλλωστε να χρησιμοποιούν οι ήρωες της ιστορίας την καθαρεύουσα στη μεταξύ τους επικοινωνία, αφενός γιατί δεν έχουν την αντίστοιχη μόρφωση κι αφετέρου γιατί η καθαρεύουσα δεν είχε περάσει ποτέ στην καθημερινή επικοινωνία του λαού. 
Με την εναλλαγή καθαρεύουσας δημοτικής επιτυγχάνεται συνάμα η ανάδειξη του πλούτου της ελληνικής γλώσσας και ως ένα βαθμό πιστοποιείται η στενή σχέση ανάμεσα στους δύο αυτούς γλωσσικούς τύπους. 
Θα πρέπει πάντως να έχουμε υπόψη μας πως ο Παπαδιαμάντης ακολουθεί την πεζογραφική παράδοση των ιστορικών μυθιστορημάτων όπου η εναλλαγή ανάμεσα στους γλωσσικούς τύπους σηματοδοτούσε την εναλλαγή ανάμεσα στη φωνή του αφηγητή και στο λόγο των προσώπων. Με την καθαρεύουσα εκφερόταν ο αφηγηματικός λόγος και με τη δημοτική τα λόγια των ηρώων.

Πώς σκιαγραφούνται οι χαρακτήρες των ανδρών μέσα από τα αποσπάσματα της Φόνισσας;

Στα αποσπάσματα του κειμένου παρουσιάζεται ο Νταντής, ο σύζυγος δηλαδή της Δελχαρώς και πατέρας της εγγονής της Φραγκογιαννούς, και οι δύο χωροφύλακες που καταδιώκουν τη φόνισσα. 
Ο Νταντής (Κωνσταντής) εμφανίζεται να κοιμάται έχοντας πιει κάτι παραπάνω μιας και είναι σαββατόβραδο, για να ξεκουραστεί από τα μεροκάματα της εβδομάδας. Παρά το γεγονός ότι το παιδί του είναι βαριά άρρωστο ο Νταντής συνεχίζει κανονικά την εβδομαδιαία ρουτίνα του, θεωρώντας προφανώς δεδομένη την υποχρέωση των γυναικών να νοιαστούν για την υγεία και τη φροντίδα του παιδιού. Ενώ θα μπορούσε να ξαγρυπνήσει κι εκείνος πλάι στο παιδί του, προτιμά να πιει και να πέσει για ύπνο, πιστοποιώντας έτσι την πεποίθηση εκείνης της εποχής πως τα παιδιά αποτελούν αποκλειστική ενασχόληση των γυναικών. 
Από την άλλη οι δύο άντρες που καταδιώκουν τη Φραγκογιαννού εμφανίζονται να δειλιάζουν μπροστά στο επικίνδυνο Μονοπάτι στο Κλήμα. Σε αντίθεση με τη φόνισσα που χωρίς δεύτερη σκέψη, κρατά το καλάθι με τα δόντια της και περνά με αποφασιστικότητα εκείνο το πέρασμα, οι δύο άντρες διστάζουν αρχικά και όταν ο ένας επιχειρεί να το περάσει οπισθοδρομεί αμέσως νιώθοντας ζαλάδα από το φόβο του. Η αδυναμία βέβαια των ανδρών και το εξαιρετικό θάρρος της φόνισσας, οφείλονται στη διαφορετική κατάσταση των προσώπων. Η Φραγκογιαννού είναι απελπισμένη και γνωρίζει πως δεν έχει καμία άλλη επιλογή, αν θέλει να σωθεί, ενώ οι διώκτες της δεν έχουν στην πραγματικότητα κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον να τη συλλάβουν (ούτως ή άλλως πρόκειται για ενέδρα, εφόσον από την άλλη πλευρά του νησιού υπάρχουν κι άλλοι που καταδιώκουν την ύποπτη), γι’ αυτό και διστάζουν να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή τους.

Να βρείτε ομοιότητες και διαφορές στις αντιλήψεις που υπάρχουν στη Φόνισσα για το γάμο σε σχέση με όσα παρουσιάζει ο Ανδρέας Λασκαράτος στα Μυστήρια της Κεφαλονιάς.

[Για την απάντηση έχουν ληφθεί στοιχεία συνολικά από το βιβλίο του Λασκαράτου, όχι απλώς από το απόσπασμα που παραθέτει το σχολικό βιβλίο.]

Ο Λασκαράτος στο ιδιαίτερα ειλικρινές και καυστικό του κείμενο στηλιτεύει όλα εκείνα τα αρνητικά στοιχεία του γάμου που λειτουργούν εις βάρος της γυναίκας. 
Ο γάμος αποτελεί κατά βάση μια εμπορική συμφωνία ανάμεσα στον πατέρα και στον υποψήφιο γαμπρό, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τη γνώμη της κοπέλας. Το βασικό δηλαδή σημείο που κρίνει την πραγματοποίηση ενός γάμου είναι οι προίκα για την οποία γίνονται πολλά και σκληρά παζάρια, ενώ όπως μας καταγγέλλει ο συγγραφέας δε λείπουν οι περιπτώσεις όπου για τη διεκδίκηση ενός καλού γαμπρού γίνεται ένα είδος πλειστηριασμού, στον οποίο κερδίζει εκείνος ο πατέρας που είναι διατεθειμένος να δώσει τη μεγαλύτερη προίκα στην κόρη του. 
Όταν ο πατέρας επιλέξει το γαμπρό και συμφωνήσει μαζί του για την προίκα τότε μόνο ενημερώνει την κόρη του για την επιλογή του. Σε ελάχιστες περιπτώσεις ο πατέρας μπορεί να ρωτήσει την κόρη του αν θέλει τον γαμπρό, αλλά η ερώτηση γίνεται για τυπικούς λόγους, αφού επί της ουσίας η συμφωνία έχει ήδη γίνει. 
Ο Λασκαράτος επισημαίνει τελικά πως εκείνο που διεκδικούν οι γαμπροί είναι τα χρήματα της προίκας και πως παίρνουν τη γυναίκα μόνο και μόνο για να αυξήσουν την περιουσία τους. 
Η γυναίκα τελικά περνά από το σπίτι του πατέρα, όπου παρέμενε κλεισμένη και μακριά από κάθε συναναστροφή, ώστε να μην κινδυνεύσει η τιμή της, στο σπίτι του άντρα της, όπου αντιμετωπίζεται ως υπηρέτρια.
Η γυναίκα είναι υποχρεωμένη να κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού κι επιπλέον να ανέχεται την περιφρόνηση του συζύγου της. Όπως μας λέει ο συγγραφέας επειδή οι γονείς κλείνουν τα κορίτσια στο σπίτι και δεν τους επιτρέπουν να μορφωθούν, καταλήγουν να μένουν ακαλλιέργητες, χωρίς κανένα πνευματικό επίπεδο και οι άντρες τους τις βαριούνται και τις θεωρούν ανυπόφορες. Ας σημειωθεί, άλλωστε, ότι τα αγόρια των Επτανήσων στέλνονταν για σπουδές στην Ιταλία και στην Ευρώπη γενικότερα όπου είχαν την ευκαιρία να μορφωθούν και να γνωρίσουν την καλή ζωή και φυσικά πολλές και όμορφες γυναίκες. Έτσι, όταν αναγκάζονται να παντρευτούν κάποια αμόρφωτη κοπέλα του νησιού τους την περιφρονούν και προτιμούν να περνούν τον καιρό τους στο καζίνο. 
Ο Λασκαράτος τονίζει πόσο αποτυχημένοι είναι αυτοί οι γάμοι, πόση δυστυχία προκαλούν στις κοπέλες και πόσες δυσκολίες προκύπτουν στο μεγάλωμα των παιδιών και προτείνει να επιτρέπουν αφενός οι γονείς στις κόρες τους να καλλιεργούνται κι αφετέρου να γνωρίζεται το ζευγάρι για καιρό προτού παντρευτούν, ώστε να είναι βέβαιοι για τη σωστή επιλογή του γαμπρού και ότι οι δυο νέοι ταιριάζουν μεταξύ τους. 
Αντιστοίχως στη Φόνισσα ο Παπαδιαμάντης αναφέρεται στην ανάγκη να δοθεί σημαντική προίκα στον γαμπρό, η οποία μάλιστα θα πρέπει να αποτελείται όχι μόνο από ακίνητα, αλλά και από χρήματα. Η ηρωίδα λαμβάνει μια ελάχιστη προίκα, χωρίς να της δοθούν χρήματα και ως εκ τούτου έναν υποδεέστερο γαμπρό. 
Όπως διαβάζουμε στο Λασκαράτο, έτσι και στο διήγημα του Παπαδιαμάντη, η γυναίκα καταλήγει να εργάζεται αδιάκοπα για την οικογένειά της και βρίσκεται σε δυσμενέστερη κοινωνική θέση απέναντι στον άντρα της. 
Η βασική επομένως ομοιότητα ανάμεσα στα δύο κείμενα είναι ο επαχθής θεσμός της προίκας και το γεγονός ότι η γυναίκα δεν έχει το δικαίωμα να εκφέρει γνώμη κατά την επιλογή του συζύγου της.
Οι διαφορές ανάμεσα στα δύο κείμενα έχουν να κάνουν με τις διαφορετικές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες ανάμεσα στην Κεφαλονιά και τη Σκιάθο. Έτσι, στην Κεφαλονιά υπάρχει μεγαλύτερη οικονομική άνεση και οι άντρες έχουν την ευκαιρία να σπουδάσουν στο εξωτερικό, να διεκδικούν μεγαλύτερες προίκες και μετά κατά τη διάρκεια του γάμου να διασκεδάζουν στο καζίνο, αφήνοντας τη γυναίκα τους στο σπίτι, ενώ οι γυναίκες περνούν όλα τους τα χρόνια κλεισμένες σ' ένα σπίτι -αρχικά το πατρικό τους κι αργότερα του συζύγου τους-, χωρίς να σπουδάζουν και χωρίς να γνωρίζουν διασκεδάσεις κι ελευθερίες, στοιχεία που καθιστούν εντονότερη τη διαφορά ανάμεσα στη ζωή των ανδρών και των γυναικών. Αντιθέτως στη Σκιάθο, όπου οι κάτοικοι είναι εξαιρετικά φτωχοί ζουν όλοι τις ίδιες δύσκολες καταστάσεις και δεν είναι τόσο διακριτή η διαφορά ανάμεσα στη ζωή των γυναικών και τη ζωή των ανδρών.

Ποιος είναι ο ρόλος της φύσης στη νουβέλα;

Η ηρωίδα του κειμένου, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι κάτοικοι του νησιού, βρίσκεται σε στενή επαφή με το φυσικό της περιβάλλον. Σε αντίθεση με τους κατοίκους των πόλεων, οι άνθρωποι της επαρχίας δεν έχουν αποξενωθεί από τη φύση και βρίσκουν σε αυτή γαλήνη κι ευδαιμονία. Παράλληλα, από την καλλιέργεια της γης αντλούν αναγκαία τρόφιμα, ενώ σ’ αυτή στρέφονται όταν χρειάζονται κάποιο γιατρικό, αξιοποιώντας τη θεραπευτική δράση των βοτάνων. Η Φραγκογιαννού μάλιστα εξασφαλίζει το εισόδημά της με το να πουλάει στους συγχωριανούς της βότανα. (Έδιδε βότανα, έκαμνε κηραλοιφάς, εξετέλει εντριβάς, εθεράπευε την βασκανίαν, παρεσκεύαζε φάρμακα διά τας πασχούσας, διά τας χλωρωτικάς και αναιμικάς κόρας, διά τας εγκύους και τας λεχούς, και τας εκ μητρικών αλγηδόνων πασχούσας. / Τα έξοδά μου στο δρόμο θα τα οικονομήσω μαζεύοντας βότανα, χορτάρια, κι αγριολάχανα, κι όποια χριστιανή βρω κ' έχη το παιδί της άρρωστο, ή τον άνδρα της, θα της κάμω ψευτογιατρικά να βοηθήσω τον άνθρωπό της, να την υποχρεώσω...)
Στα αποσπάσματα του βιβλίου διαβάζουμε το εξής σχετικό χωρίο: «Συγχρόνως, ανεπόλησεν την στιγμήν εκείνη, ό,τι προ ημερών είχεν ακούσει• ότι η γυναίκα του Γιάννη του Περιβολά ήτον άρρωστη. Ηννόει αν αύτη ευρίσκετο τώρα εις την καλύβην την εντός του κήπου, παρά την είσοδον, ή αν ενοσηλεύετο εις την πόλιν. Αλλ' επειδή ο κηπουρός ο ίδιος θα ευρίσκετο εξ άπαντος εδώ, (συνεπέρανεν, επειδή έβλεπεν μακρόθεν ανοικτήν την θύραν του περιβόλου) εσυλλογίσθη να του πουλήση δούλευσιν, με τα βότανα που είχε στο καλαθάκι της, υποσχόμενη αυτώ «μαντζούνια» προς ίασιν της γυναικός του.»
Οι ειδυλλιακές εικόνες που παρουσιάζονται όταν παρακολουθούμε τη δίωξη της Φόνισσας έχουν μια σημαντική λειτουργία, καθώς δημιουργούν μια έντονη αντίθεση ανάμεσα στην αρμονία της φύσης και την ταραχή που συμβαίνει στην ψυχή της ηρωίδας. Η αναφορά για παράδειγμα στα πουλιά που είναι ελεύθερα να πετούν όπου θέλουν, δίνει πιο παραστατικά το αίσθημα εγκλωβισμού της ηρωίδας, η οποία αντιλαμβάνεται πως δεν θα είναι εύκολο να διαφύγει από τους διώκτες της. 
(Αχ! καθώς πίνω απ' τη βρυσούλα σας, πουλάκια μου, είπε, δώστε μου και την χάρη σας, να πετάξω!... Κ' εγέλασε μοναχή της, απορούσα πού εύρε τον αστεϊσμόν αυτόν εις τοιαύτην ώραν. Αλλά τα πουλιά, όταν την είδαν, είχαν αγριεύσει, κ' επέταξαν έντρομα...) 
Σημαντική είναι επίσης η λειτουργία της φύσης στο τέλος της ιστορίας, καθώς μέσα στα νερά της θάλασσας, που φουσκώνουν από την πλημμυρίδα, θα πνιγεί η καταδιωκόμενη φόνισσα. Η ηρωίδα του κειμένου δε θα τιμωρηθεί ούτε από τους ανθρώπους ούτε από το Θεό, αλλά θα βρει το θάνατο στους κόλπους της ίδιας της φύσης που τη γέννησε. Είναι σα να έχουμε εδώ μια αποφασιστική επέμβαση της φύσης για να σταματήσει τη δράση αυτής της γυναίκας που παρέκκλινε από τους φυσικούς νόμους κι έχασε απ’ την ψυχή της την αγάπη και τη συμπόνια για τους συνανθρώπους της.

Γιατί τα τελευταία λόγια της Φραγκογιαννούς συνδέονται με την προίκα;

Τα τελευταία λόγια της φόνισσας είναι για το προικιό της, που αποκτά διαστάσεις συμβόλου τη δεδομένη στιγμή, καθώς σε αυτό περικλείονται όλα τα στοιχεία εκείνα που σημάδεψαν τη ζωή της και την οδήγησαν στον παραλογισμό. Η αδικία που της έγινε όταν την προίκισαν, οι ατέλειωτες υποχρεώσεις απέναντι στην οικογένειά της, τα βάσανα, η φτώχεια και κάθε είδους περιορισμός που συνδεόταν με τη γυναικεία της φύση, όλα αυτά συνυπάρχουν τώρα στο προικιό της. 
«Το μποστάνι το χέρσον εις την αγρίαν βορεινήν εσχατιάν», ήταν μέρος της ασήμαντης προίκας που της προσέφεραν οι γονείς της και επιβεβαίωσαν μέσα της την αίσθηση της αδικίας, καθώς έβλεπε τα καλύτερα και πολυτιμότερα τμήματα της πατρικής περιουσίας να διανέμονται στα αγόρια της οικογένειας.

Να βρεθούν  χωρία στη Φόνισσα όπου φαίνεται η επίδραση του ρεαλισμού και του νατουραλισμού.
Το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου είναι ρεαλιστικό, υπό την έννοια ότι αποτελεί μια πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας. Οποιοδήποτε σημείο αποδίδει απλές καθημερινές στιγμές είναι ρεαλιστικό. 
Παράδειγμα: "«Ας πάω στον μπαχτσέ του Γιάννη, να του γυρέψω κανένα μάτσο κρομμύδια, ή κανένα μαρούλι, να με φιλέψη... Τί θα χάσω;»
Συγχρόνως, ανεπόλησεν την στιγμήν εκείνη, ό,τι προ ημερών είχεν ακούσει· ότι η γυναίκα του Γιάννη του Περιβολά ήτον άρρωστη. Ηννόει αν αύτη ευρίσκετο τώρα εις την καλύβην την εντός του κήπου, παρά την είσοδον, ή αν ενοσηλεύετο εις την πόλιν. Αλλ' επειδή ο κηπουρός ο ίδιος θα ευρίσκετο εξ άπαντος εδώ, (συνεπέρανεν, επειδή έβλεπεν μακρόθεν ανοικτήν την θύραν του περιβόλου) εσυλλογίσθη να του πουλήση δούλευσιν, με τα βότανα που είχε στο καλαθάκι της, υποσχόμενη αυτώ «μαντζούνια» προς ίασιν της γυναικός του." 
Τα σημεία του νατουραλισμού είναι εκείνα στα οποία ο αφηγητής επιχειρεί να δείξει πως η ηρωίδα είναι δέσμια των εσωτερικών της παρορμήσεων και εξωτερικών δυνάμεων, όπως είναι οι κοινωνικές συνθήκες. 
Παράδειγμα:
"Η γραία το ενανούριζε, και θα ήτον ικανή να είπη «τα πάθη της τραγούδια» αποπάνω από την κούνιαν του μικρού. Κατά τας προλαβούσας νύκτας, πράγματι, είχε «παραλογίσει» αναπολούσα όλ' αυτά τα πάθη της εις το πεζόν. Εις εικόνας, εις σκηνάς και εις οράματα, της είχεν επανέλθει εις τον νουν όλος ο βίος της, ο ανωφελής και μάταιος και βαρύς."
Επίσης, τα σημεία όπου παρουσιάζονται με ιδιαίτερη επιμονή στη λεπτομέρεια, προκλητικά θέματα, όπως είναι οι φόνοι των μικρών παιδιών. 
Παράδειγμα: "Πριν αύτη φθάση πλησίον της στέρνας, η Γιαννού είχε πιάσει το μικρότερον κοράσιον, το οποίον της εφαίνετο μάλλον πνιγμένον ήδη, και το έσυρε βραδέως προς τα έξω, με την κεφαλήν πάντοτε επίστομα εις το νερό. Είτα σηκώσασα το μικρόν σώμα, αφού απέθεσε τούτο επί της λιθίνης κρηπίδος, έκυψε κ' έπιασε την άλλην κορασίδα, την μεγαλυτέραν. Την έδραξεν από το κράσπεδον του φορέματός της, και από τον ένα πόδα, κ' ενώ ετράβα προς τα άνω το σώμα, η κεφαλή έμενε κάτω, όσον το δυνατόν μακροτέραν ώραν εντός του νερού."

Ποια τα ψυχογραφικά, ηθογραφικά και ρεαλιστικά στοιχεία της νουβέλας;

Τα ψυχογραφικά στοιχεία έχουν να κάνουν με την ιδιαίτερη φροντίδα του συγγραφέα να μας παρουσιάσει τις ψυχικές διακυμάνσεις της ηρωίδας του, την έντονη συναισθηματική της κατάσταση που θα την οδηγήσει στον πρώτο φόνο, αλλά και τη συνολική ψυχολογική της πορεία που θα παγιώσει τη φονική της δραστηριότητα. Είναι σημαντική, άλλωστε, η προσπάθεια του συγγραφέα να φωτίσει τις σκέψεις και τις ψυχολογικές διεργασίες που θα ωθήσουν τη βασανισμένη αυτή γυναίκα στους αλλεπάλληλους φόνους. 
Τα στοιχεία ρεαλισμού, όπως δίνονται και στην εισαγωγή του σχολικού βιβλίου, είναι: η τάση του συγγραφέα προς την αντικειμενικότητα, η παρουσίαση δηλαδή της πραγματικότητας ως έχει, χωρίς δικές του παρεμβάσεις που ενδεχομένως θα επηρέαζαν τις απόψεις του αναγνώστη. Στοιχείο που μας φέρνει στο δεύτερο βασικό γνώρισμα του ρεαλισμού, την πρόθεση του συγγραφέα να αφήνει τα γεγονότα να μιλήσουν μόνα τους. Ο συγγραφέας, στα πλαίσια του ρεαλισμού, αποτυπώνει τα γεγονότα, χωρίς να τα ωραιοποιεί και χωρίς να τα σχολιάζει, ώστε ο αναγνώστης να καταλήγει ανεπηρέαστος στα δικά του συμπεράσματα.
Συνάμα, ο συγγραφέας επιλέγει να παρουσιάσει θέματα και εμπειρίες που είναι κοινές για τους περισσότερους ανθρώπους, όπως είναι στο συγκεκριμένο διήγημα η συνεχής καταπίεση της γυναίκας και η φτώχεια των ανθρώπων που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη της ζωή τους. 
Σ’ ένα ρεαλιστικό κείμενο ο αναγνώστης αναγνωρίζει και ταυτίζεται εύκολα με τις συνθήκες ζωής και τις εμπειρίες των ηρώων. 
Τα ηθογραφικά στοιχεία σχετίζονται με την καταγραφή του τρόπου ζωής των απλών ανθρώπων της υπαίθρου. Οι γυναίκες που ονομάζονται με βάση το όνομα του άντρα τους (αποκαλούν τη Χαδούλα, Φραγκογιαννού, γιατί τον άντρα της τον λένε Γιάννη Φράγκο), οι γυναίκες είναι υπεύθυνες για τη φροντίδα της οικογένειάς τους και λαμβάνουν προίκα όταν παντρεύονται. Τα σπίτια έχουν τζάκι για θέρμανση και για φωτισμό χρησιμοποιούν τα λυχνάρια. Οι άνθρωποι πιστεύουν στη μαγεία και στις κατάρες, είναι δεισιδαίμονες και βασίζονται στα βοτάνια για τη θεραπεία των ασθενειών, αλλά και για να ελέγξουν το φύλο του παιδιού (παλικαροβότανο) ή να αποτρέψουν τη γέννηση άλλων παιδιών (στερφοβότανο). Η συνήθεια των ανδρών να πίνουν περισσότερο στο τέλος της εβδομάδας, για να ξεκουραστούν από τα μεροκάματα της εβδομάδας. Γενικότερα κάθε πληροφορία που μας παρέχει ο συγγραφέας για τον τρόπο ζωής, τα έθιμα και τις αντιλήψεις της εποχής, αποτελούν τα ηθογραφικά στοιχεία του κειμένου.

Η ανάδειξη του λαϊκού πολιτισμού εντάσσεται στις επιδιώξεις του νατουραλισμού. ποιά λαογραφικά στοιχεία διακρίνετε στο κείμενο; Ποια θέση κατέχει το θρησκευτικό στοιχείο στη Φόνισσα;

Τα λαογραφικά στοιχεία του κειμένου σχετίζονται με την καταγραφή του τρόπου ζωής των απλών ανθρώπων της υπαίθρου: - Οι γυναίκες που ονομάζονται με βάση το όνομα του άντρα τους (αποκαλούν τη Χαδούλα, Φραγκογιαννού, γιατί τον άντρα της τον λένε Γιάννη Φράγκο). 
- Η γενικότερη θέση των γυναικών στην κοινωνία, όπως αυτή προβάλλεται μέσα από τη ζωή της ηρωίδας, η οποία από μικρή ηλικία μέχρι και τα γεράματά της είναι αναγκασμένη να υπηρετεί την οικογένειά της. Βλέπουμε για παράδειγμα, στο παρόν της ιστορίας, τη Φραγκογιαννού να ξενυχτά δίπλα στο άρρωστο εγγόνι της, γεγονός που δηλώνει πως μια γυναίκα οφείλει πάντοτε να φροντίζει την οικογένειά της, ακόμη κι όταν πρόκειται για τα εγγόνια της. 
- Ο θεσμός της προίκας που υπονομεύει σε μεγάλο βαθμό τη θέση των γυναικών, καθώς τις καθιστά βάρος για τους γονείς τους. 
- Τα σπίτια έχουν τζάκι για θέρμανση και για φωτισμό χρησιμοποιούν τα λυχνάρια. 
- Οι άνθρωποι πιστεύουν στη μαγεία και στις κατάρες, είναι δεισιδαίμονες και βασίζονται στα βοτάνια για τη θεραπεία των ασθενειών, αλλά και για να ελέγξουν το φύλο του παιδιού (παλικαροβότανο) ή να αποτρέψουν τη γέννηση άλλων παιδιών (στερφοβότανο). 

Η θρησκεία είναι πάντοτε παρούσα στη ζωή των απλών ανθρώπων, καθώς τους προσφέρει την απαιτούμενη καθοδήγηση για τον τρόπο που θα πρέπει να ζουν, αλλά και την αναγκαία στήριξη μπροστά στα προβλήματα της ζωής και στις προσωπικές τους ανησυχίες. Η Φραγκογιαννού είναι βέβαια θρησκευόμενη και γι’ αυτό μετά το πρώτο της έγκλημα καθώς βασανίζεται από τύψεις πηγαίνει σ’ ένα ερημοκλήσι για να αντιμετωπίσει τις ενοχές της. Το ζήτημα που προκύπτει όμως είναι ότι η ηρωίδα δεν ζητά βοήθεια από κάποιον πνευματικό ή ιερέα κι επιχειρεί μόνη της να κρίνει τις πράξεις της. Όπως είναι λογικό αντί να αντιληφθεί το επαχθές του εγκλήματός της, ζητά από τον Αϊ Γιάννη τον Κρυφό κάποιο σημάδι, ώστε να βεβαιωθεί πως έπραξε σωστά. Έτσι, όταν αργότερα συναντά τα δύο αφύλαχτα κοριτσάκια, κρίνει με τη διαταραγμένη λογική της πως αυτό είναι ένα θεόσταλτο σημάδι για να συνεχίσει το φονικό της έργο. 
Υπό αυτές τις συνθήκες η θρησκεία αντί να λειτουργήσει αποτρεπτικά για τη φόνισσα, λειτουργεί ως ένα ακόμη άλλοθι για τις πράξεις της, καθώς η ηρωίδα θεωρεί πως έχει λάβει την έγκριση του Θεού! Στα πλαίσια άλλωστε του παραλογισμού της η Φραγκογιαννού θα θεωρήσει ότι ο μόνος τρόπος για να σωθεί είναι να φτάσει στον Άγιο Σώστη, όπου ο εκεί πνευματικός, ο παπάς Ακάκιος, αφού άκουγε την εξομολόγησή της, θα τη βοηθούσε να δραπετεύσει από τους διώκτες της. 
Το σχόλιο πάντως της ηρωίδας «Καιρός μετανοίας πλέον...» υποδηλώνει πως παρά τις προσπάθειές της να δικαιολογήσει στον εαυτό της όσα έχει κάνει, κατανοεί πως έχει διαπράξει σημαντικά εγκλήματα.

Ποιοι τύποι γυναικών διακρίνονται στα κείμενα: Του νεκρού αδερφού, Η τιμή και το χρήμα, Ερωτόκριτος και Η φόνισσα;

Η ηρωίδα στου Νεκρού αδελφού είναι το πρότυπο της κόρης που παραμένει υποταγμένη στη θέληση της οικογένειάς της, χωρίς να φέρνει αντιρρήσεις και σεβόμενη απόλυτα τη θέση της. 
Η σιόρα Επιστήμη στην Τιμή και το Χρήμα είναι μια δυναμική γυναίκα που γνωρίζει πως πρέπει να υποκαταστήσει τον αδύναμο άνδρα της, για να καλύψει τις οικονομικές ανάγκες της οικογένειάς της, αλλά και να διαφυλάξει την τιμή των κοριτσιών της. Κατορθώνει βέβαια να συγκεντρώσει χρήματα και να ελέγχει τα παιδιά της, αλλά στην προσπάθειά της να μην αδικήσει κανένα ως προς το θέμα της προίκας, καταλήγει να καταστρέψει τη ζωή της Ρήνης. Ο δυναμισμός και η αυστηρότητα της μητέρας δε συνυπάρχουν με την αναγκαία επιείκεια και κατανόηση απέναντι στα παιδιά της. Έτσι το άτεγκτο του χαρακτήρα της, θα προκαλέσει πολύ μεγαλύτερα δεινά από αυτά που θα επιχειρήσει να αποτρέψει. 
Η Ρήνη είναι μία από τις πιο ξεχωριστές περιπτώσεις γυναικών στα εξεταζόμενα κείμενα, καθώς σε μια άκρως ανδροκρατούμενη εποχή διεκδικεί το δικαίωμα της ελευθερίας στις επιλογές της, αρνείται να θεωρήσει τον εαυτό της αντικείμενο προς εμπορική ανταλλαγή, όταν βλέπει τα σκληρά παζάρια για την προίκα ανάμεσα στον Αντρέα και τη μητέρα της, αρνείται να υποταχθεί στη θέληση των άλλων και τελικά καθορίζει μόνη της τη μοίρα της. Μπορεί να μην παντρεύεται αυτόν που αγαπά, αλλά είναι η μόνη που κατορθώνει να απελευθερωθεί από τις έννοιες της τιμής και του χρήματος που κρατούν δέσμια τα υπόλοιπα πρόσωπα. 
Η Φραγκογιαννού είναι ένας ακραίος τύπος γυναίκας, που ξεφεύγει από τα όρια της αποδεκτής ανθρώπινης συμπεριφοράς και καταλήγει σε μια απάνθρωπα φονική δράση. Η Φραγκογιαννού είναι βέβαια μια δυναμική γυναίκα που αναλαμβάνει τη φροντίδα της οικογένειάς της και υποκαθιστά τις ελλείψεις του συζύγου της, αλλά τελικά όλα αυτά που αναγκάστηκε να υπομείνει στην πάροδο των χρόνων τραυματίζουν ανεπανόρθωτα τον ψυχισμό της. Παρόλο που θεωρεί τον εαυτό της δυνατό, τελικά λυγίζει μπροστά στο βάρος των σωρευμένων δυσκολιών της ζωής της και ξεσπά μ' έναν απρόβλεπτο τρόπο. Η Φόνισσα παραμένει διαχρονικά ένας από τους προκλητικότερους χαρακτήρες της λογοτεχνίας μας κι έρχεται να μας υπενθυμίσει πως τα όρια της ψυχικής δύναμης κάθε ανθρώπου είναι πεπερασμένα.
Η Αρετούσα αψηφώντας τους αυστηρούς περιορισμούς που καθήλωναν τις γυναίκες σε μια διαρκή υποταγή, αντιτίθεται στις αποφάσεις του πατέρα της και δέχεται καρτερικά την τιμωρία της. Σε αντίθεση βέβαια με τη Ρήνη και τις άλλες ηρωίδες, η Αρετούσα, ως κόρη βασιλιά, δεν έχει γνωρίσει τις πραγματικές δυσκολίες της ζωής, δεν έχει εργαστεί και δεν ξέρει πόσα βάσανα υπομένουν στην πραγματικότητα οι γυναίκες. Εντούτοις, έστω και στα πλαίσια της ρομαντικής αφοσίωσης στην πραγματική αγάπη, η Αρετούσα παρουσιάζει έναν θεμιτό δυναμισμό που τη διαφοροποιεί από τις γυναίκες της εποχής της. 
Από την άλλη, η Φροσύνη είναι μια γυναίκα πλήρως συμβιβασμένη με το γεγονός ότι οφείλει να υπακούει στις αποφάσεις και τις διαταγές των ανδρών. Δέχεται τη θέση της και δε συμφωνεί με τη δυναμική, αλλά διακινδυνευμένη αντίδραση της Αρετούσας στις διαταγές του πατέρα της.

Πώς αντιμετωπίζεται η γυναίκα από το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον σε θέματα όπως είναι ο έρωτας, ο γάμος και η προίκα στα κείμενα: Του νεκρού αδερφού, Η τιμή και το χρήμα, Ερωτόκριτος και Η φόνισσα;

Θα πρέπει να τονιστεί πως παρά τη χρονική απόσταση που χωρίζει κάποια από αυτά τα κείμενα, υπάρχει μια κοινή αντιμετώπιση απέναντι στις γυναίκες, διαμορφωμένη εδώ και αιώνες που παρέμεινε σε ισχύ μέχρι και λίγες δεκαετίες πριν. 
Η γυναίκα όφειλε να δεχτεί ως σύζυγο τον άντρα που επέλεγαν για εκείνη οι γονείς της, γεγονός που καθιστούσε τους γάμους από έρωτα σχετικά σπάνιους. Άλλωστε, όπως βλέπουμε και στη νουβέλα η τιμή και το χρήμα, ακόμη κι όταν οι δυο νέοι είναι ερωτευμένοι παραμένει το βασικό θέμα της προίκας. 
Ο θεσμός αυτός που θεωρητικά λειτουργούσε ως ένα βοήθημα για τη νέα κοπέλα, είχε καταλήξει ένα υποχρεωτικό και κάποτε αβάσταχτο οικονομικό βάρος για τους γονείς. Μια καλή προίκα πάντως μπορούσε να εξασφαλίσει ένα καλό γαμπρό για τη γυναίκα, προσφέροντάς της έτσι μια καλύτερη ζωή. Αντιστοίχως, μια μικρή προίκα σήμαινε έναν υποδεέστερο γαμπρό και άρα μια δύσκολη ζωή για τη γυναίκα. 
Οι γυναίκες μετά το γάμο περνούσαν από τον έλεγχο του πατέρα τους, στον έλεγχο του συζύγου τους. Αυτό πιστοποιούσε το γεγονός ότι η γυναίκα θεωρούνταν κατώτερη από τον άντρα και άρα βρισκόταν πάντοτε σε σχέση εξάρτησης από αυτόν. 
Στου νεκρού αδελφού η Αρετή θα λάβει το σύζυγο που επιλέγει γι' αυτή η οικογένειά της, ύστερα από κάποιο προξενιό. Η έννοια του έρωτα είναι φυσικά ανύπαρκτη σ' αυτό το κείμενο που αναφέρεται σε μια αρκετά παλαιότερη εποχή (9ος-10ος αιώνας).
Η ομορφιά και η αρετή της κοπέλας αποτελούν ουσιαστικά και την προίκα της, καθώς δεν υπάρχει κάποια αναφορά για άλλου είδους προίκα. 
Στην τιμή και το χρήμα η Ρήνη είναι υπό τον έλεγχο της μητέρας της (ο πατέρας αρουσιάζεται ως αλκοολικός και χωρίς λόγο πάνω στο θέμα του γάμου της κόρης του). Στο κείμενο αυτό έχουμε την έννοια του έρωτα και της αγάπης, συναισθήματα όμως που συντρίβονται μπροστά στην σκληρή πραγματικότητα των διαπραγματεύσεων για την προίκα. Εφόσον ο Αντρέας ανήκει σε υψηλότερη κοινωνική θέση, απαιτεί και ανάλογα μεγάλη προίκα. 
Στη φόνισσα η ηρωίδα παντρεύεται τον άντρα που επιλέγει γι' αυτήν ο πατέρας της κι επειδή δεν είναι πλούσιος γαμπρός, λαμβάνει αντίστοιχα μια ασήμαντη προίκα. Ο γάμος αυτός και η μικρή προίκα θα σφραγίσουν τη μετέπειτα πορεία της Φραγκογιαννούς. 
Στον Ερωτόκριτο που συντίθεται τον 17ο αιώνα και υποτίθεται πως αναφέρεται στην αρχαία Ελλάδα, εντοπίζουμε παρόμοιες αντιλήψεις για τη θέση της γυναίκας. Η Αρετούσα οφείλει να παντρευτεί τον άντρα που θα επιλέξει για εκείνη ο πατέρας της και σίγουρα κάποιον που θα έχει μια εξίσου υψηλή κοινωνική θέση. 
Η άρνηση της Αρετούσας βέβαια θα βασιστεί στον έρωτά της για τον νεαρό Ερωτόκριτο, που αν και κατώτερός της τολμά να τη διεκδικήσει. 
Ο πατέρας της ηρωίδας δε θα δεχτεί τον έρωτα της κόρης του φυσικά, καθώς θεωρεί, όπως και η Φροσύνη άλλωστε, πως ο έρωτας δεν έχει καμία σχέση με το γάμο. Ο γάμος είναι μια συμφωνία που γίνεται με βάση την κοινωνική και οικονομική θέση των δύο νέων και όχι με βάση ανόητους συναισθηματισμούς.

Ποια η σημερινή θέση της γυναίκας στην κοινωνία; Νομίζετε πως έχει την αντιμετώπιση που της αξίζει ή έχουν να γίνει ακόμη βήματα προς αυτή την κατεύθυνση;

Η θέση της γυναίκας στη σύγχρονη κοινωνία έχει σαφώς βελτιωθεί σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες, εντούτοις ακόμη και σήμερα παραμένουν κατάλοιπα προκαταλήψεων και αρνητικών στερεοτύπων εις βάρος των γυναικών. 
Στα θετικά βήματα που έχουν γίνει μπορούμε να αναφέρουμε:
- την αποδέσμευση της γυναίκας από τον αποκλειστικό ρόλο της μητέρας/νοικοκυράς που την κρατούσε περιορισμένη στο σπίτι.
- την ενεργή ένταξη των γυναικών στον επαγγελματικό στίβο, ακόμη και σε επαγγέλματα που μέχρι πρότινος θεωρούνταν ανδροκρατούμενα.
- η (σε μεγάλο βαθμό) ισότιμη αντιμετώπιση των γυναικών στον επαγγελματικό χώρο 
- η συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική και η εκλογή τους σε πολύ σημαντικές θέσεις.
- οι εξαιρετικές ακαδημαϊκές επιδόσεις των γυναικών που τους επιτρέπουν να αναδειχθούν και στους τομείς της επιστήμης. 
- η επιτυχημένη παρουσία των γυναικών στο χώρο της τέχνης, με πολύ σημαντική παρουσία σε όλες τις πτυχές της καλλιτεχνικής έκφρασης.
- οι πολλαπλές διακρίσεις τον γυναικών και στον αθλητισμό, όπου σημειώνουν αξιοσημείωτες επιδόσεις.
Συνολικά η γυναίκα αντιμετωπίζεται πλέον ως ολοκληρωμένη προσωπικότητα, με τη δυνατότητα να διακριθεί σε οποιονδήποτε τομέα επιθυμεί. Έχει πάψει να αντικρίζεται από την κοινωνία ως υποδεέστερη του άντρα και χαίρει της μεγάλης εκτίμησης που της αναλογεί. Σε αντίθεση με τους άντρες που συνήθως περιορίζονται στις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις η γυναίκα κατορθώνει να καλύπτει με αξιοθαύμαστη πληρότητα τόσο τις επαγγελματικές της υποχρεώσεις όσο κι εκείνες που απορρέουν από τον πολύτιμο ρόλο της μητρότητας. 
Στα αρνητικά στοιχεία μπορούμε να εντοπίσουμε τη συνεχιζόμενη τάση των αντρών να θεωρούν ως δεδομένη την υποχρέωση της γυναίκας να καλύπτει παράλληλα με τα επαγγελματικά της καθήκοντα και τις οικιακές εργασίες, αλλά και την ανατροφή των παιδιών. Παρόλο που συναντάμε αρκετά συχνά ένα αρμονικό μοίρασμα των υποχρεώσεων ανάμεσα στο ζευγάρι, εντούτοις υπάρχουν ακόμη πολλές περιπτώσεις όπου η γυναίκα επωμίζεται όλες τις υποχρεώσεις μόνη της. 
Επίσης, σε ορισμένες κλειστές κοινωνίες της επαρχίας συνεχίζεται ο αυστηρός κοινωνικός έλεγχος απέναντι στη γυναίκα ως προς τη συμπεριφορά και το ντύσιμό της. 
Παράλληλα, σημειώνονται ακόμη και σήμερα λυπηρά γεγονότα ενδοοικογενειακής βίας είτε σωματικής είτε ψυχολογικής, τα οποία δυστυχώς η γυναίκα υπομένει ως ασθενέστερη. 
Σημειώνουμε επίσης τις διακρίσεις στον ιδιωτικό επαγγελματικό χώρο, όπου οι γυναίκες λόγω των αδειών που τους αναλογούν κατά τη διάρκεια της κύησης, απορρίπτονται κάποτε εκ των προτέρων από τους πιθανούς εργοδότες. 
Ορισμένα βαριά επαγγέλματα άλλωστε παραμένουν απρόσιτα για τις γυναίκες, οι οποίες θεωρούνται μη ικανές για την εκπλήρωσή τους. 
Τέλος μπορούμε να επισημάνουμε την τάση ορισμένων αντρών να σχολιάζουν υποτιμητικά τις γυναίκες επαγγελματίες και να μην τις θεωρούν εξίσου ικανές, στοιχείο που δείχνει πως δεν έχουν ακόμη εξαλειφθεί πλήρως τα στερεότυπα του παρελθόντος και πως υπάρχουν περιθώρια για περαιτέρω εμπέδωση της ισότιμης θέσης που δικαιωματικά ανήκει στις γυναίκες.

Να συγκρίνετε τη Φόνισσα με το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα σε σχέση με τη θέση της γυναίκας. Ποια είναι η τελική έκβαση στα δύο κείμενα;

Ο λόγος και στα δύο κείμενα, όπως εκφέρεται κυρίως από τις βασικές ηρωίδες, εκφράζει μια έντονη σκληρότητα απέναντι στις γυναίκες. Η Φραγκογιαννού μάλιστα δε διστάζει να επαναλάβει αρκετές φορές τη σκέψη πως θα ήταν προτιμότερο να μη γεννιούνται κορίτσια κι αν γεννούνται να τα πνίγουν οι γονείς τους, (και φυσικά δεν κρύβει τη χαρά της κάθε φορά που στο νησί πεθαίνει κάποιο από τα κορίτσια των συγχωριανών της). Μια παρεμφερή ιδέα εκφράζει και η Αμέλια, η κόρη της Μπερνάρντα, όταν λέει πως το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι να γεννηθείς γυναίκα. 
Οι έντονα αρνητικές αυτές απόψεις για τις γυναίκες, διατυπώνονται και στα δύο κείμενα μόνο από γυναίκες -ο ανδρικός λόγος απουσιάζει πλήρως από το σπίτι της Μερνάρντα Άλμπα, ενώ στη Φόνισσα οι άντρες δεν εμφανίζονται ποτέ να μιλούν με αρνητικό τρόπο για τις γυναίκες-. Η τραγικότητα και οι δυσκολίες της ζωής των γυναικών διατυπώνονται από τις ίδιες που αισθάνονται με ποικίλους τρόπους τη μοίρα τους να διαφοροποιείται από αυτή των ανδρών. 
Στη Φόνισσα η διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλλα εστιάζεται κυρίως στο θέμα της προίκας, καθώς για τις φτωχές οικογένειες αυτός ο θεσμός είναι μια δυσβάσταχτη υποχρέωση. Ενώ, συμπληρωματικά λειτουργούν τα αρνητικά βιώματα της Φραγκογιαννούς που πέρασε τη ζωή της δουλεύοντας για την οικογένειά της. Από την άλλη, στο σπίτι της Μερνάρντα Άλμπα, εκείνο που καθιστά τη ζωή των γυναικών δυσβάσταχτη είναι η ανάγκη να τηρούν τους αυστηρούς κανόνες ευπρέπειας που τους επιβάλλει η συντηρητική κοινωνία. Η πεποίθηση της μητέρας ότι οι κόρες της θα πρέπει να περάσουν τα χρόνια του αυστηρού πένθους κλεισμένες στο σπίτι, ωθεί τις κοπέλες στην απελπισία. Σημείο σύγκλισης και για τα δύο κείμενα είναι βέβαια ο θεσμός της προίκας, καθώς και στα δύο καθίσταται σαφές πως μόνο μια καλή προίκα μπορεί να εξασφαλίσει έναν αξιόλογο γαμπρό. 
Η Αγκούστιας, κόρη απ’ τον πρώτο άντρα της Μπερνάρντα, έχοντας εξασφαλίσει μια πολύ καλή προίκα διεκδικεί για σύζυγο τον κατά πολύ νεότερό της Πέπε Ρομάνο, ενώ οι αδελφές της που δεν έχουν τόσα χρήματα βρίσκονται αντιμέτωπες με το ενδεχόμενο να παραμείνουν ανύπαντρες και να στερηθούν για πάντα τις χαρές του γάμου. 
Η Φραγκογιαννού παίρνει ως σύζυγο το βοηθό του πατέρα της, μιας και δεν απαιτείται μεγάλη προίκα από τη μεριά των γονιών της για να κλείσουν τη συμφωνία. Η ίδια με μεγάλη δυσκολία καταφέρνει να εξασφαλίσει σύζυγο για την κόρη της Δελχαρώ, αλλά δηλώνει πως δεν έχει κανένα κουράγιο να μπει στην ίδια διαδικασία για να παντρέψει τις άλλες δύο κόρες της.
Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί πως στο σπίτι της Μερνάρντα Άλμπα δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στα ζητήματα ηθικής και στην απολυταρχική συμπεριφορά της μητέρας που δε θέλει για κανένα λόγο να εκτεθεί απ’ τη συμπεριφορά των κοριτσιών της. Ενδεικτικό της σημασίας που δίνεται στο θέμα της ηθικής είναι η διάθεση των κατοίκων του χωριού να σκοτώσουν την κοπέλα εκείνη που γέννησε, χωρίς να είναι παντρεμένη. Ενώ στη Φόνισσα το θέμα της ηθικής δεν τίθεται, -θεωρείται βέβαια δεδομένο- και η προσοχή στρέφεται στις οικονομικές υποχρεώσεις που συνοδεύουν τη γέννηση κάθε κοριτσιού. 
Ως προς την πορεία και των δύο κειμένων θα πρέπει να τονιστεί πως η αρνητική τους έκβαση προοικονομείται με τις συνεχείς αναφορές στις θεματικές εκείνες που δεσπόζουν στις δύο ιστορίες. Στο σπίτι της Μερνάρντα Άλμπα η απόλυτη αυστηρότητα της μητέρας και η πρόθεσή της να κρατήσει οκταετές πένθος για το θάνατο του δεύτερου άντρα της, δημιουργεί αρνητικά συναισθήματα στις κοπέλες. Η επίμονη καταπίεση και οι συνεχείς διαβεβαιώσεις της μητέρας πως προτιμά να τις κρατήσει κλεισμένες στο σπίτι κι ας μείνουν ανύπαντρες, προετοιμάζουν το θεατή για τη στιγμή της αντίδρασης. Η καταπίεση άλλωστε είναι κι ο λόγος που η Αντέλα θα συνάψει ερωτική σχέση με τον αρραβωνιαστικό της αδελφής της, μη αντέχοντας τη σκέψη πως θα δει τη νεότητά της να φεύγει, χωρίς ποτέ να έχει χαρεί τον έρωτα. 
Στη Φόνισσα τα βάσανα που έχει περάσει η Φραγκογιαννού, οι οικονομικές δυσκολίες και φυσικά ο έντονος μισογυνισμός της (αποτέλεσμα προβολής των αρνητικών συναισθημάτων που τρέφει για τον εαυτό της), δημιουργούν την αίσθηση πως επέρχεται η στιγμή που η σκληρή και πληγωμένη αυτή γυναίκα θα ξεσπάσει. 
Κι ενώ στη Φόνισσα ο θάνατος της ηρωίδας τερματίζει τη φονική της δράση και απομακρύνει το φόβο νέων φόνων, στο σπίτι της Μερνάρντα Άλμπα, η αυτοκτονία της Αντέλα δεν επιφέρει τη λύτρωση για τις άλλες κοπέλες μιας και η τυραννική Μπερνάρντα σκοπεύει να καλύψει το θάνατο της κόρης της μ’ ένα πέπλο αγνότητας και φυσικά θα συνεχίσει να κρατά δέσμιες τις υπόλοιπες κόρες της.

Κωνσταντίνος Χατζόπουλος «Χριστούγεννα του χωριού»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Sarah Ann Loreth

Κωνσταντίνος Χατζόπουλος «Χριστούγεννα του χωριού»

Τα ποιήματα του Χατζόπουλου αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα συμβολισμού, με τον ποιητή να επιχειρεί να υποβάλει τις ψυχικές του διαθέσεις δίνοντας στο ποίημα μουσικότητα (συχνές επαναλήψεις) και συσχετίζοντας τα αντικείμενα ή το περιβάλλον με την ψυχική του κατάσταση. Όπως σχολιάζει ο Λίνος Πολίτης: «Στην ποίησή του αποζήτησε, σύμφωνα με τα διδάγματα του συμβολισμού, την υποβολή με τις θαμπές και αξεκαθάριστες εικόνες και τη μουσική γοητεία του στίχου. Ο τόνος που κυριαρχεί είναι ο ελεγειακός, ένας ακαθάριστος ποιητικός ρεμβασμός, η έλλειψη του συγκεκριμένου.

Χριστούγεννα τοῦ χωριοῦ

Μὲς τὴν ἀχνόφεγγη βραδιὰ
πέφτει ψιλὸ-ψιλὸ τὸ χιόνι,
γύρω στὴν ἔρμη λαγκαδιὰ
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.


Οὔτε πουλιοῦ γροικᾶς λαλιά,
οὔτ᾿ ἕνα βέλασμα προβάτου,
λὲς κι ἁπλωμένη σιγαλιὰ
εἶναι κεῖ ὁλόγυρα θανάτου.


Μὰ ξάφνου πέρα ἀπ᾿ τὸ βουνὸ
γλυκὸς σημάντρου ἦχος γροικιέται,
ὡσὰν βαθιὰ ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ
μέσα στὴ νύχτα νὰ σκορπιέται.


Κι ἀντιλαλεῖ τερπνὰ-τερπνὰ
γύρω στὴν ἄφωνη τὴν πλάση,
καὶ τὸ χωριὸ γλυκοξυπνᾶ
τὴν ἅγια μέρα νὰ γιορτάσει.


Με βάση τις αρχές του συμβολισμού το εννοιολογικό περιεχόμενο του ποιήματος περιορίζεται στο ελάχιστο. Το ποίημα αυτό παρουσιάζει την απόλυτη ησυχία της νύχτας, που τη διαδέχεται στο σταδιακό ξύπνημα του χωριού, με κυρίαρχο πρώτο ήχο αυτό της καμπάνας.

Ερώτηση 1η: Να εντοπίσετε τα σχήματα λόγου του ποιήματος και να δηλώσετε κατά πόσο αυτά εκφράζουν την πραγματικότητα ή τη φαντασία.

Τα σχήματα λόγου σε αυτό το ποίημα αναφέρονται κυρίως στην πραγματικότητα, όπως γίνεται αντιληπτή από τον παρατηρητή-ποιητή.
Οι μεταφορές της 1ης και 2ης στροφής (κάτασπρο σεντόνι) – (σιγαλιά θανάτου), αποδίδουν αντίστοιχα μια οπτική και μια ηχητική εικόνα, που ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Εντούτοις η μεταφορά «σιγαλιά θανάτου», με την έντασή της εκφράζει την ανησυχητική αίσθηση του παρατηρητή πως κυριαρχεί παντού η απουσία ζωής και δημιουργεί έτσι μια περισσότερο φανταστική κατάσταση.
Η μεταφορά «σιγαλιά θανάτου» είναι ενταγμένη στα πλαίσια της ευρύτερης παρομοίωσης: λες κι απλωμένη σιγαλιά / είναι κει ολόγυρα θανάτου.
Στην πρώτη στροφή έχουμε επίσης την επανάληψη ψιλό-ψιλό και τη μεταφορά αχνόφεγγη βραδιά. Ενώ στη 2 στροφή έχουμε και τις μεταφορές: πουλιού λαλιά, απλωμένη σιγαλιά.
Στην τρίτη στροφή έχουμε μια μεταφορά (γλυκός ήχος) και μια παρομοίωση (ωσάν βαθιά απ’ τον ουρανό). Η παρομοίωση δημιουργεί μια ψευδή αίσθηση πως ο ήχος δεν είναι επίγειος, αλλά ουράνιος, θέλοντας να αποδώσει τη θρησκευτική και κατανυκτική του υπόσταση. Στοιχείο όμως που την τοποθετεί στο επίπεδο της φαντασίας.
Στην τέταρτη στροφή έχουμε την επανάληψη τερπνά-τερπνά, τη μεταφορά (άφωνη πλάση), την αντίθεση (αντιλαλεί – άφωνη). Η μεταφορά αποδίδει εκ νέου την πρότερη αίσθηση του ποιητικού υποκειμένου για την πλήρη απουσία ζωής, που είχε εντοπιστεί και στη 2η στροφή.
Στην 4η στροφή έχουμε δύο ακόμη μεταφορές: γλυκοξυπνά, άγια μέρα.
Το ποίημα βασίζεται στην αντίθεση ανάμεσα στην απόλυτη σιωπή της νύχτας και στο ξύπνημα που ξεκινά με τον ήχο από την καμπάνα της εκκλησίας. Αντίθεση που παρουσιάζεται ανάμεσα στις 2 πρώτες στροφές και στις 2 τελευταίες. Η χειμωνιάτικη νύχτα αποδίδεται με εικόνες που παραπέμπουν στο θάνατο, ενώ το ξεκίνημα της Χριστουγεννιάτικης μέρας υποδηλώνει ένα αναγεννητικό ξύπνημα που δίνει εκ νέου ζωή στη φύση και τους ανθρώπους.

Ερώτηση 2η: Πώς λειτουργεί η ομορφιά της φύσης στη διαμόρφωση των συναισθημάτων.

Η κυρίαρχη εντύπωση της σιωπής και το ακόλουθο ξύπνημα του χωριού, που μας μεταδίδουν την προσμονή του ποιητικού υποκειμένου για το ξεκίνημα της εορταστικής διάθεσης και ατμόσφαιρας, ενισχύονται από τις επιμέρους εικόνες ομορφιάς της φύσης.
Για παράδειγμα στην πρώτη στροφή ο ποιητής δημιουργεί το υποβλητικό σκηνικό της αμυδρά φωτισμένης βραδιάς -προφανώς απ’ το φεγγάρι- και το σκέπασμα όλης της λαγκαδιάς από το χιόνι, που δίνει σ’ όλο το τοπίο μια λευκή όψη (αγνότητας). Η λευκότητα του τοπίου και το αμυδρό φως της νύχτας μας εισάγουν σ’ ένα κλίμα σχεδόν θρησκευτικής γαλήνης και υπηρετούν ουσιαστικά την προσπάθεια του ποιητή να μεταδώσει την αίσθηση ακινησίας, ησυχίας και υποβλητικής ομορφιάς του νυχτερινού χειμωνιάτικου τοπίου.
Έχουμε πάντοτε υπόψη μας βέβαια πως τέτοιου είδους υποβλητικά σκηνικά, στα οποία κυριαρχεί μια μελαγχολική διάθεση, αποτελούν συνηθισμένες εικόνες των συμβολιστών.
 
Ερώτηση 3η: Να εντοπίσετε λέξεις ή φράσεις που επιτυγχάνουν την εννοιολογική φόρτιση και εικονογραφική πύκνωση του κειμένου (συμβολιστική δράση).

Η τάση του συμβολισμού να αποδίδει σε ορισμένες λέξεις ή εικόνες ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς μέσα από αυτές υπονοούνται/συμβολίζονται συναισθήματα, ιδέες και διαθέσεις, πλουτίζει το κείμενο σε συνειρμικό επίπεδο.  
Έτσι, ο συμβολισμός μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε σε ορισμένες φράσεις του ποιήματος συμβολισμούς συναισθηματικών καταστάσεων, και αντιστοίχως ιδιαίτερες εννοιολογικές προεκτάσεις που λειτουργούν κυρίως ως συνειρμικές υπονοήσεις.
Για παράδειγμα στο δίστιχο: «λες κι απλωμένη σιγαλιά / είναι κει ολόγυρα θανάτου», δεν μπορούμε παρά να αισθανθούμε τη μελαγχολική διάθεση του ποιητή.
Σε ό,τι αφορά την εννοιολογική φόρτιση μπορούμε να διακρίνουμε στην παρομοίωση «ωσάν βαθιά απ’ τον ουρανό / μέσα στη νύχτα να σκορπιέται», τις θρησκευτικές προεκτάσεις του κειμένου. Η προέλευση του ήχου της καμπάνας που μοιάζει να έρχεται βαθιά μέσα απ’ τον ουρανό, υπονοεί μια συσχέτιση με τη χριστιανική πεποίθηση της ουράνιας κατοικίας του Θεού.
Αντιστοίχως, στο δίστιχο «και το χωριό γλυκοξυπνά / την άγια μέρα να γιορτάσει» που αποτελεί και την καταληκτική κορύφωση του ποιήματος, δημιουργεί συνειρμούς που σχετίζονται με τα γιορταστικά έθιμα των Χριστουγέννων, εμπλουτίζοντας τις εικόνες του κειμένου, έστω κι αν αυτές δεν αποκτούν λεκτική απόδοση στο κείμενο.
Με παρόμοιο τρόπο κι επιμέρους εικόνες (αχνόφεγγη βραδιά – κάτασπρο σεντόνι) μπορούν να ιδωθούν ως έμμεσες υποδείξεις συναισθημάτων του ποιητή (θλίψη), αλλά και εννοιολογικών συμβολισμών (κάτασπρο σεντόνι = θάνατος).

Ερώτηση 4η: Να εντοπίσετε λέξεις ή φράσεις που εκφράζουν ιδέες και συναισθήματα.

Με δεδομένο τον εννοιολογικό περιορισμό του ποιήματος που απαιτεί ο συμβολισμός, μπορούμε να ανιχνεύσουμε κυρίως συναισθηματικές διαθέσεις του ποιητή. Έτσι, πέρα από τη γενικότερη διάθεση που επιχειρεί να δημιουργήσει με τις εικόνες του ποιήματος, μπορούμε να βρούμε ενδείξεις των συναισθημάτων του σ’ επιμέρους φραστικά σύνολα. Για παράδειγμα, στη φράση «γλυκός σημάντρου ήχος» είναι σαφής η θετική πρόσληψη από τον ποιητή του ήχου της καμπάνας, καθώς σηματοδοτεί την εκκίνηση της νέας ημέρας, και μάλιστα της μέρας των Χριστουγέννων, την οποία ο ποιητής μοιάζει να προσδοκά όλη τη νύχτα.
Την ίδια θετική διάθεση του ποιητή αποδίδει και ο τρόπος που περιγράφει τη σταδιακή μετάδοση του ήχου της καμπάνας σε όλη τη γύρω περιοχή «αντιλαλεί τερπνά-τερπνά». Ο ήχος αντιλαλεί ευχάριστα, κατά τον ποιητή, στοιχείο που δείχνει τη ευδιαθεσία που του προκαλεί η έλευση των Χριστουγέννων.
Είναι σημαντικό να προσέξουμε πως στα πλαίσια του συμβολισμού οι ποιητές έχουν την τάση να καθρεφτίζουν τα συναισθήματά τους στα αντικείμενα και στη φύση, κάτι που τους οδηγεί να σηματοδοτούν τις εικόνες ανάλογα με το πώς αισθάνονται. Άρα, ο ήχος ακούγεται ευχάριστος, γιατί ο ποιητής είναι θετικά διακείμενος απέναντι στα Χριστούγεννα. Ενώ σε αντίθετη περίπτωση, θα μπορούσε να σχολιάζει τον ήχο ως πένθιμο ή δυσοίωνο ή με οποιοδήποτε άλλο αρνητικό τρόπο. 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...