Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Κωνσταντίνος Καβάφης «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Giovanni Ruggero

Κωνσταντίνος Καβάφης «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας»

Σαστίσαμε στην Aντιόχειαν όταν μάθαμε
τα νέα καμώματα του Ιουλιανού.

Ο Aπόλλων εξηγήθηκε με λόγου του, στην Δάφνη!
Χρησμό δεν ήθελε να δώσει (σκοτισθήκαμε!),
σκοπό δεν τόχε να μιλήσει μαντικώς, αν πρώτα
δεν καθαρίζονταν το εν Δάφνη τέμενός του.
Τον ενοχλούσαν, δήλωσεν, οι γειτονεύοντες νεκροί.

Στην Δάφνη βρίσκονταν τάφοι πολλοί.—
Ένας απ’ τους εκεί ενταφιασμένους
ήταν ο θαυμαστός, της εκκλησίας μας δόξα,
ο άγιος, ο καλλίνικος μάρτυς Βαβύλας.

Aυτόν αινίττονταν, αυτόν φοβούνταν ο ψευτοθεός.
Όσο τον ένοιωθε κοντά δεν κόταε
να βγάλει τους χρησμούς του· τσιμουδιά.
(Τους τρέμουνε τους μάρτυράς μας οι ψευτοθεοί.)

Aνασκουμπώθηκεν ο ανόσιος Ιουλιανός,
νεύριασε και ξεφώνιζε: «Σηκώστε, μεταφέρτε τον,
βγάλτε τον τούτον τον Βαβύλα αμέσως.
Aκούς εκεί; Ο Aπόλλων ενοχλείται.
Σηκώστε τον, αρπάξτε τον ευθύς.
Ξεθάψτε τον, πάρτε τον όπου θέτε.
Βγάλτε τον, διώξτε τον. Παίζουμε τώρα;
Ο Aπόλλων είπε να καθαρισθεί το τέμενος.»

Το πήραμε, το πήγαμε το άγιο λείψανον αλλού·
το πήραμε, το πήγαμε εν αγάπη κ’ εν τιμή.

Κι ωραία τωόντι πρόκοψε το τέμενος.
Δεν άργησε καθόλου, και φωτιά
μεγάλη κόρωσε: μια φοβερή φωτιά:
και κάηκε και το τέμενος κι ο Aπόλλων.

Στάχτη το είδωλο· για σάρωμα, με τα σκουπίδια.

Έσκασε ο Ιουλιανός και διέδοσε—
τι άλλο θα έκαμνε— πως η φωτιά ήταν βαλτή
από τους Χριστιανούς εμάς. Aς πάει να λέει.
Δεν αποδείχθηκε· ας πάει να λέει.
Το ουσιώδες είναι που έσκασε. 

Ιουλιανός ο Παραβάτης (Κωνσταντινούπολη, 331 – Μαράγκα Μεσοποταμίας, 363 μ.Χ.).
Βυζαντινός αυτοκράτορας (361-363) της δυναστείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου και συγγραφέας. Γιος του Φλαβίου Ιουλίου Κωνστάντιου, ετεροθαλή αδελφού του Μεγάλου Κωνσταντίνου, και της Βασιλίνας, έχασε το 336 τη μητέρα του, ενώ τον επόμενο χρόνο (337), μέσα σε μια νύκτα, τον πατέρα του και τους συγγενείς του σε λουτρό αίματος στην Κωνσταντινούπολη, ύστερα από διαταγή του εξαδέλφου του αυτοκράτορα Κωνστάντιου Β΄. Μόνο ο ίδιος και ο ετεροθαλής αδελφός του Γάλλος σώθηκαν λόγω της μικρής τους ηλικίας. Σε ηλικία έξι χρονών ο Ιουλιανός βρέθηκε στη Νικομήδεια, όπου αρχικά ανέλαβε την ανατροφή του ο μακρινός συγγενής της μητέρας του αρειανός επίσκοπος Ευσέβιος, ο οποίος λίγο αργότερα όμως τον εγκατέλειψε, για να αναλάβει στην Κωνσταντινούπολη σημαντικότερη επισκοπική θέση. Τότε την εκπαίδευσή του ανέλαβε ο άλλοτε δάσκαλος της μητέρας του, ο Σκύθης ευνούχος Μαρδόνιος, ο οποίος τον μύησε στον κόσμο της αρχαιότητας και του ενέπνευσε αγάπη γι’ αυτόν. Το 342, μετά το θάνατο του Ευσέβιου, ο Ιουλιανός με αυτοκρατορική διαταγή μεταφέρθηκε στη βασιλική κατοικία Μάκελλο της Καππαδοκίας.
Ο ίδιος, αναφερόμενος αργότερα στην εκεί εξάχρονη παραμονή του, διηγόταν ότι υπήρξε η σκληρότερη περίοδος της ζωής του. Στο διάστημα αυτό μελέτησε τις Γραφές και τους νεοπλατωνικούς κοντά στον επίσκοπο Καππαδοκίας Γεώργιο, ο οποίος υπήρξε και ο υπεύθυνος της θρησκευτικής του παιδείας.
Το 348, όταν ο Γάλλος διατάχθηκε από τον Κωνστάντιο να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, μαζί του επέστρεψε και ο Ιουλιανός. Κατά την τρίχρονη παραμονή του στη Βασιλεύουσα, μελέτησε κοντά στο Νικοκλή φιλολογία και ρητορική, επειδή όμως απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα, με διαταγή του αυτοκράτορα Κωνστάντιου, επέστρεψε το 351 στη Νικομήδεια. Εκεί, μολονότι του είχε απαγορευτεί, βρήκε τρόπο να παρακολουθήσει τη διδασκαλία του Λιβάνιου και να ταξιδέψει στην Πέργαμο για να ακούσει τις διαλέξεις του Καππαδόκη Αιδέσιου, του γνωστότερου μαθητή του Ιάμβλιχου. Κοντά στον Αιδέσιο και τους μαθητές του Μύνδιο και Χρυσάνθιο Σαρδιανό, ο Ιουλιανός ολοκλήρωσε τις θρησκευτικές απόψεις του. Ο κύκλος αυτός των σπουδών του, έκλεισε λίγες εβδομάδες μετά, όταν στην Έφεσο μυήθηκε στα νεοπλατωνικά μυστήρια από το φιλόσοφο Μάξιμο. Όταν όμως επέστρεψε στη Νικομήδεια εκδηλώθηκε ελεύθερα υπέρ του Χριστιανισμού και αφοσιώθηκε στη μελέτη της φιλοσοφίας. Από το 351 επισκεπτόταν συχνά ένα από τα πατρογονικά του κτήματα στη Βιθυνία, που του είχε επιστρέψει ο Κωνστάντιος, και εκεί επιδιδόταν στη μελέτη, τη φιλοσοφική έρευνα, την περισυλλογή καθώς και στην κηπουρική και τη γεωργία.
Μετά την εκτέλεση, (ύστερα από εντολή του Κωνστάντιου), του Γάλλου (354), Ο Ιουλιανός έπεσε σε δυσμένεια και τέθηκε επί έξι μήνες σε απομόνωση στο Μεδιόλανο (Μιλάνο) και όπως ο ίδιος περιέγραψε, πέρασε φρικτά ψυχικά βασανιστήρια περιμένοντας και τη δική του θανατική καταδίκη. Με παρέμβαση όμως της δεύτερης συζύγου του Κωνστάντιου Ευσεβίας, της οποίας ο Ιουλιανός είχε κερδίσει την εύνοια, ήλθε εντολή να αναχωρήσει με πλοίο. Το καλοκαίρι του 355 έφτασε στην Αθήνα όπου αμέσως μυήθηκε στα ελευσίνεια μυστήρια που κατά τους δασκάλους του ήταν συνδεδεμένα με την πλατωνική θεωρία. Στους τρεις μήνες που έμεινε εκεί παρακολούθησε τις διαλέξεις του μεγάλου χριστιανού ρήτορα Προαιρέσιου, καθώς και του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πρίσκου και του σοφιστή Ιμέριου, με τους οποίους συνδέθηκε με φιλία. Το φθινόπωρο ο Κωνστάντιος τον μετακάλεσε στο Μιλάνο και ο Ιουλιανός άφησε με μεγάλη του λύπη την Αθήνα.
Λίγο αργότερα, με τη μεσολάβηση και πάλι της Ευσεβίας, ο Ιουλιανός εκλέχτηκε καίσαρας (Νοέμβριος 355) και παρουσιάστηκε στα στρατεύματα που επικύρωσαν την εκλογή του. Ακολούθησε ο γάμος του με την αδελφή του Κωνστάντιου Ελένη, και η αναχώρησή του για τη Γαλατία με σκοπό να την προστατεύσει από τις βαρβαρικές επιδρομές. Στην περίοδο αυτή έγραψε το Εγκώμιον εις τον αυτοκράτορα Κωνστάντιον. Το χειμώνα του 356 ο Ιουλιανός παρέμεινε στη Βίεννα, όπου επέβαλε στον εαυτό του σκληρή στρατιωτική εκπαίδευση κοντά σε γνώστες των στρατιωτικών πραγμάτων και το καλοκαίρι εξεστράτευσε εναντίον των Φράγκων και των Αλαμαννών του Άνω και Κάτω Ρήνου και κατέλαβε την Κολωνία Αγριππίνα. Μεταξύ των ετών 356-358 προσπάθησε να καταλάβει την αριστερή όχθη του Ρήνου. Η περίοδος αυτή έκλεισε με τη νίκη του (357) στο Αργεντοράτο (Στρασβούργο), όπου οι ενωμένες αλαμαννικές δυνάμεις έπαθαν πανωλεθρία, αφού έχασαν 6.000 άνδρες, ενώ ο ρωμαϊκός στρατός μόνο 342. Το 358 ο Ιουλιανός κατέλαβε και τις δύο όχθες του Ρήνου που έγινε έτσι ελεύθερος για το ρωμαϊκό στόλο. Κατά τη διάρκεια όμως αυτών των πολεμικών του επιχειρήσεων αντιμετώπισε εσωτερικούς εχθρούς από το περιβάλλον του Κωνστάντιου, όπως από τους στρατιωτικούς Μάρκελλο και Βαρβατίωνα που σε πολλές περιπτώσεις δυσκόλεψαν το έργο του.
Τους τρεις επόμενους χειμώνες ο Ιουλιανός τους πέρασε στη Λουτέτια (σημ. Παρίσι). Με το ευρύ πνεύμα του, τη μόρφωση και την οξυδέρκειά του συνέβαλε πολύ στην αναγέννηση της Γαλατίας. Παίρνοντας μέτρα, όπως την τροφοδοσία του στρατού με σιτάρι από τη Βρεταννία και το διορισμό έντιμων δημόσιων υπαλλήλων, κατόρθωσε να μειώσει τη φορολογία από 25 νομίσματα κατά κεφαλή σε 7. Ωστόσο η δημοτικότητα που απέκτησε καθώς και οι διαβολές των ανθρώπων του Κωνστάντιου φόβισαν τον αυτοκράτορα που προσπαθώντας να αποδυναμώσει τον Ιουλιανό του ζήτησε να του στείλει επιλέκτους των σωμάτων του για να ενισχύσουν το ανατολικό μέτωπο. Το γεγονός αυτό προκάλεσε ταραχή στους στρατιώτες και παρά τις προσπάθειές του, ο Ιουλιανός δεν μπόρεσε να τους πείσει να υπακούσουν στις διαταγές του αυτοκράτορα. Αντίθετα εκείνοι τον εξέλεξαν αύγουστο. Τότε ο Ιουλιανός προσπαθώντας να αποφύγει τη ρήξη με τον Κωνστάντιο, του πρότεινε μια συμβιβαστική λύση, αλλά ο αυτοκράτορας του απάντησε με μια οργισμένη επιστολή και τελικά η ρήξη δεν αποφεύχθηκε.
Ο Ιουλιανός έκανε μια θριαμβευτική κάθοδο ως τη Ναϊσσό (Νις της Γιουγκοσλαβίας), όπου έφτασε σε λιγότερο από τέσσερις μήνες. Τελικά όμως η σύγκρουση δεν έγινε, γιατί ο Κωνστάντιος πέθανε (5 Νοεμβρίου 361) καθώς ερχόταν να τον συναντήσει στην πολίχνη Μοψουκρήνη, αφού τον υπέδειξε ως διάδοχό του. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γαλατία ο Ιουλιανός έγραψε τα έργα: Ευσεβίας της Βασιλίδος το εγκώμιον, Περί του αυτοκράτορος πράξεων ή περί βασιλείας, Παραμυθητικός εις εαυτόν, επί τη εξόδω του αγαθωτάτου Σαλλουστίου, έργα μέτριας αξίας, καθώς και ένα έργο λογικής Περί των τριών σχημάτων και ένα έργο για στρατηγική, τα Μηχανικά. Στις 11 Δεκεμβρίου 361 ο λαός υποδέχτηκε στην Κωνσταντινούπολη το νέο αυτοκράτορα.
Κατά τη βασιλεία του, ο Ιουλιανός έλαβε μια σειρά μεταρρυθμιστικά μέτρα για την αναδιοργάνωση της διοικητικής μηχανής, της θρησκείας, της παιδείας, των στρατιωτικών. Κατόρθωσε να απομακρύνει από το παλάτι όλους τους αναξιόπιστους βασιλικούς ευνούχους, γραμματείς, υπηρέτες και κάθε παρασιτικό μέλος της αυλής. Υπερασπιστής της αποκέντρωσης ενίσχυσε σύμφωνα με τα ρωμαϊκά πρότυπα, το θεσμό των βουλών των πόλεων και, εγκαταλείποντας την πολιτική των προκατόχων του, επισκεπτόταν ο ίδιος, όπως την εποχή του Αυγούστου, όχι μόνο τη σύγκλητο της Κωνσταντινούπολης αλλά και τις συγκλήτους των πόλεων που τύχαινε να επισκεφτεί. Ασχολήθηκε επίσης με το πρόβλημα των συγκοινωνιών και μείωσε στο ελάχιστο τον αριθμό των ατόμων που είχαν δικαίωμα να ταξιδεύουν με δημόσια οχήματα.
Στον τομέα της θρησκείας ο Ιουλιανός διέταξε να ανοίξουν οι αρχαίοι ναοί και έδωσε το προβάδισμα, σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο οικοδομικό έργο, στην αναστήλωση των κατεστραμμένων αρχαίων ιερών. Ανέλαβε με τόλμη το ρόλο του ανακαινιστή της αρχαίας θρησκείας και προσπάθησε να ενισχύσει τα αδύνατα σημεία της. Έτσι σε μια προσπάθεια ενοποίησης του εθνικού κλήρου και ακολουθώντας τα πρότυπα του χριστιανισμού και της θρησκείας του Μίθρα, εγκαθίδρυσε μια ιεραρχική τάξη την οποία οργάνωσε κατά επαρχίες και πόλεις. Παρενέβη επίσης στο λειτουργικό μέρος εισάγοντας ύμνους, τακτές ώρες προσευχής και κήρυγμα. Φρόντισε ακόμη για την ηθική εξύψωση του εθνικού κλήρου, ίδρυσε διδασκαλεία και φροντιστήρια απ’ όπου κηρύσσονταν οι αξίες του «ελληνισμού» δημόσια από ιερείς που πολλές φορές είχε διορίσει ο ίδιος. Έδωσε μάλιστα εξουσία μεγάλη στους τοπικούς αρχιερείς που ήταν όργανά του. Ίδρυσε ακόμη φιλανθρωπικά ιδρύματα, φτωχοκομεία, ξενοδοχεία καθώς και ησυχαστήρια, όπου μπορούσαν να προσέλθουν όσοι ήθελαν να μελετήσουν και να αυτοσυγκεντρωθούν. Κήρυξε, ωστόσο, την ανεξιθρησκία και επανέφερε τους εξόριστους χριστιανούς. Από τον Οκτώβριο όμως του 362 σκλήρυνε τη στάση του απέναντι στους τελευταίους, όπως φαίνεται από τον επανεξορισμό μερικών από αυτούς. Τέλος με το διάταγμα της 17ης Ιουνίου 362 απαγόρευε στους χριστιανούς να διδάσκουν, όχι όμως και να διδάσκονται τα κλασικά γράμματα, πιστεύοντας πως πολύ σύντομα θα δημιουργούσε μια γενιά μορφωμένων με μη χριστιανική σκέψη. Για τα μέτρα του αυτά υπέρ της ειδωλολατρίας και εναντίον των Χριστιανών ο Ιουλιανός ονομάστηκε από τους τελευταίους «παραβάτης» ή «αποστάτης».
Η κυριότερη στρατιωτική μεταρρύθμιση του Ιουλιανού ήταν η επιβολή καθημερινών στρατιωτικών γυμνασίων στις λεγεώνες και η επαναφορά αυστηρών ποινών που τιμωρούσαν την παράλειψη καθήκοντος. Ενίσχυσε τα σύνορα του Δούναβη, επιδιόρθωσε τα οχυρά της Θράκης και έμμεσα απέκλεισε τους χριστιανούς από τα στρατιωτικά αξιώματα. Φρόντισε ακόμη για την αποκέντρωση της δημόσιας δικαιοσύνης και προσπάθησε να απονέμει ο ίδιος δικαιοσύνη δεχόμενος συμβουλές από τους συνεργάτες του σε αντίθεση με τους προκατόχους του. Παράλληλα άφησε ένα πλούσιο νομοθετικό έργο. Φαίνεται ότι κατά την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη (362) έγραψε το έργο «Λόγος εις τους απαιδεύτους κύνας» προς Ηράκλειον κυνικόν (Περί του πως κυνιστέον και ει πρέπει τω κυνι μύθους πλάττειν), έργο που στρέφεται εναντίον των κυνικών.
Τον Ιούνιο του 362 ο Ιουλιανός ξεκίνησε με στρατό από την Κωνσταντινούπολη για τη Συρία με σκοπό να προστατεύσει τα ανατολικά σύνορα από τους Πέρσες, παρά τις αντίθετες συμβουλές των συνεργατών του. Τον Ιούλιο έφτασε στην Αντιόχεια, στις πύλες της οποίας τον υποδέχτηκε με ένθερμο χαιρετιστήριο λόγο ο Λιβάνιος. Κατά την παραμονή του εκεί δημιουργήθηκε έλλειψη σιταριού εξαιτίας της τροφοδοσίας των στρατευμάτων και της κακής συγκομιδής του χρόνου εκείνου. Ο κακός χειρισμός του θέματος από τον Ιουλιανό οδήγησε σε ρήξη τον αυτοκράτορα με τον τοπικό πληθυσμό προκαλώντας διάφορες αντιδράσεις εναντίον του, που κορυφώθηκαν με την πυρπόληση του ναού του Απόλλωνα (άγνωστο αν οφειλόταν σε εμπρησμό ή πυρκαγιά). Το γεγονός αυτό προκάλεσε την οργή του αυτοκράτορα, ο οποίος διέταξε να κλείσουν τη μεγάλη εκκλησία που είχε κτίσει στην πόλη ο Μέγας Κωνσταντίνος. Οι δυσάρεστες όμως αντιδράσεις των Αντιοχεών τον υποχρέωσαν να αναχωρήσει γρηγορότερα από την Αντιόχεια για το ανατολικό μέτωπο. Στο διάστημα που έμεινε στην Αντιόχεια έγραψε: Συμπόσιον ή Κρόνια, Μισοπώγων (αυτοσάτιρα) και δύο από τα φιλοσοφικά του έργα, το Εις τον βασιλέα Ήλιον και το Εις την μητέρα των Θεών.
Στις 5 Μαρτίου 363 ο Ιουλιανός ξεκίνησε με το στρατό του από την Αντιόχεια και αφού προχώρησε κατά μήκος του Ευφράτη ποταμού έφτασε στα μέσα Μαΐου στην Κτησιφώντα, την οποία όμως αποφάσισε να μην πολιορκήσει, αλλά να βαδίσει ο στρατός στην αριστερή όχθη του Τίγρη που οδηγούσε στη φίλη χώρα των Αρμενίων. Μετά από μια νικηφόρα μάχη ο Ιουλιανός στρατοπέδευσε στη Μαράγκα (21 Ιουνίου 363) για να ξεκουραστούν τα εξαντλημένα από τους λιμούς και τον καύσωνα στρατεύματά του. Σ’ αυτό το μέρος βρήκε το θάνατο από δόρυ (άγνωστο αν ήταν εχθρικό ή οικείο) στις 26 Ιουνίου 363. Δυο μήνες αργότερα τάφηκε στην Ταρσό.
Ο Ιουλιανός που διακρίθηκε για τα στρατιωτικά και διοικητικά του προσόντα, υπήρξε συγχρόνως κι ένας μεγάλος ονειροπόλος που νόμισε πως θα μπορούσε να αναβιώσει τη λαμπρότητα της αρχαιότητας παραβλέποντας τη μεγάλη δύναμη και εξάπλωση του χριστιανισμού. Αξιοπρόσεκτη επίσης ήταν και η συγγραφική του δραστηριότητα, μολονότι το έργο του δεν είναι πρωτότυπο και χαρακτηρίζεται από επιτηδευμένο ύφος και κοινοτοπία. Αξιόλογες ωστόσο θεωρούνται οι επιστολές του προς φίλους και συγγενείς που διακρίνονται για το απλό τους ύφος.
[Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών]

Βαβύλας: Ο επίσκοπος Αντιοχείας (237-250) και μάρτυς Βαβύλας είχε ταφεί -ίσως με πρωτοβουλία του αδερφού του Ιουλιανού, Γάλλου- στον περίβολο του περίφημου ναού του Απόλλωνος, στο Άλσος της Δάφνης. Οι ιερείς του Απόλλωνος εγκατέλειψαν το μιασμένο από τη γειτονία νεκρών τέμενος και σταμάτησαν τη χρησμοδότηση, και οι Χριστιανοί έκτισαν εκκλησία πάνω στον τάφο του Βαβύλα. Όταν ο Ιουλιανός, το 362, έφτασε στην Αντιόχεια, διέταξε την κατεδάφιση της εκκλησίας και τη μεταφορά του λειψάνου. Όμως ο ναός και το είδωλο του Απόλλωνος -αριστούργημα του Αθηναίου γλύπτη Βρυάξιδος- καταστράφηκαν στις 22 Οκτωβρίου 362, από μια πυρκαγιά που αποδόθηκε στην εκδίκηση των Χριστιανών.

Το ποίημα

Σαστίσαμε στην Aντιόχειαν όταν μάθαμε
τα νέα καμώματα του Ιουλιανού.

Ο Καβάφης αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη συμπάθεια τον αυτοκράτορα Ιουλιανό, αναγνωρίζοντάς του τόσο την εκτίμηση που έτρεφε στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και την αρχαία θρησκεία -η ελευθερία των οποίων συγκινούσε τον ποιητή- όσο και την ευρύτητα του πνεύματός του. Τη συμπάθεια του αυτή, ωστόσο, την εκφράζει μ’ έναν τελείως ιδιαίτερο και ειρωνικό τρόπο, αφού στα ποιήματα που αναφέρονται στον Ιουλιανό, υιοθετεί -φαινομενικά- την οπτική των Χριστιανών και ενώνει τη φωνή του με τη δική τους. Έτσι, αν τα ποιήματα αυτά διαβαστούν χωρίς την απαιτούμενη προσοχή προκαλούν την εντύπωση πως ο ποιητής στρέφεται εναντίον του Ιουλιανού. Στην πραγματικότητα, όμως, εκείνο που επιδιώκει ο Καβάφης είναι να αναδείξει τη μικροπρέπεια, τη μισαλλοδοξία, τη χαιρεκακία και την εκδικητικότητα που χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά των Χριστιανών. Οι άλλοτε υπό διωγμό Χριστιανοί, που θα έπρεπε να εκτιμούν, όσο τίποτε, το δικαίωμα των ανθρώπων να διαμορφώνουν και να εκφράζουν ελεύθερα τις απόψεις και τις πεποιθήσεις του, μόλις απέκτησαν τη δυναμική μιας καλά εδραιωμένης θρησκείας, άρχισαν να αντιμετωπίζουν με απαξίωση τη μέχρι πρότινος κραταιά θρησκεία των Εθνικών, επιδεικνύοντας συμπεριφορά που διόλου δεν ανταποκρινόταν στα ηθικά διδάγματα της θρησκείας τους. 
Ο Καβάφης, βέβαια, αντιλαμβάνεται πόσο παράλογη και ανούσια θα φάνηκε η προσπάθεια του Ιουλιανού να αναβιώσει μια θρησκεία που είχε ήδη παρακμάσει, γι’ αυτό και επιλέγει να παρουσιάσει το ιστορικό αυτό γεγονός από την οπτική των Χριστιανών, που ήταν πλέον η ισχυρότερη θρησκευτική ομάδα.

Ο Aπόλλων εξηγήθηκε με λόγου του, στην Δάφνη!
Χρησμό δεν ήθελε να δώσει (σκοτισθήκαμε!),
σκοπό δεν τόχε να μιλήσει μαντικώς, αν πρώτα
δεν καθαρίζονταν το εν Δάφνη τέμενός του.
Τον ενοχλούσαν, δήλωσεν, οι γειτονεύοντες νεκροί.

Το ειρωνικό και απλοϊκό ύφος έκφρασης που επιλέγεται από τον ποιητή για να αποδοθούν τα λόγια των Χριστιανών, αναδεικνύει ακριβώς την έλλειψη ουσιαστικής παιδείας που τους διακρίνει, όπως και την απροθυμία τους να σεβαστούν τις διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις του αυτοκράτορα. Έτσι, τόσο η πληροφορία ότι ο Απόλλωνας αποκάλυψε τη βούλησή του στον Ιουλιανό, όσο και το περιεχόμενο της θεϊκής πρόθεσης, γίνονται αποδεκτά με έντονα ειρωνικό τρόπο, όπως αυτό δηλώνεται με τη χρήση θαυμαστικών, αλλά και με το παρενθετικό σχόλιο «σκοτισθήκαμε».
Ο Απόλλωνας, λοιπόν, έχει δηλώσει πως δεν σκοπεύει να δώσει χρησμό, αν δεν καθαριστεί το τέμενός του, καθώς αυτό γειτνίαζε με νεκρούς που τον ενοχλούσαν. Η μισαλλοδοξία των Χριστιανών, βρίσκει το ανάλογό της στη μισαλλοδοξία των Εθνικών. Κι η αλήθεια είναι πως ενώ ο Ιουλιανός αρχικά είχε διακηρύξει πλήρη ανεξιθρησκία αντιμετωπίζοντας με σεβασμό τους Χριστιανούς, στην πορεία είχε υιοθετήσει μια πιο αρνητική στάση απέναντί τους, προκαλώντας έτσι και τη δική τους εύλογη αντίδραση.  

Στην Δάφνη βρίσκονταν τάφοι πολλοί.—
Ένας απ’ τους εκεί ενταφιασμένους
ήταν ο θαυμαστός, της εκκλησίας μας δόξα,
ο άγιος, ο καλλίνικος μάρτυς Βαβύλας.

Aυτόν αινίττονταν, αυτόν φοβούνταν ο ψευτοθεός.
Όσο τον ένοιωθε κοντά δεν κόταε
να βγάλει τους χρησμούς του· τσιμουδιά.
(Τους τρέμουνε τους μάρτυράς μας οι ψευτοθεοί.)

Η γενική αναφορά των ιερέων του Απόλλωνα σε γειτονικούς νεκρούς αποσαφηνίζεται από τους Χριστιανούς, οι οποίοι αποκαλύπτουν πως ο «ψευτοθεός» υπονοούσε τον μάρτυρα Βαβύλα, τον οποίο τον φοβόταν και όσο τον ένιωθε κοντά του δεν «κόταε» να βγάλει τους χρησμούς τους. Ο γεμάτος σεβασμός λόγος, όταν γίνεται αναφορά στον άγιο Βαβύλα, αντικαθίσταται από καυστική ειρωνεία όταν στο επίκεντρο τίθεται ο ψευτοθεός Απόλλωνας. Η αντίθεση ανάμεσα στον απόλυτο σεβασμό για τη δική τους θρησκεία και στην απόλυτη περιφρόνηση για τους θεούς της άλλης θρησκείας είναι προφανής. Οι Χριστιανοί αναγνωρίζουν δικαίωμα σεβασμού μόνο στις δικές τους πεποιθήσεις, τις οποίες πιστεύουν ακράδαντα πως διακρίνει η αλήθεια, ενώ αντίθετα περιφρονούν τους θεούς των Εθνικών, που τους χαρακτηρίζουν ψευτοθεούς. Από τη μία «ο θαυμαστός, της εκκλησίας μας δόξα, ο άγιος, ο καλλίνικος μάρτυς Βαβύλας», κι από την άλλη «ο ψευτοθεός».

Aνασκουμπώθηκεν ο ανόσιος Ιουλιανός,
νεύριασε και ξεφώνιζε: «Σηκώστε, μεταφέρτε τον,
βγάλτε τον τούτον τον Βαβύλα αμέσως.
Aκούς εκεί; Ο Aπόλλων ενοχλείται.
Σηκώστε τον, αρπάξτε τον ευθύς.
Ξεθάψτε τον, πάρτε τον όπου θέτε.
Βγάλτε τον, διώξτε τον. Παίζουμε τώρα;
Ο Aπόλλων είπε να καθαρισθεί το τέμενος.»

Ο χαρακτηρισμός -ανόσιος- και η όλη παρουσίαση του Ιουλιανού από τους Χριστιανούς αποσκοπεί στο να μειώσει τον αυτοκράτορα, οι προθέσεις και οι πεποιθήσεις του οποίου στρέφονται κατά των δικών τους πεποιθήσεων. Το αίτημα, βέβαια, του Ιουλιανού να ξεθαφτεί το λείψανο του Βαβύλα και να μεταφερθεί αλλού ξεπερνά κατά πολύ τα όρια και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια έντονη αντίδραση από τη μεριά των Χριστιανών.
Η απουσία του αναγκαίου αλληλοσεβασμού ανάμεσα στις δύο θρησκείες, θα μπορούσε ίσως να επιτρέψει μια κατάσταση αναγκαστικής ανοχής, αν απουσίαζαν συνάμα κι οι πράξεις εκείνες που λειτουργούν εμπρηστικά και εξωθούν τα πράγματα στα άκρα.  

Το πήραμε, το πήγαμε το άγιο λείψανον αλλού·
το πήραμε, το πήγαμε εν αγάπη κ’ εν τιμή.

Κι ωραία τωόντι πρόκοψε το τέμενος.
Δεν άργησε καθόλου, και φωτιά
μεγάλη κόρωσε: μια φοβερή φωτιά:
και κάηκε και το τέμενος κι ο Aπόλλων.

Οι Χριστιανοί συμμορφώνονται με τη διαταγή του αυτοκράτορα και μεταφέρουν με αγάπη και τιμή το άγιο λείψανο, αλλά πολύ σύντομα είτε από τυχαίο γεγονός είτε από πράξη εκδίκησης το τέμενος του Απόλλωνα, όπως και το άγαλμα του θεού, καταστρέφονται από μια μεγάλη πυρκαγιά. Το ιερό του θεού κι ένα πολύτιμο έργο τέχνης καταστρέφονται πλήρως, προκαλώντας τα ειρωνικά σχόλια των Χριστιανών.

Στάχτη το είδωλο· για σάρωμα, με τα σκουπίδια.

Έσκασε ο Ιουλιανός και διέδοσε—
τι άλλο θα έκαμνε— πως η φωτιά ήταν βαλτή
από τους Χριστιανούς εμάς. Ας πάει να λέει.
Δεν αποδείχθηκε· ας πάει να λέει.
Το ουσιώδες είναι που έσκασε. 


Η χαιρεκακία με την οποία υποδέχονται οι Χριστιανοί την καταστροφική πυρκαγιά, ακόμη κι αν μπορεί να θεωρηθεί μια ανθρωπίνως αποδεκτή αντίδραση, απέχει εντούτοις πολύ από την ηθική της συγκεκριμένης θρησκείας, που διακηρύττει την αγάπη, την αποδοχή και το σεβασμό των άλλων ανθρώπων και των άλλων αντιλήψεων. Οι Χριστιανοί αντιδρούν εδώ με την εκδικητικότητα που θα περίμενε κανείς από φανατικούς και καθαρά μισαλλόδοξους, γεγονός που υποδηλώνει πως η νέα αυτή θρησκεία, που τόσο απόλυτα κυριάρχησε έναντι της θρησκείας των Εθνικών, αντί να φέρει μια ηθική ανύψωση, προβάλλει ένα πρόσωπο χαμηλής ποιοτικής στάθμης. Η μικροπρέπεια των αντιδράσεων, της συμπεριφοράς και των λόγων τους, συνιστά προφανή ένδειξη πως παρά τη διαρκώς αυξανόμενη δημοτικότητά της, η χριστιανική θρησκεία αποτυγχάνει να προσφέρει στους ανθρώπους τη δυνατότητα μιας ηθικής βελτίωσης∙ προσφέρει μόνο ένα νέο προσωπείο για τα ελαττώματα της ανθρώπινης φύσης. 

Κωνσταντίνος Καβάφης «Άννα Δαλασσηνή»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Erwin Olaf

Κωνσταντίνος Καβάφης «Άννα Δαλασσηνή»

Εις το χρυσόβουλλον που έβγαλ’ ο Aλέξιος Κομνηνός
για να τιμήσει την μητέρα του επιφανώς,
την λίαν νοήμονα Κυρίαν Άννα Δαλασσηνή —
την αξιόλογη στα έργα της, στα ήθη —
υπάρχουν διάφορα εγκωμιαστικά:
εδώ ας μεταφέρουμε από αυτά
μια φράσιν έμορφην, ευγενική
«Ου το εμόν ή το σον, το ψυχρόν τούτο ρήμα, ερρήθη». 

Άννα Δαλασσηνή (; - Κωνσταντινούπολη, 1105)
Μητέρα του αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού. Η Άννα καταγόταν από την αριστοκρατική οικογένεια των Δαλασσηνών και παντρεύτηκε τον κουροπαλάτη Ιωάννη Κομνηνό, αδερφό του αυτοκράτορα Ισαακίου Α΄ Κομνηνού. Τα θαυμάσια ψυχικά και πνευματικά της χαρίσματα επηρέασαν βαθιά τη διάπλαση της προσωπικότητας του γιου της Αλέξιου, που αναγνωρίζοντας την αξία της τής εμπιστεύτηκε τη διοίκηση του κράτους με βασιλική εξουσία, όταν ξεκίνησε την εκστρατεία του εναντίον των Νορμανδών (1081). Κατά την περίοδο αυτή η Άννα αποκάλυψε αξιόλογα διοικητικά προσόντα με τα οποία βοήθησε το γιο της σε πολλές περιστάσεις και αργότερα. Το χαρακτήρα και τις αρετές της Άννας Δαλασσηνής περιγράφει ζωντανά η εγγονή της Άννα Κομνηνή στην περίφημη «Αλεξιάδα» της. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της η Άννα Δαλασσηνή είχε αποσυρθεί στη Μονή του Παντεπόπτου.

Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (Κωνσταντινούπολη, 1057-1118)
Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1081-1118), εξέχουσα στρατιωτική και πολιτική μορφή, θεμελιωτής της δυναστείας των Κομνηνών, μιας από τις ενδοξότερες της βυζαντινής ιστορίας. Γιος του Ιωάννη Κομνηνού και της γνωστής για το δυναμισμό της Άννας Δαλασσηνής, νυμφεύθηκε την Ειρήνη Δούκαινα, μέλος της ισχυρής οικογένειας των Δούκα. Προερχόμενος από τη στρατιωτική αριστοκρατία της επαρχίας, είχε διακριθεί, πριν γίνει αυτοκράτορας, σε υψηλά στρατιωτικά αξιώματα επί της βασιλείας του Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα και του Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη, τον οποίο και ανέτρεψε για να καταλάβει την εξουσία.
Ο Αλέξιος ανέλαβε τη διακυβέρνηση του κράτους σε στιγμές δύσκολες. Από τη μια είχε να αντιμετωπίσει την εσωτερική αποδιοργάνωση της Αυτοκρατορίας, και από την άλλη πλήθος εξωτερικούς εχθρούς. Δέκα μόλις χρόνια πριν (1071), οι Βυζαντινοί είχαν υποστεί μια αποφασιστική για τις συνέπειές της ήττα στο Μαντζικέρτ της Μικράς Ασίας: μια νέα δύναμη, οι Σελτζούκοι Τούρκοι, εμφανίζεται τότε στο προσκήνιο της ιστορίας και σε μικρό χρονικό διάστημα κυριεύει όλη σχεδόν τη Μικρά Ασία.
Με την ανάρρηση του Αλεξίου στο θρόνο αρχίζει μια γενική προσπάθεια για την ανασυγκρότηση του κράτους και για την αντιμετώπιση των εισβολέων. Ο Αλέξιος κατόρθωσε να αντιμετωπίσει τους εχθρούς του άλλοτε με την επίσημη διπλωματία, άλλοτε στρέφοντας με επιδέξιους χειρισμούς τον ένα εναντίον του άλλου και άλλοτε με την αναμέτρηση στα πεδία των μαχών. Στο διάστημα της βασιλείας του τρία κυρίως σφράγισαν με τις επιπτώσεις τους τις τύχες του Βυζαντίου: η προέλαση και απόκρουση των Νορμανδών της Ιταλίας, η διείσδυση της Βενετίας στις θάλασσες της Ανατολής και η Α΄ σταυροφορία.
Η προέλαση των Νορμανδών προς Α. μπορεί να θεωρηθεί προάγγελος των Σταυροφοριών. Για πρώτη φορά ένας στρατός από τη Δύση, αφού κατέλαβε τις βυζαντινές κτήσεις της Ιταλίας, πέρασε την Αδριατική και εξόρμησε προς τα βυζαντινά εδάφη των Βαλκανίων, με απώτερο σκοπό να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Ο Αλέξιος Κομνηνός κατόρθωσε να τους αναχαιτίσει δύο φορές: Την πρώτη φορά (1081-1085), αντιμετώπισε με πολλή δυσκολία τις στρατιές του Ροβέρτου Γισκάρδου και του γιου του Βοημούνδου στο Δυρράχιο, στα Ιωάννινα και στη Λάρισα. Στη σκληρή εκείνη προσπάθεια ο νέος αυτοκράτορας έφτασε στο σημείο να ρευστοποιήσει ακόμη και τα ιερά σκεύη της Εκκλησίας για να προετοιμάσει στρατό. Τη δεύτερη φορά (1107-1108) συγκρούστηκε με το Βοημούνδο, που στο μεταξύ είχε πάρει μέρος στην Α΄ Σταυροφορία και είχε ιδρύσει ανεξάρτητη ηγεμονία στην Αντιόχεια (1098). Οι πρώτοι εκείνοι πόλεμοι των Νορμανδών με τους Βυζαντινούς τροφοδοτούσαν την επική ύλη της Δύσης. Εκτός από το μεσαιωνικό έπος που αναφέρεται στα κατορθώματα του Ροβέρτου Γισκάρδου («Gesta Roberti Wiscardi»), μακρινές απηχήσεις υπάρχουν και στο γνωστό γαλλικό έπος του Ρολάνδου («Chanson de Roland»).
Για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τους Νορμανδούς, ο Αλέξιος υπέγραψε με τη Δημοκρατία της Βενετίας (που, σε αντίθεση με το Βυζάντιο, διέθετε αξιόλογο στόλο) την περίφημη συνθήκη του 1082. Με τη συνθήκη εκείνη ο Βυζαντινός αυτοκράτορας παραχωρούσε στους Βενετούς ευρύτατα προνόμια στην Ανατολή, που αποτέλεσαν τις βάσεις για την κυριαρχία της Βενετίας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο και ταυτόχρονα κλόνιζαν το βυζαντινό εμπόριο σε Ανατολή και Δύση. Η συνθήκη εκείνη ανανεώθηκε αργότερα και από τους διαδόχους του Αλεξίου, ενώ παράλληλα παραχωρήθηκαν ανάλογα προνόμια και σε άλλες ναυτικές πόλεις της Ιταλίας, που κατόρθωσαν με τον καιρό να πάρουν στα χέρια τους το εμπόριο στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου.
Στα χρόνια του Αλεξίου οργανώθηκε από τον πάπα της Ρώμης Ουρβανό Β΄ και διαφόρους ηγεμόνες της Δύσης η Α΄ Σταυροφορία (1096-1099). Αρχικός σκοπός της ήταν η απελευθέρωση των Αγίων Τόπων, που είχαν καταληφθεί το 1077 από τους αλλόθρησκους Σελτζουκίδες. Βαθύτερα κίνητρα ήταν η έλξη που ασκούσε το θρυλικό για τα πλούτη και τον πολιτισμό του Βυζάντιο, τα φιλόδοξα όνειρα των ηγεμόνων της Δύσης για ανδραγαθίες και πολεμικές περιπέτειες και, πάνω απ’ όλα, η δίψα για την κατάκτηση νέων εδαφών στην Ανατολή. Ανάμεσα στα άλλα επιχειρήματα που επικαλέστηκαν οι Δυτικοί, για να δικαιολογήσουν την παρουσία τους στα εδάφη του Βυζαντίου, ήταν μια δήθεν επιστολή του Αλεξίου Κομνηνού προς τον κόμη Ροβέρτο Α΄ της Φλάνδρας, η οποία θεωρείται σήμερα από τους περισσότερους μελετητές πλαστή. Θα ήταν απίθανο ο Βυζαντινός αυτοκράτορας να ζητήσει την οργάνωση σταυροφορίας από τους καθολικούς σε μια εποχή (1096) που ήταν πια ο ίδιος σε θέση να αντιμετωπίσει μόνος του τους Τούρκους και να ξαναπάρει τα εδάφη που ανήκαν άλλοτε στο Βυζαντινό Κράτος. Εξάλλου, την ίδια εποχή, εσωτερικές διαμάχες των Τούρκων έδιναν στον Αλέξιο την ευκαιρία να αρχίσει επιχειρήσεις για την ανακατάληψη της Μικράς Ασίας. Οι επιχειρήσεις όμως αυτές σταμάτησαν με την άφιξη χιλιάδων σταυροφόρων στα εδάφη της Αυτοκρατορίας. Ο Αλέξιος προσπάθησε να τους αντιμετωπίσει κατοχυρώνοντας τα δικαιώματα του Βυζαντίου με συνθήκες που υπέγραψε μαζί τους. Σύμφωνα με τις συνθήκες αυτές, ο ίδιος αναλάμβανε την υποχρέωση να παρέχει στους σταυροφόρους τρόφιμα και πολεμοφόδια, ενώ εκείνοι αναγνώριζαν με «όρκους» την επικυριαρχία του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Από τις χώρες που θα «απελευθέρωναν» είχαν υποσχεθεί να παραδίδουν στο Βυζάντιο τα εδάφη εκείνα που ανήκαν παλαιότερα σε αυτό. Έτσι, μετά τις πρώτες νίκες σταυροφόρων και Βυζαντινών κατά των Τούρκων στη Νίκαια και στο Δορύλαιο (1097), το Βυζαντινό Κράτος ανέκτησε το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Αργότερα όμως, όταν επιτεύχθηκε ο αρχικός σκοπός της Σταυροφορίας, δηλαδή η κατάληψη της Ιερουσαλήμ, οι δυτικοί ηγεμόνες ξεχνώντας τις υποσχέσεις τους, ίδρυσαν αυτόνομα λατινικά κράτη στην Ανατολή, γεγονός που δημιούργησε μια νέα κατάσταση πραγμάτων στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.
Εκτός από την επιτυχημένη αντιμετώπιση των εισβολέων που προέρχονταν από την Ανατολή και τη Δύση, ο Αλέξιος κατόρθωσε, παράλληλα, να εξουδετερώσει σοβαρές απειλές εναντίον της Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια αποκρούοντας τους Πετσενέγκους (1087-1091), τους Σέρβους (1093-1094) και τους Κουμάνους (1094-1095). Την ίδια περίπου εποχή (1087-1091) ο βυζαντινός στόλος κατατρόπωσε τον Τούρκο εμίρη Τζαχά, που είχε κατασκευάσει στόλο στη Σμύρνη, λεηλατούσε τα νησιά του Αιγαίου και ήταν μια σοβαρή απειλή και για την ίδια την Κωνσταντινούπολη.
Ύστερα από αγώνες σαράντα περίπου χρόνων, ο Αλέξιος πέτυχε να ξαναδώσει στο Βυζάντιο μεγάλο μέρος από την παλιά του αίγλη. Ανασυγκρότησε το βυζαντινό στρατό, που τον ενίσχυσε και με τμήματα ξένων μισθοφόρων, καθώς και τον ανύπαρκτο σχεδόν, κατά την άνοδό του στο θρόνο, βυζαντινό στόλο. Με σκοπό την αναδιοργάνωση του κρατικού μηχανισμού, ο Αλέξιος επέφερε αλλαγές στην ιεραρχία και στις αρμοδιότητες των κρατικών υπαλλήλων και χρησιμοποίησε νέες μεθόδους στο φορολογικό σύστημα. Αλλά η παροχή ειδικών προνομίων και φορολογικών απαλλαγών σε μεγάλους γαιοκτήμονες και σε μοναστικά ιδρύματα ενίσχυσε τη μεγάλη γαιοκτησία. Η Μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους και η Μονή της Πάτμου διασώζουν πολλά έγγραφα του Αλεξίου Κομνηνού, απ’ όπου αντλούμε χρήσιμες πληροφορίες για πολλά θέματα της εποχής, ιδίως σχετικά με την εσωτερική ιστορία του Βυζαντινού Κράτους.
Στην εκκλησιαστική πολιτική του ο Αλέξιος Κομνηνός ενθάρρυνε την Εκκλησία να καταδικάσει τις αιρέσεις της εποχής, όπως ήταν ο «βογομιλισμός»  (θρησκευτική αίρεση που διαδόθηκε πολύ ανάμεσα στους Σλάβους της Βαλκανικής, παίρνοντας, ως ένα βαθμό, και χαρακτήρα κοινωνικής εξέγερσης), ο «νεοπλατωνισμός» (όπως φανερώθηκε στη δίκη του Ιωάννη του Ιταλού) κτλ.
Βασική πηγή για την προσωπικότητα και το έργο του Αλεξίου Κομνηνού αποτελεί η «Αλεξιάς», ένα ιστορικό σύγγραμμα που έγραψε η κόρη του Άννα Κομνηνή, η οποία σκιαγράφησε μια κάπως εξιδανικευμένη εικόνα του μεγάλου πατέρα της, αλλά κατόρθωσε συνάμα να ζωντανέψει με γλαφυρότητα μια ολόκληρη εποχή.

Το ποίημα

Εις το χρυσόβουλλον που έβγαλ’ ο Aλέξιος Κομνηνός
για να τιμήσει την μητέρα του επιφανώς,
την λίαν νοήμονα Κυρίαν Άννα Δαλασσηνή —
την αξιόλογη στα έργα της, στα ήθη —
υπάρχουν διάφορα εγκωμιαστικά:
εδώ ας μεταφέρουμε από αυτά
μια φράσιν έμορφην, ευγενική
«Ου το εμόν ή το σον, το ψυχρόν τούτο ρήμα, ερρήθη». 

Στα 1081, ο Αλέξιος φεύγοντας να πολεμήσει, εμπιστεύτηκε επίσημα όλες τις αυτοκρατορικές εξουσίες στη μητέρα του. Το σχετικό αυτοκρατορικό διάταγμα περιείχε σειρά τιμητικών αναφορών σ’ εκείνη, που χάρη στις ιδιαίτερες ποιότητες του χαρακτήρα της, και κυρίως χάρη στην εμπιστοσύνη που της είχε ο Αλέξιος, κρινόταν σαφώς κατάλληλη να αναλάβει μια τόσο σημαντική ευθύνη.
Ο Καβάφης, που κάποτε αναζητά στην ποίησή του και αναδεικνύει τα ελάχιστα θετικά πρότυπα  από το χώρο της πολιτικής, τιμά εδώ σε πρώτο και εμφανή επίπεδο την Άννα Δαλασσηνή, αλλά στην πραγματικότητα και πιο ουσιαστικά τον γιο της, Αλέξιο Κομνηνό.   
Η Άννα Δαλασσηνή ξεχωρίζει για το ήθος και την ευφυΐα της, που τόσο εύστοχα έθεσε σε λειτουργία προκειμένου να διασφαλίσει τον αυτοκρατορικό θρόνο για το γιο της. Ο ποιητής τη χαρακτηρίζει λίαν νοήμονα κι ακόμη περισσότερο την αποκαλεί εμφατικά Κυρία, θέλοντας να επισημάνει πως η Δαλασσηνή διατήρησε πάντοτε την αξιοπρέπειά της και υπήρξε πρότυπο ηθικής ακεραιότητας. Αξιόλογη στα έργα της και έμφυτα χαρισματική επηρέασε βαθιά τη διαμόρφωση και την πορεία του γιου της.
Ο κύριος έπαινος του ποιητή, ωστόσο, αφορά τον Αλέξιο, ο οποίος σε αντίθεση με τη δεσπόζουσα στάση αχαριστίας και αγνωμοσύνης, που χαρακτηρίζει συνήθως τους ανθρώπους, αναγνωρίζει, αποδέχεται και δηλώνει επίσημα το πόσο ευεργετική υπήρξε για εκείνον η δράση και η προσωπικότητα της μητέρας του. Ενώ, λοιπόν, οι περισσότεροι άνθρωποι στη θέση του θα λησμονούσαν γρήγορα το πόσα όφειλαν στους γονείς τους, εκείνος δεν διστάζει να καταγράψει στο αυτοκρατορικό του διάταγμα όλη την τρυφερότητα και την εκτίμηση που τρέφει για τη μητέρα του, στην οποία και παραχωρεί χωρίς ενδοιασμούς όλες τις αυτοκρατορικές εξουσίες.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνει ο ποιητής σε μια φράση πολύ όμορφη και ευγενική, όπως τη χαρακτηρίζει: «Το δικό μου ή το δικό σου, η ψυχρή αυτή λέξη δεν ειπώθηκε». Φράση που φανερώνει πως ανάμεσα στον Αλέξιο και τη μητέρα του δεν υπήρχε καμία διάθεση ανταγωνισμού ή καχυποψίας. Η ανάρρηση του Αλέξιου στο θρόνο και όλα τα ακόλουθα επιτεύγματά του, έστω κι αν βασίστηκαν σε σημαντικό βαθμό στη δράση της μητέρας του, αναγνωρίζονται ως κοινό κτήμα και των δύο. Ο Αλέξιος δεν έχει απολύτως καμία πρόθεση να υποτιμήσει ή να παραγνωρίσει τη συνεισφορά της μητέρας του, κι εκείνη με τη σειρά της δεν έχει κανένα λόγο να αμφισβητήσει το κύρος και την εξουσία του γιου της.
Έτσι, σ’ ένα πλαίσιο συνεχών ανταγωνισμών, όπως ήταν αυτό του Βυζαντίου, ο Αλέξιος Κομνηνός και η μητέρα του, εμφανίζουν μια σύμπνοια κι έναν αλληλοσεβασμό πρωτόγνωρο και αξιέπαινο. Γεγονός, μάλιστα, που αποτελεί πολύ μεγαλύτερη τιμή για τον Αλέξιο, ο οποίος από τη στιγμή που έλαβε την εξουσία είχε κάθε πιθανή ευκαιρία να περιορίσει τη μητέρα του, όπως συνέβη τελικά στα τελευταία χρόνια της ζωής της, οπότε και αποσύρθηκε στη Μονή του Παντεπόπτου.


Κωνσταντίνος Καβάφης «Ηρώδης Αττικός»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ηρώδης Αττικός»

A του Ηρώδη του Aττικού τι δόξα είν’ αυτή.

Ο Aλέξανδρος της Σελευκείας, απ’ τους καλούς μας σοφιστάς,
φθάνοντας στας Aθήνας να ομιλήσει,
βρίσκει την πόλιν άδεια, επειδή ο Ηρώδης
ήταν στην εξοχή. Κ’ η νεολαία
όλη τον ακολούθησεν εκεί να τον ακούει.
Ο σοφιστής Aλέξανδρος λοιπόν
γράφει προς τον Ηρώδη επιστολή,
και τον παρακαλεί τους  Έλληνας να στείλει.
Ο δε λεπτός Ηρώδης απαντά ευθύς,
«Έρχομαι με τους Έλληνας μαζύ κ’ εγώ.»—

Πόσα παιδιά στην Aλεξάνδρεια τώρα,
στην Aντιόχεια, ή στην Βηρυτό
(οι ρήτορές του οι αυριανοί που ετοιμάζει ο ελληνισμός),
όταν μαζεύονται στα εκλεκτά τραπέζια
που πότε η ομιλία είναι για τα ωραία σοφιστικά,
και πότε για τα ερωτικά των τα εξαίσια,
έξαφν’ αφηρημένα σιωπούν.
Άγγιχτα τα ποτήρια αφίνουνε κοντά των,
και συλλογίζονται την τύχη του Ηρώδη—
ποιος άλλος σοφιστής τ’ αξιώθηκεν αυτά;—
κατά πού θέλει και κατά πού κάμνει
οι  Έλληνες (οι  Έλληνες!) να τον ακολουθούν,
μήτε να κρίνουν ή να συζητούν,
μήτε να εκλέγουν πια, ν’ ακολουθούνε μόνο. 

Αλέξανδρος της Σελεύκειας: Δικανικός ρήτορας από τη Σελεύκεια της Κιλικίας. Την ωραιότατη σύζυγό του ερωτεύτηκαν πολλοί, εκείνη όμως ανταποκρίθηκε μόνο στον έρωτα του Απολλώνιου του Τυανέως. Μαζί της απέκτησε ο Αλέξανδρος γιο, τον σοφιστή Αλέξανδρο τον επικαλούμενο Πηλοπλάτωνα. Ο Πηλοπλάτων∙ ρήτορας του 2ου μ.Χ. αιώνα από τη Σελεύκεια, μαθητής του Φαβωρίνου. Υπήρξε πρότυπο της λεγόμενης Δεύτερης Σοφιστικής. Απεσταλμένος από τους συμπολίτες του ως πρεσβευτής στον Αυτοκράτορα Αντωνίνο πέρασε από την Αθήνα, όπου είχε μια διαλεκτική μονομαχία με τον Ηρώδη τον Αττικό. Μετά το τέλος του διαλόγου, ο Ηρώδης ρώτησε τον παριστάμενο Κορίνθιο Σκέπτην ποια ήταν η εντύπωσή του και εκείνος απάντησε: «τον μεν πηλόν έχω εύρει, αναζητώ όμως τον Πλάτωνα». Από εδώ προήλθε η επωνυμία του Αλεξάνδρου Πηλοπλάτων (Φιλοστρ., Βίοι Σοφιστών 2,5). Διετέλεσε επίσης γραμματέας του Μάρκου Αυρήλιου.  

Ηρώδης ο Αττικός (πλήρες όνομα: Τιβέριος Κλαύδιος Αττικός Ηρώδης). (Μαραθώνας, περ. 101 -177 μ.Χ.).  
Περιώνυμος Αθηναίος σοφιστής, από τους κύριους εκπρόσωπους της λεγόμενης Δεύτερης Σοφιστικής. Χάρη στα μεγάλα πλούτη του πατέρα του Τίτου Κλαύδιου Αττικού μπόρεσε να σπουδάσει κοντά στους πιο ονομαστούς συγχρόνους του φιλοσόφους και ρήτορες στην Αθήνα και τη Σμύρνη. Σε νεαρή ακόμη ηλικία κέρδισε την εύνοια του Αδριανού, τον οποίο γνώρισε μετέχοντας σε μιαν αποστολή των Αθηναίων προς τον αυτοκράτορα (περ. 120) όταν εκείνος βρισκόταν στην Παννονία. Αργότερα διορίστηκε από αυτόν «διορθωτής», δηλαδή αυτοκρατορικός αντιπρόσωπος στις πόλεις της Ασίας. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα έγινε «αγορανόμος» και «επώνυμος άρχων» της πόλεως και υπήρξε ακόμη ο πρώτος «ελλαδάρχης» των πανελλήνιων αγώνων οι οποίοι ιδρύθηκαν από τον αυτοκράτορα.
Γύρω στο 140 ο Ηρώδης επισκέφτηκε και τη Ρώμη, όπου έγινε δεκτός στο αυτοκρατορικό περιβάλλον. Γνωστός ήδη ρήτορας μύησε στα ελληνικά τους δύο θετούς γιους του νέου αυτοκράτορα Αντωνίνου του Ευσεβή, το Μάρκο Αυρήλιο και το Λεύκιο Βήρο. Στη Ρώμη τιμήθηκε και με το υπατικό αξίωμα (143). Το 145 επέστρεψε στην Αθήνα μαζί με τη δεύτερη γυναίκα του (που την παντρεύτηκε μετά το θάνατο της πρώτης, Αλκίας, Βιβουλλίας) τη νεαρή Ρωμαία αριστοκράτισσα, Αππία Αννία Ρήγιλλα.
Στην Αθήνα ο Ηρώδης εξακολούθησε να διδάσκει τη ρητορική σε εκλεκτό ακροατήριο μαθητών, στο οποίο ασκούσε μεγάλη επιρροή. Το αττικό ύφος του λόγου του ήταν συγκρατημένο και κομψό. Συγχρόνως όμως προσπάθησε να διατηρήσει και το σύνδεσμο της ρητορικής με τη φιλοσοφία. Ο Ηρώδης ήταν οπαδός της πλατωνικής φιλοσοφίας (ανήκει στο Μέσο Πλατωνισμό) και υποστήριζε την ερμηνεία του Πλάτωνα μέσα από το ίδιο το έργο του φιλοσόφου και όχι από τα συγγράμματα του Αριστοτέλη. Από το έργο του Προς τους δια τν Αριστοτέλους και Πλάτωνος πισχνουμένους διέσωσε αποσπάσματα ο Ευσέβιος. Το υπόλοιπο έργο του περιλάμβανε επιστολές, «διαλέξεις» και «εφημερίδες» (δηλαδή σημειώσεις για τη διδασκαλία του). Ένας συμβουλευτικός λόγος που σώζεται με το όνομά του και έχει τον τίτλο Περί πολιτείας, δε θεωρείται γνήσιο έργο του.
Ο Ηρώδης έγινε κυρίως δημοφιλής με τη γενναιόδωρη διάθεση του πλούτου του προς ελληνικές πόλεις για την ανέγερση διαφόρων δημόσιων οικοδομημάτων. Το γεγονός αυτό δεν ήταν ασυνήθιστο την εποχή εκείνη για τους σοφιστές, οι οποίοι έκαναν μεγάλες δωρεές στις πόλεις όπου ζούσαν και δίδασκαν, έστω και αν δεν ασκούσαν δημόσια αξιώματα, και δείχνει πόσο συνδεδεμένη ήταν τότε η φιλολογική, πολιτική και οικονομική επιρροή. Έτσι στην Αλεξάνδρεια της Τρωάδας ο Ηρώδης έκτισε, με παρακίνηση του Αδριανού, ένα πολυδάπανο υδραγωγείο, για την κατασκευή του οποίου συνέβαλε και ο ίδιος ο Ηρώδης. Με δικά του χρήματα έκτισε ακόμη ωδείο στην Κόρινθο, διακόσμησε με αγάλματα το ιερό του Ισθμίου Ποσειδώνος, ανήγειρε μνημειώδες υδραγωγείο και Νυμφαίο στην Ολυμπία, στάδιο στους Δελφούς, ιαματικά λουτρά στις Θερμοπύλες. Παρόλα αυτά πίστευε  ότι δεν είχε κάνει τίποτε  σπουδαίο, επειδή δεν ικανοποίησε τη φιλοδοξία του να διανοίξει τον ισθμό της Κορίνθου. Ιδιαίτερα όμως ευεργετικός υπήρξε ο Ηρώδης προς τους Αθηναίους. Δείγματα της γενναιοδωρίας του στην πόλη τους είναι δύο κυρίως οικοδομήματα, που και σήμερα ακόμη μαρτυρούν την παλιά τους λαμπρότητα. Το Παναθηναϊκό στάδιο (το οποίο σε νεότερα χρόνια ανακαινίστηκε από το Γεώργιο Αβέρωφ) και το ομώνυμο Ωδείο. Κοντά στο στάδιο ο Ηρώδης οικοδόμησε και ναό της Θεάς Τύχης. Το Ωδείο (σήμερα εν μέρει αναστηλωμένο) κτίστηκε στους νοτιοδυτικούς πρόποδες της Ακρόπολης με ξύλινη στέγη από κέδρους και με χωρητικότητα 6.000 θεατών. Η ανέγερσή του έγινε σε ανάμνηση της γυναίκας του Ρήγιλλας, η οποία πέθανε το 160. Ο θάνατος αυτός δεν ήταν παρά μία μόνο από τις αλλεπάλληλες οικογενειακές συμφορές που συνόδεψαν τον Ηρώδη σε όλη του τη ζωή.
Οι Αθηναίοι ευχαρίστως δέχονταν τις ευεργεσίες του Ηρώδη, δεν του συγχώρησαν όμως τον τρόπο με τον οποίο εξετέλεσε τη διαθήκη του πατέρα του. Συγκεκριμένα ο Αττικός είχε ορίσει να παίρνει κάθε Αθηναίος μια μνα το χρόνο από την περιουσία του. Ο Ηρώδης όμως αντί γι’ αυτό πρότεινε να δώσει σε κάθε Αθηναίο εφάπαξ πέντε μνες. Η πρότασή του έγινε δεκτή, αλλά τότε ο Ηρώδης έκανε συμψηφισμό της δωρεάς αυτής με τα ποσά που τυχόν του όφειλαν ορισμένοι από τους αποδέκτες της. Έτσι πολλοί Αθηναίοι πήραν μικρό υπόλοιπο, ενώ άλλοι έμειναν και χρεώστες. Γι’ αυτό έλεγαν σκωπτικά για τον Ηρώδη ότι το στάδιό του ονομαζόταν «παναθηναϊκό», γιατί κατασκευάστηκε από τα χρήματα που στερήθηκαν όλοι οι Αθηναίοι. Ακόμη περισσότερο όμως αποξένωσε τον Ηρώδη από τους Αθηναίους ο υπεροπτικός και σαρκαστικός χαρακτήρας του, τόσο που αναγκάστηκε να ζει αποτραβηγμένος με μικρό κύκλο φίλων και θαυμαστών του στα κτήματα που είχε στη γενέτειρά του, το Μαραθώνα ή στην Κηφισιά. Τελικά η αντίδραση των Αθηναίων εναντίον του βαθύπλουτου σοφιστή έγινε τόσο μεγάλη, ώστε τον χαρακτήριζαν τύραννο και επιδίωκαν την τιμωρία του από τις ρωμαϊκές αρχές. Η υπόθεση έφτασε ως το Μάρκο Αυρήλιο, από τον οποίο όμως ο Ηρώδης βρήκε κατανόηση, αφού ο αυτοκράτορας επέβαλε ελαφρές ποινές μόνο στους απελεύθερούς του. Μολαταύτα ο Ηρώδης πικράθηκε από το συμβάν, αποσύρθηκε για ένα διάστημα στο Ωρικό της Ηπείρου και όταν αργότερα γύρισε στην Αθήνα ζούσε και πάλι αποτραβηγμένος στην Κηφισιά ή στο Μαραθώνα. Μόνο μετά το θάνατό του οι Αθηναίοι θυμήθηκαν τις ευεργεσίες του και τον έθαψαν με μεγάλη συγκίνηση στο στάδιο που είχε κατασκευάσει γι’ αυτούς.

Το ποίημα

A του Ηρώδη του Aττικού τι δόξα είν’ αυτή.

Ο Aλέξανδρος της Σελευκείας, απ’ τους καλούς μας σοφιστάς,
φθάνοντας στας Aθήνας να ομιλήσει,
βρίσκει την πόλιν άδεια, επειδή ο Ηρώδης
ήταν στην εξοχή. Κ’ η νεολαία
όλη τον ακολούθησεν εκεί να τον ακούει.
Ο σοφιστής Aλέξανδρος λοιπόν
γράφει προς τον Ηρώδη επιστολή,
και τον παρακαλεί τους  Έλληνας να στείλει.
Ο δε λεπτός Ηρώδης απαντά ευθύς,
«Έρχομαι με τους Έλληνας μαζύ κ’ εγώ.»—

Στην πρώτη ενότητα του ποιήματος ο Καβάφης βασίζεται σ’ ένα αληθινό περιστατικό προκειμένου να αναδείξει την εκπληκτική επιρροή που ασκούσε ο Ηρώδης ο Αττικός στους νέους της Αθήνας με την προσωπικότητα, το λόγο και τη διδασκαλία του.
Η δόξα του Ηρώδη είναι πράγματι μεγαλειώδης, όπως το σχολιάζει ο ποιητής στον πρώτο στίχο του ποιήματος, κι αυτό το διαπιστώνει ένας από τους γνωστούς σοφιστές εκείνης της εποχής, ο Αλέξανδρος από τη Σελεύκεια, όταν έρχεται στην Αθήνα για να μιλήσει και βρίσκει την πόλη άδεια. Όλη η νεολαία είχε ακολουθήσει τον Ηρώδη που βρισκόταν στην εξοχή.
Ο Αλέξανδρος γνωρίζοντας πως μόνο ο Ηρώδης θα μπορούσε να πείσει τους νέους να επιστρέψουν στην πόλη, του γράφει μια επιστολή παρακαλώντας τον να στείλει τους Έλληνες πίσω στην Αθήνα. Ο «καλός» σοφιστής αντιλαμβάνεται και αναγνωρίζει πως η εκεί παρουσία του δεν ήταν αρκετή να προσελκύσει το επιθυμητό ακροατήριο, χωρίς την παρέμβαση του Ηρώδη, ο οποίος είχε υπό τον έλεγχο του γοητευτικού του πνεύματος όλη την ελληνική νεολαία της πόλης.
Ο Ηρώδης απ’ τη μεριά του, μη θέλοντας να δυσαρεστήσει τον γνωστό σοφιστή, αλλά και έχοντας συνάμα επίγνωση πως οι Έλληνες δύσκολα θα απομακρύνονταν από κοντά του, απαντά στον Αλέξανδρο πως θα έρθει κι ο ίδιος μαζί με τους Έλληνες. Έτσι, στα μάτια του Αλέξανδρου η λεπτή αυτή κίνηση σήμαινε την πρόθεση του Ηρώδη ν’ ακούσει κι εκείνος τη διδασκαλία του, στην πραγματικότητα όμως είναι η μόνη επιλογή για να θελήσουν οι νέοι να έρθουν στην Αθήνα. Η επιρροή του Ηρώδη επάνω τους είναι απόλυτη.
Ας προσεχθεί πως η επιλογή του Αλέξανδρου να αποκαλεί τους νέους της Αθήνας Έλληνες και όχι Αθηναίους, προκύπτει λόγω της ρωμαϊκής κυριαρχίας που έχει πλέον φέρει μια ιδιότυπη ένωση των κάποτε αυτόνομων πόλεων κρατών υπό την ενιαία ελληνική εθνική ταυτότητα.  

Πόσα παιδιά στην Aλεξάνδρεια τώρα,
στην Aντιόχεια, ή στην Βηρυτό
(οι ρήτορές του οι αυριανοί που ετοιμάζει ο ελληνισμός),
όταν μαζεύονται στα εκλεκτά τραπέζια
που πότε η ομιλία είναι για τα ωραία σοφιστικά,
και πότε για τα ερωτικά των τα εξαίσια,
έξαφν’ αφηρημένα σιωπούν.
Άγγιχτα τα ποτήρια αφίνουνε κοντά των,
και συλλογίζονται την τύχη του Ηρώδη—
ποιος άλλος σοφιστής τ’ αξιώθηκεν αυτά;—
κατά πού θέλει και κατά πού κάμνει
οι  Έλληνες (οι  Έλληνες!) να τον ακολουθούν,
μήτε να κρίνουν ή να συζητούν,
μήτε να εκλέγουν πια, ν’ ακολουθούνε μόνο. 

Η δόξα του Ηρώδη του Αττικού έχει φτάσει σε όλα τα σημαντικά πνευματικά κέντρα της εποχής, όπου σπουδάζουν οι αυριανοί ρήτορες του ελληνισμού, γεννώντας παντού θαυμασμό για το εκπληκτικό του επίτευγμα, για τη δυνατότητά του να γοητεύει σε τέτοιο βαθμό τους νέους της Ελλάδας.
Η δεύτερη αυτή ενότητα δεν βασίζεται σε κάποια πραγματική μαρτυρία, αποτελεί περισσότερο μια αφηγηματική προσπάθεια του Καβάφη να αποδώσει τον αντίκτυπο που θα είχε ή που θα έπρεπε να έχει, η πρωτόφαντη επίδραση του Ηρώδη του Αττικού.
Ο Καβάφης φαντάζεται, λοιπόν, τους νέους Έλληνες σπουδαστές της ρητορικής στα διάφορα πνευματικά κέντρα να μαζεύονται στα εκλεκτά τραπέζια -εκλεκτά λόγω της ιδιαίτερης ποιότητας που έχει το νεανικό τους πνεύμα- και να συζητούν άλλοτε για τα ωραία ζητήματα της σοφιστικής κι άλλοτε για τα εξαίσια ερωτικά τους -εμφανής εδώ η καβαφική διάσταση του έρωτα, που υπονοούμενη δίνει έναν ξέχωρα θελκτικό τόνο.
Ο ποιητής δημιουργεί μια έξοχη εικόνα νεανικής ευδαιμονίας που συνδυάζει την υψηλή πνευματικότητα μ’ ένα διάχυτο ερωτισμό, αφού οι συζητητές είναι νέοι, και άρα το κάλλος της μορφής τους μπορεί να θεωρείται δεδομένο.
Κι ενώ η συζήτηση προχωρά σε τόσο ενδιαφέροντα θέματα, αίφνης οι νέοι σπουδαστές σιωπούν αφηρημένοι κι αφήνουν τα ποτήρια τους ανέγγιχτα, σκεπτόμενοι την τύχη του Ηρώδη, την απίστευτη αυτή τύχη, που επιτρέπει σ’ έναν σοφιστή να ασκεί τέτοια επίδραση στους Έλληνες. Ο όρος Έλληνες περικλείει εδώ όλη εκείνη την ξεχωριστή ποιότητα ενός λαού δοσμένου στα γράμματα και στις επιστήμες, ενός λαού με σαφή πνευματική υπεροχή έναντι ακόμη και των κατακτητών του∙ κι εκφράζει ουσιαστικά την αγάπη του ποιητή για την ελληνική ταυτότητα.
Αναρωτιούνται, λοιπόν, οι νέοι σπουδαστές, και μέσω αυτών ο ίδιος ο ποιητής, ποιος άλλος σοφιστής τα αξιώθηκε αυτά, να τον ακολουθούν οι Έλληνες σε ό,τι θέλει και σε ό,τι κάνει. Η λέξη Έλληνες επαναλαμβάνεται δυο φορές για έμφαση και τη δεύτερη φορά ακολουθείται από θαυμαστικό για να τονιστεί ακόμη περισσότερο το εκπληκτικό επίτευγμα του Ηρώδη, καθώς δεν πρόκειται για έναν οποιονδήποτε λαό, για έναν λαό, για παράδειγμα, που είναι συνηθισμένος να ακολουθεί άκριτα εκείνους που έχουν δόξα ή χρήματα. Πρόκειται για τους Έλληνες, οι οποίοι είναι πολύ αυστηροί στις κρίσεις τους, με μεγάλο εύρο παιδείας και έντονη αίσθηση υπερηφάνειας, για να ακολουθούν έναν άλλον άνθρωπο σε ό,τι θέλει και σε ό,τι κάνει.
Το γεγονός, άρα, ότι ο Ηρώδης έχει κατορθώσει να κάνει αυτόν τον μοναδικό λαό να τον ακολουθεί, χωρίς να κρίνει, χωρίς να συζητά και χωρίς να εκλέγει, φανερώνει την έκταση της πνευματικής του ανωτερότητας. Ο Ηρώδης δεν είναι ένας ακόμη σοφιστής, είναι ένα έξοχο πνεύμα, με αξεπέραστη γοητεία και ευφυΐα, που έχει κατορθώσει κάτι που δεν κατάφερε κανένας άλλος σοφιστής πριν από αυτόν.
Προσέχουμε, βέβαια, πως μέσα από τον ιδιαίτερα τιμητικό αυτό έπαινο που συνθέτει ο Καβάφης για τον Ηρώδη, προκύπτει η ανησυχητική, για τους κάποτε αδιαμφισβήτητα έξοχους Έλληνες, διαπίστωση πως έχουν σταδιακά απολέσει το απόλυτο της πνευματικής τους ανεξαρτησίας. Το γεγονός ότι ακολουθούν τον Ηρώδη χωρίς να κρίνουν, χωρίς να συζητούν και χωρίς να εκλέγουν -προφανής εδώ η έμφαση με το τρίπτυχο αυτών των αρνήσεων, που υποδηλώνει μια άνευ όρων αποδοχή της ανωτερότητας του Ηρώδη- συνιστά μια κατάσταση άγνωστη για τους Έλληνες.

Η ρωμαϊκή περίοδος, λοιπόν, βρίσκει τους Έλληνες να έχουν χάσει σημαντικό μέρος της πνευματικής τους εκείνης ιδιαιτερότητας που τους είχε οδηγήσει παλαιότερα σε αξεπέραστα επιτεύγματα. 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...