Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Το μοιρολόγι της φώκιας» Β΄ Λυκείου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Το μοιρολόγι της φώκιας» Β΄ Λυκείου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Το μοιρολόγι της φώκιας» (ερωτήσεις)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Yvonne Ayoub

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Το μοιρολόγι της φώκιας» (ερωτήσεις)

Στο διήγημα υπάρχουν πολλά μερικότερα θέματα (σκηνές, εικόνες, αναφορές) που σχετίζονται είτε με τη ζωή είτε με το θάνατο. Να τα επισημάνετε. Ποια σημασία νομίζετε ότι έχει η αντιπαράθεσή τους για το διήγημα;

Η παρουσία του θανάτου γίνεται αισθητή από την αρχή κιόλας του κειμένου πρώτα – πρώτα μέσω του τίτλου κι αμέσως μετά με την αναφορά στα Μνημούρια, το νεκροταφείο της περιοχής, με το χαρακτηρισμό της γριάς-Λούκαινας ως χαροκαμένης αλλά και με το πένθιμο μοιρολόγι της. Ο θάνατος συνεχίζει να κυριαρχεί στο κείμενο με την εικόνα των μνημάτων, που λάμπουν στον ήλιο, καθώς και με την αναφορά στα πένθη της ηρωίδας. Ακολούθως, η μακάβρια εικόνα των υπολειμμάτων του νεκροταφείου που κυλούν από το γήλοφο προς τη θάλασσα, επαναφέρει θεαματικά το θάνατο στη σκέψη του αναγνώστη. Ο θάνατος αποκτά εν τέλει πρωταγωνιστική θέση στο διήγημα με τη σκηνή του θανάτου της Ακριβούλας και ολοκληρώνει την παρουσία του με το μοιρολόγι της φώκιας και τον υπαινιγμό του δείπνου της.
Η παρουσία της ζωής στο διήγημα δηλώνεται στην αρχή με την αναφορά στα παιδιά που κολυμπούν στο γιαλό, επανέρχεται με τον απολογισμό της γριάς-Λούκαινας για τα παιδιά της που έχουν επιζήσει και κορυφώνεται με την αναφορά στο εύθυμο άσμα του βοσκού που βρίσκεται κρυμμένος σε κάποιο κοίλωμα δίπλα στο νεκροταφείο. Στη συνέχεια η αναφορά στην Ακριβούλα που ξεφεύγει από την προσοχή της μητέρας της για να παίξει κοντά στη γιαγιά της, καθώς και η αναφορά στη φώκια που λικνίζεται στα κύματα υπό των ήχων της φλογέρας, επαναφέρουν τη ζωή στο προσκήνιο.
Οι αναφορές στο θάνατο που εναλλάσσονται με τις αναφορές στη ζωή παρουσιάζουν με έμφαση τη βασική αντίθεση του κειμένου, καθώς ο Παπαδιαμάντης επιθυμεί να δηλώσει στο διήγημά του πως όσο κι αν φαίνεται τραγικό, η ζωή συνεχίζει την πορεία της ακάθεκτη, παρά τη συνεχή παρουσία του θανάτου. Παρά τη μεγάλη αγάπη που έχουμε στους ανθρώπους που φεύγουν, παρά τον πόνο που βιώνουμε για το χαμό τους, η ζωή δεν μπορεί παρά να συνεχίσει την πορεία της. Η σκέψη αυτή, μάλιστα, γίνεται ακόμη πιο έντονη στην υπαινικτική αναφορά του γεύματος της φώκιας, η οποία θρηνεί το νεκρό σώμα της Ακριβούλας, με σκοπό να τραφεί από αυτό.

Με ποια επιμέρους περιστατικά προετοιμάζεται ο πνιγμός της Ακριβούλας, ώστε να μη συμβεί κατά τρόπο αυθαίρετο;

Ο θάνατος της Ακριβούλας, που αποτελεί το κεντρικό περιστατικό του κειμένου, προετοιμάζεται από το συγγραφέα αφενός με τις συχνές αναφορές στο θάνατο που δημιουργούν στον αναγνώστη την αίσθηση πως κάποιος επιπλέον θάνατος επίκειται, κι αφετέρου με την αναφορά στο γεγονός ότι το μικρό κορίτσι έφυγε κρυφά από τη μητέρα του. Η Ακριβούλα ξεκινά μόνη της να βρει τη γιαγιά της χωρίς όμως να γνωρίζει ακριβώς που ξεκινά το μονοπάτι που θα την οδηγούσε σ’ αυτή. Η μικρή ηλικία του παιδιού, η μυστική του απόδραση από το σπίτι και η άγνοια της περιοχής, προοικονομούν το θανάσιμο κίνδυνο του παιδιού, το οποίο μάλιστα παρασύρεται από το τραγούδι του βοσκού κι εγκλωβίζεται σ’ ένα απότομο μονοπάτι. Η κατάσταση του κοριτσιού που φαντάζει αρκετά επικίνδυνη, χειροτερεύει καθώς νυχτώνει και δεν μπορεί πια να δει καθαρά το χώρο γύρω της. Το γεγονός ότι κανείς δεν ακούει την κραυγή της αλλά και η αδυναμία της να εντοπίσει το σωστό δρόμο για να γυρίσει πίσω, καθιστούν πλέον την κατάστασή της οριακή, οπότε το γλίστρημά της από το γκρεμό έρχεται πλέον με φυσικό τρόπο στην αφήγηση και δεν εκπλήσσει τον αναγνώστη.

Το διήγημα αρχίζει με μοιρολόγι (της γριάς Λούκαινας) και τελειώνει με μοιρολόγι (της φώκιας). Ποιο μεταδίδει ισχυρότερη συγκίνηση; Μπορείτε να εξηγήσετε γιατί;

Ισχυρότερη συγκίνηση μεταδίδει το μοιρολόγι της φώκιας, καθώς το μοιρολόγι της γριάς Λούκαινας αναφέρεται σε πένθη που τοποθετούνται πολύ μακριά στο παρελθόν και αφορούν πρόσωπα που δεν είναι οικεία στον αναγνώστη. Αντιθέτως, το μοιρολόγι της φώκιας αναφέρεται σ’ ένα τραγικό θάνατο που έχεις μόλις συμβεί και τον οποίο οι αναγνώστες έχουν παρακολουθήσει με αγωνία από την πρώτη νύξη κινδύνου (την απομάκρυνση του κοριτσιού από τη μητέρα της) μέχρι το μοιραίο γλίστρημα που κατέληξε στον πνιγμό του μικρού παιδιού. Επιπλέον, πρόκειται για το μοναδικό θρήνο που δέχεται η Ακριβούλα, καθώς ο θάνατός της έχει περάσει απαρατήρητος από τους ανθρώπους που βρίσκονται κοντά της. Ούτε η γιαγιά της γνωρίζει πως η εγγονή της βρίσκεται πνιγμένη στην ακτή, ούτε ο βοσκός συνειδητοποίησε πως ο πλαταγισμός που άκουσε προκλήθηκε από την πτώση ενός μικρού παιδιού.

Στο διήγημα, προς το τέλος, μετά τον πνιγμό της Ακριβούλας, παρατηρούμε την επανάληψη του ρήματος «εξηκολούθει» που αναφέρεται κατά σειρά στη γρια-Λούκαινα, στη γολέττα, στο βοσκό. Ποιο νομίζετε ότι είναι το νόημα αυτής της επανάληψης;

Η επανάληψη του ρήματος «εξηκολούθει» έρχεται να τονίσει το βασικό μήνυμα του διηγήματος, πως ο θάνατος -οποιοσδήποτε θάνατος, όσο τραγικός κι αν είναι αυτός- δεν μπορεί να διακόψει την πορεία της ζωής. Η ζωή συνεχίζει ακάθεκτη την πορεία της, έστω κι αν πεθαίνει ένα μικρό κορίτσι, έστω κι αν ο θάνατος αυτός θα προκαλέσει ανείπωτη πίκρα στους δικούς της. Η ζωή τόσο με τις χαρές που έχει να προσφέρει, όσο και με τους καημούς που προκαλεί στους ανθρώπους, συνεχίζει και οι άνθρωποι που παραμένουν ζωντανοί θα συνεχίσουν να υπομένουν τις πίκρες αλλά και να γεύονται τις απολαύσεις της.

Πώς διαγράφεται η μορφή της γριάς Λούκαινας μέσα στο διήγημα;

Η γριά Λούκαινα είναι μια φτωχή, ηλικιωμένη γυναίκα που έχει πληρώσει ακριβό τίμημα στο χάρο, αφού έχει ήδη χάσει πέντε από τα παιδιά της, αλλά και τον άντρα της. Τώρα πια ζει κοντά στη μοναδική κόρη που της απέμεινε και κάνει δουλειές γι’ αυτή, ώστε να της είναι χρήσιμη και να μην την επιβαρύνει με την παρουσία της. Η γριά Λούκαινα έχει ακόμη δύο παιδιά, δύο αγόρια, τα οποία όμως έχουν ξενιτευτεί, οπότε η θλίψη για τα παιδιά της που πέθαναν, καθώς και γι’ αυτά που έχουν φύγει, ακολουθεί διαρκώς τη γερόντισσα και την ωθεί στο συνοδεύει τις εργασίες της μ’ ένα πένθιμο μοιρολόγι. Η ζωή της μοιάζει στιγματισμένη από τα πένθη και τους καημούς, γι’ αυτό και στο άκουσμα του εύθυμου άσματος του βοσκού ενοχλείται και τον θεωρεί κακό οιωνό.

Η γριά Λούκαινα ως το τέλος του διηγήματος δεν αντιλαμβάνεται τον πνιγμό. Νομίζετε ότι αυτό είναι αρετή ή αδυναμία του διηγήματος;

Το ότι η γιαγιά του παιδιού δεν έχει αντιληφθεί τον πνιγμό του, αποτελεί αρετή του διηγήματος, καθώς ενισχύει την τραγική ειρωνεία που έχει ήδη δημιουργηθεί από την αίσθηση της γριάς Λούκαινας ότι ο νεαρός βοσκός είναι σημαδιακός, ότι η παρουσία του δηλαδή προμηνύει κάτι κακό, και παράλληλα εντείνει την τραγική αίσθηση που μας μεταδίδει το διήγημα. Η γριά Λούκαινα συνεχίζει το δρόμο της προς το σπίτι, θρηνώντας για τα πένθη του παρελθόντος και πιθανότατα πιστεύοντας πως έχει ήδη πληρώσει ακριβό τίμημα στο χάρο, χωρίς όμως να γνωρίζει πως την ίδια στιγμή το άψυχο σώμα της Ακριβούλας μοιρολογείται από μια φώκια. Η γνώση που έχει ο αναγνώστης για τη νέα αυτή απώλεια της γριάς Λούκαινας τονίζει παράλληλα την τραγικότητα των στίχων του μοιρολογιού της φώκιας: κι η γριά ακόμη μοιρολογά / τα γεννοβόλια της τα παλιά. / Σαν να ‘χαν ποτέ τελειωμό / τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου.

Το διήγημα τελειώνει με τρόπο όχι ρεαλιστικό, αλλά ποιητικό. Στο διήγημα προϋπάρχουν ποιητικά στοιχεία που κορυφώνονται στο τέλος. Ποια είναι αυτά;

Το μοιρολόγι που κλείνει το διήγημα και που διατυπώνει με ποιητικό τρόπο το μήνυμα που θέλει να μας μεταδώσει ο συγγραφέας δίνεται από μια φώκια και όχι από κάποιο από τα πρόσωπα της ιστορίας, στοιχείο που πέρα από την τραγική ειρωνεία που ενέχει, υπηρετεί και την ποιητικότητα του κειμένου. Τα ποιητικά στοιχεία του διηγήματος βέβαια ξεκινούν από το εύθυμο άσμα του βοσκού, που ενοχλεί μεν τη γριά Λούκαινα αλλά θέλγει τη φώκια και παρασύρει και παράλληλα παγιδεύει την Ακριβούλα. Επίσης, ποιητικό στοιχείο αποτελεί και η εικόνα της γολέτας που επιχειρεί να απομακρυνθεί από το λιμάνι αλλά παραμένει εγκλωβισμένη λόγω της νηνεμίας. Η ποιητικότητα, άλλωστε, του κειμένου γίνεται αισθητή κι από την εικόνα που μας δίνει ο συγγραφέας όπου παράλληλα και παρά το θάνατο του μικρού κοριτσιού, η χαροκαμένη γιαγιά του παιδιού συνεχίζει την πορεία της επιστροφής, ο βοσκός συνεχίζει το τραγούδι του και η γολέτα συνεχίζει τις βόλτες της στο λιμάνι.

Στοιχεία Ρεαλισμού στο διήγημα «Το μοιρολόγι της φώκιας»

Στο συγκεκριμένο διήγημα μπορούμε να εντοπίσουμε την παρουσία των βασικότερων χαρακτηριστικών του ρεαλισμού.
Υπάρχει μια τάση προς την αντικειμενικότητα: Ο συγγραφέας μας παρουσιάζει την ιστορία της γριάς-Λούκαινας και τον τραγικό χαμό της εγγονής της, καταγράφοντας τα γεγονότα, όπως συνέβησαν, χωρίς την παρέμβαση δικών του σχολίων και σκέψεων σχετικά με τη δύσκολη ζωή της γερόντισσας.
Παρατηρούμε, δηλαδή, μια πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας, η οποία δίνεται με τρόπο αντικειμενικό που επιτρέπει στον αναγνώστη να σχηματίσει τη δική του άποψη, χωρίς ο συγγραφέας να επιχειρεί να τον επηρεάσει συναισθηματικά με τη χρήση φορτισμένης γλώσσας και περιττού μελοδραματισμού (αφήνει τα γεγονότα να μιλήσουν μόνα τους).
Μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε τη διάθεση του συγγραφέα να αφήσει ανεπηρέαστο τον αναγνώστη, διαβάζοντας τα γεγονότα που συνθέτουν το παρελθόν της γριάς-Λούκαινας: «Ενθυμείτο τα πέντε παιδιά της, τα οποία είχε θάψει εις το αλώνι εκείνο του χάρου, εις τον κήπον εκείνον της φθοράς, το εν μετά το άλλο, προς χρόνων πολλών, όταν ήτο νέα ακόμη. Δύο κοράσια και τρία αγόρια, όλα εις μικράν ηλικίαν της είχε θερίσει ο χάρος ο αχόρταγος.» Η απώλεια αυτή των πέντε παιδιών, που δίνεται συνοπτικά -σε λίγες μόλις γραμμές- θα μπορούσε να είχε αποτελέσει μια αναδρομική αφήγηση, με λεπτομερή απόδοση του πόνου της τραγικής μητέρας, φορτίζοντας με ιδιαίτερη συναισθηματική ένταση το κείμενο. Εντούτοις ο Παπαδιαμάντης επιλέγει να αναφερθεί επιγραμματικά στον θάνατο των πέντε παιδιών, αφήνοντας τον αναγνώστη να αισθανθεί και να κατανοήσει μόνος του τι σήμαινε η απώλεια αυτή για τη γριά-Λούκαινα και πόσο την είχε επηρεάσει.
Διαπιστώνουμε, επίσης, την κριτική στάση του συγγραφέα απέναντι στην κοινωνία, καθώς μέσα από μια απλή, καθημερινή δραστηριότητα της ηρωίδας του κειμένου (δια να πλύνη τα μάλλινα σινδόνια της εις το κύμα το αλμυρόν), βρίσκει την ευκαιρία να παρουσιάσει τη δύσκολη ζωή της, τονίζοντας τόσο τις τραγικές απώλειες που βίωσε, όσο και τη φτώχεια της, που την αναγκάζει ακόμη και σε μια προχωρημένη ηλικία να εργάζεται σκληρά, προκειμένου να μην αισθάνεται ότι αποτελεί βάρος για την κόρη της, κοντά στην οποία μένει.
Η δύσκολη ζωή της ηρωίδας, άλλωστε, αποτελεί κοινό θέμα και κοινή εμπειρία για τις γυναίκες εκείνης της εποχής, οι οποίες ήταν υποχρεωμένες να εργάζονται αδιάκοπα από την παιδική τους κιόλας ηλικία μέχρι το τέλος της ζωής τους, υπομένοντας την οικονομική ανέχεια και τους πολλαπλούς θανάτους που σημάδευαν τις φτωχές οικογένειες με την ανύπαρκτη ιατρική περίθαλψη. Όσο κι αν η ζωή της γριάς-Λούκαινας μοιάζει εξαιρετικά σκληρή για τα σημερινά δεδομένα, αποτελούσε κοινό τόπο για τις γυναίκες παλαιότερων δεκαετιών, που δε γνώριζαν τίποτε άλλο πέρα από τη συνεχή δουλειά, τον πόνο, την οικονομική εξαθλίωση και τις απώλειες.

Στοιχεία Νατουραλισμού στο διήγημα «Το μοιρολόγι της φώκιας»

Ο νατουραλισμός ακολουθεί το ρεαλισμό στη μιμητική απεικόνιση της πραγματικότητας και στην επιλογή κοινών θεμάτων, με τη διαφοροποίηση ότι στα πλαίσια του νατουραλισμού ο συγγραφέας επιχειρεί να δείξει πώς διαμορφώνεται η ηθική συμπεριφορά των ατόμων, για να δείξει ότι είναι δέσμιοι εξωτερικών δυνάμεων. Παρατηρούμε, δηλαδή, την αρνητική στάση της γριάς-Λούκαινας απέναντι στην εύθυμη διάθεση του βοσκού, που με τη μελωδία της φλογέρας του διαταράσσει την πένθιμη ατμόσφαιρα γύρω από το νεκροταφείο. Η ηρωίδα, που σε όλη της τη ζωή θρηνεί τους θανάτους των δικών της, αδυνατεί να αποδεχτεί την ευδαιμονική διάθεση του νεαρού. Η αδυναμία της αυτή, βέβαια, έχει προέλθει ως αποτέλεσμα εξωτερικών δυνάμεων, της φτώχειας και του θανάτου, που έχουν οριστικά στιγματίσει την ψυχή της.
Στο νατουραλισμό, επίσης, παρατηρούμε μια επιμονή στην εξονυχιστική περιγραφή και στη φωτογραφική λεπτομέρεια, ιδίως προκλητικών θεμάτων. Βλέπουμε, έτσι, το συγγραφέα να περιγράφει με λεπτομέρεια τη πλαγιά του γηλόφου, που βρισκόταν το νεκροταφείο, καταγράφοντας τα μακάβρια λάφυρα του θανάτου, τα οποία έχοντας ξεθαφτεί κατά τις ανακομιδές των νεκρών, κυλούσαν προς τη θάλασσα.
Επιπλέον, διαπιστώνουμε τον αναλυτικό τρόπο με τον οποίο περιγράφεται ο πνιγμός της Ακριβούλας, καθώς και το φρικτό υπονοούμενο για την κατάληξη του μικρού παιδιού: «Κι η φώκη, καθώς είχεν έλθει έξω εις τα ρηχά, ηύρε το μικρόν πνιγμένον σώμα της πτωχής Ακριβούλας, και ήρχισε να το περιτριγυρίζη και να το μοιρολογά, πριν αρχίση τον εσπερινόν δείπνον της.» 


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η Μαυρομαντηλού», ως παράλληλο για το Μοιρολόγι της φώκιας

«Ο σκόπελος ο καλούμενος Μαυρομαντηλού δεν θ’ απέχει πλείονας ή τριάκοντα οργυιάς από της παραλίας, όπου ανοίγεται γραφική ωραία αγκάλη περιβάλλουσα το κύμα ορμητικόν κατά της ακτής χωρούν, αμβλύ προσπίπτον επί της άμμου και υπ’ αυτής καταπινόμενον.
   Εκεί βλέπει χωρικήν γυναίκα κύπτουσαν επί τον αιγιαλόν, πλύνουσαν ράκη τινά παρά την άκραν της αμμουδιάς, εις την ρίζαν ενός βράχου, εξέχοντος προς την θάλασσαν, επικαμπούς επί το κύμα, όπου τα νερά ήρχιζον να βαθύνωνται. Ο βράχος ούτος εκαλείτο «Μύτικας» και ήτο εξ εκείνων, αφ’ ων οι κολυμβηταί κατά το θέρος συνηθίζουσι να εκτελώσι τα εκπληκτικά εκείνα εις την θάλασσαν άλματα.
   Ο υιός της γυναικός ταύτης, παιδίον επταετές, διαλαθών την προσοχήν της μητρός, είχεν αναρριχηθεί επιτηδείως εις το ύψος του βράχου.
   Αίφνης η μήτηρ του, αισθανθείσα όπισθέν της εκ του αορίστου κενού την απουσίαν του παιδίου, στρέφεται, υψώνει την κεφαλήν και τον βλέπει επί της κορυφής του βράχου, τείνοντα εις τα εμπρός τους γρόνθους, κύπτοντα την κεφαλήν, και παιδικούς γρυλλισμούς εκβάλλοντα.
   Ο μικρός, όστις είχεν ιδεί κατά το προλαβόν θέρος καολυμβητάς πηδώντας αφ’ ύψους του βράχου τούτου, εξετέλει μιμικήν, ότι τάχα ήθελε να δώσει βουτιά από τον Μύτικα, ως κάμνουσιν οι έφηβοι και οι ακμαίοι νεανίσκοι.
   Η μήτηρ του ήρχισε να τον καλεί πλησίον της. Ο Γιαννιός, όστις εσκάλιζε με την αρπάγην του πέριξ της Μαυρομαντηλούς, ήκουε τας φωνάς της γυναικός ταύτης: «Κατέβα, αρέ δαίμονα, αρέ λύκε ξιδάτε!»
   Αλλ’ ο μικρός εκώφευεν. Η μήτηρ οργισθείσα ανέτεινεν τον κόπανόν της, δι’ ου έτυπτε τα λευκαινόμενα ράκη προς το μέρος του βράχου και τον επέσειεν απειλητικώς προς τον παίδα· «Έννοια σ’, αρέ σκάνταλε, έννοια σ’, χάρε μαύρε! Το βράδ’, σα ’ρθεί ο πατέρας σ’ απ’ το χωράφ’, δώσε λόγο».
   Εκεί, καθώς επέμενε να εκτελεί τους μίμους του ο μικρός, αδιαφορών προς τας κραυγάς της μητρός του, κύπτων ολίγον βαθύτερον, ολισθαίνει, εκβάλλει πεπνιγμένην κραυγήν, και πίπτει μετά πλαταγισμού εις την θάλασσαν.
   Το κύμα θα είχε βάθος πλέον ή διπλούν αναστήματος ανδρός. Βυθίζεται εις τον πόντον, και πάλιν ανέρχεται εις την επιφάνειαν, και ασπαίρει, και παραδέρνει, και είτα βυθίζεται εκ δευτέρου.
   Η γυνή μίαν αφήκε σπαρακτικήν, διάτορον κραυγήν, και πελιδνή, περίτρομος, αγρία, καθώς εκράτει τον κόπανόν της, επιβαίνει εις το κύμα. Φθάνει μέχρι της οσφύος, είτα μέχρι του στέρνου, και με τον κόπανον αγωνιά να φθάσει το παιδίον πνιγόμενον ήδη και το δεύτερον εξαφανισθέν. Αλλ’ ως ήτο επόμενον, διά της δίνης, ην εσχημάτιζεν ο κόπανος εις το κύμα, απεμάκρυνε μάλλον το αγωνιών σώμα, ή το προσήγγιζεν εις την χείρα της μητρός. Αύτη έκραξε και πάλιν βοήθειαν, αλλά την στιγμήν εκείνην ουδείς των επιστρεφόντων εις την πολίχνην χωρικών ευρίσκετο εκεί πλησίον.»

Σε ό,τι αφορά τη μορφή μπορούμε να επισημάνουμε ότι και στα δύο κείμενα έχουμε αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο, από έναν παντογνώστη αφηγητή.
Χρήση της καθαρεύουσας για το κυρίως αφηγηματικό μέρος και τις περιγραφές, ενώ έχουμε δημοτική όταν ο λόγος δίνεται σε κάποιο από τα πρόσωπα της ιστορίας. (Όταν μιλά η μητέρα στη Μαυρομαντηλού και τη μία φορά που ακούμε τη γριά-Λούκαινα να σχολιάζει το βοσκό, στο Μοιρολόγι)
Στο περιεχόμενο οι ομοιότητες έχουν να κάνουν με τα δύο παιδιά που ξεφεύγουν από την προσοχή της μητέρας τους και βρίσκονται στην άκρη ενός βράχου. Κοινό στοιχείο φυσικά είναι και η πτώση τους στη θάλασσα. (Να σημειωθεί ότι και στις δύο περιπτώσεις τονίζεται το βάθος της θάλασσας.  Στη Μαυρομαντηλού μάλιστα για να τονίσει ο συγγραφέας το ύψος του βράχου χρησιμοποιεί την ίδια έκφραση που χρησιμοποιεί και στο Μοιρολόγι για να αποδώσει το βάθος της θάλασσας: ως δύο αναστήματα ανδρός υπεράνω της θαλάσσης / είχε βάθος πλέον ή διπλούν αναστήματος ανδρός)
Κοινή είναι και η αναφορά στην ενασχόληση των δύο γυναικών, που έχουν πάει στη θάλασσα για να πλύνουν ρούχα.
Επίσης, όπως η κραυγή της Ακριβούλας δεν ακούγεται από κανέναν, έτσι και τις φωνές της μητέρας που ζητούσε βοήθεια δεν τις ακούει κανείς, αφού όλοι βρίσκονται πολύ μακριά.


Δείτε επίσης:

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η Φόνισσα» (σχόλια)

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Το μοιρολόγι της φώκιας»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Leonardo da Vinci

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Το μοιρολόγι της φώκιας»


Ο Παπαδιαμάντης στο εξαιρετικό αυτό διήγημα μας υπενθυμίζει πως η ζωή των ανθρώπων δεν μπορεί να βρεθεί για καιρό μακριά από τον πόνο και τους καημούς, καθώς ο θάνατος ενυπάρχει στη φύση μας και η απώλεια αγαπημένων προσώπων είναι αναπόφευκτη. Στοιχείο που καθίσταται πολλαπλά τραγικότερο όταν συνειδητοποιούμε πως ο θάνατος δεν γνωρίζει λογική και άνθρωποι χάνονται προτού καν προλάβουν να ζήσουν. Με μια σειρά αντιθέσεων ο Παπαδιαμάντης παρουσιάζει τη διαρκή και αδιάσπαστη συνύπαρξη της ζωή με το θάνατο, τονίζοντας έτσι την αναγκαία για όλους διαπίστωση πως ο θάνατος δεν γίνεται να αγνοηθεί όπως δε γίνεται και να προβλεφθεί.
«Κάτω από τον κρημνόν, οπού βρέχουν τα κύματα, όπου κατέρχεται το μονοπάτι, το αρχίζον από τον ανεμόμυλον του Μαμογιάννη, οπού αντικρύζει τα Μνημούρια... κατέβαινε το βράδυ-βράδυ η γριά-Λούκαινα, μία χαροκαμένη πτωχή γραία... Κατέβαινε σιγά τον κατήφορον, το μονοπάτι, και με ψίθυρον φωνήν έμελπεν εν πένθιμον βαθύ μοιρολόγι... αι ακτίνες του εθώπευον κατέναντί της τον μικρόν περίβολον και τα μνήματα των νεκρών, πάλλευκα, ασβεστωμένα, λάμποντα εις τας τελευταίας του ακτίνας.» Από την αρχή κιόλας του διηγήματος ο θάνατος παρουσιάζεται κυρίαρχος, τόσο στη ζωή της χαροκαμένης Λούκαινας όσο και για την υπόλοιπη κοινότητα, με την περιγραφή του νεκροταφείου να δεσπόζει. Οι πολλαπλές αναφορές στο θάνατο δημιουργούν μια πένθιμη αίσθηση και προοικονομούν μια ανάλογη εξέλιξη για το διήγημα.
Η γριά-Λούκαινα έχει θάψει στο «αλώνι εκείνο του χάρου» πέντε από τα παιδιά της και τον άντρα της. Οι απώλειες αυτές έχουν σημαδέψει τη ζωή της και παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια από τότε που πέθαναν τα παιδιά της, εκείνη συνεχίζει να θρηνεί το χαμό τους, καθώς για μια μητέρα ο πόνος για το χαμό του παιδιού της είναι ασίγαστος. Η γριά-Λούκαινα, βέβαια, έζησε σε μια εποχή που οι ασθένειες θέριζαν τα μικρά παιδιά και οι πολλές απώλειες ήταν συνηθισμένες, αυτό όμως δε σήμαινε πως ο πόνος μιας μητέρας ήταν λιγότερο ισχυρός.

«Δεξιά της κατήρχετο ομαλώτερος, πλαγιαστός, ο κρημνός του γηλόφου, εφ' ου ήτο το Κοιμητήριον, και εις τα κλίτη του οποίου εκυλίοντο αενάως προς την θάλασσαν την πανδέγμονα τεμάχια σαπρών ξύλων από ξεχώματα, ήτοι ανακομιδάς ανθρωπίνων σκελετών, λείψανα απόχρυσές γόβες ή χρυσοκέντητα υποκάμισα νεαρών γυναικών, συνταφέντα ποτέ μαζί των, βόστρυχοι από κόμας ξανθάς, και άλλα του θανάτου λάφυρα. Υπεράνω της κεφαλής της, ολίγον προς τα δεξιά, εντός μικράς κρυπτής λάκκας, παραπλεύρως του Κοιμητηρίου, είχε καθίσει νεαρός βοσκός, επιστρέφων με το μικρόν κοπάδι του από τους αγρούς, και, χωρίς ν' αναλογισθή το πένθιμον του τόπου, είχε βγάλει το σουραύλι από το μαρσίπιόν του, και ήρχισε να μέλπη φαιδρόν ποιμενικόν άσμα.» Η αντίθεση ανάμεσα στο τοπίο, όπου κυριαρχεί το έργο του θανάτου και το χαροποιό άσμα του νεαρού βοσκού, αποτελεί βασική θεματική του διηγήματος. Εκεί που ο θάνατος φαντάζει κυρίαρχος και επιφέρει με την παρουσία του σιωπή και θλίψη, η ζωή δεν παύει να καλεί τους ανθρώπους να χαρούν και να απολαύσουν το δώρο που τους προσφέρει, όσο κι αν αυτό είναι πρόσκαιρο κι επισφαλές. Η αντίθεση αυτή, βέβαια, μπορεί να ιδωθεί κι αντίστροφα, υπό την έννοια πως εκεί που η ζωή γιορτάζει την ευδαιμονία της ύπαρξης, ο θάνατος επιδεικνύει τα λάφυρά του, υπενθυμίζοντας σε όλους πως εκείνος αποτελεί την αναπόφευκτη κατάληξη της ζωής.
Η γριά-Λούκαινα θα σταματήσει το μοιρολόγι της αφήνοντας για λίγο την εύθυμη μελωδία του βοσκού να επικρατήσει στο χώρο γύρω της και να μεταφέρει θετικά μηνύματα σε μια περιοχή όμως που ο θάνατος έχει αφήσει ανεξίτηλα σημάδια της κυρίαρχης παρουσίας του. Δε θα πρέπει, άλλωστε, να αγνοήσουμε το γεγονός πως το εύθυμο τραγούδι του βοσκού είναι αυτό που θα τραβήξει την προσοχή της Ακριβούλας και θα την παρασύρει στο λάθος μονοπάτι, όπου και θα παγιδευτεί, όπως παγιδευμένη είναι και η μικρή γολέτα στο λιμάνι. Η εικόνα της γολέτας που αδυνατεί να φύγει από το λιμάνι λόγω της νηνεμίας, αποτελεί μια έμμεση προοικονομία της παγίδευσης του μικρού κοριτσιού που δε θα μπορεί να βρει το δρόμο για να γυρίσει πίσω.
«Μία φώκη, βόσκουσα εκεί πλησίον, εις τα βαθιά νερά, ήκουσεν ίσως το σιγανόν μυρολόγι της γραίας, εθέλχθη απότον θυρυβώδη αυλόν του μικρού βοσκού, και ήλθε παραέξω, εις τα ρηχά, κ' ετέρπετο εις τον ήχον, κ' ελικνίζετο εις κύματα. Μία μικρά κόρη, ήτο η μεγαλυτέρα εγγονή της γραίας, η Ακριβούλα, εννέα ετών, ίσως την είχε στείλει η μάννα της, ή μάλλον είχε ξεκλεφθή από την άγρυπνον επιτήρησίν της...»
Ο συγγραφέας μας παρουσιάζει εδώ ακόμη δύο βασικά πρόσωπα του διηγήματος που εμφανίζονται κατά μοιραία σύμπτωση για τον ίδιο λόγο και παρατείνουν την παρουσία τους επίσης για τον ίδιο λόγο. Η Ακριβούλα έρχεται για να βρει τη γιαγιά της και η φώκια πλησιάζει στην ακτή έχοντας ακούσει το μοιρολόγι της γριάς-Λούκαινας. Η Ακριβούλα θα χάσει το δρόμο της και θα εγκλωβιστεί, έχοντας παρασυρθεί από τη μελωδία του βοσκού, όπως και η φώκια που βγαίνει τελικά στα ρηχά παρασυρμένη από την ίδια μελωδία. Το εύθυμο τραγούδι του βοσκού, η ευδαιμονική αυτή έκφραση της ζωής, θα αποτελέσει θανάσιμο κάλεσμα για το μικρό κορίτσι.
«Καθώς είχε νυκτώσει ήδη, η γραία Λούκαινα είχε κάμει την αβασταγήν της, και ήρχισε ν' ανέρχεται το μονοπάτι, επιστρέφουσα κατ' οίκον. Εις την μέσην του δρομίσκου ήκουσε τον πλαταγισμόν, εστράφη κ' εκοίταξεν εις το σκότος, προς το μέρος όπου ήτο ο αυλητής.
- Κείνος ο Σουραυλής θα είναι, είπε, διότι τον εγνώριζε. Δεν του φτάνει να ξυπνά τους πεθαμένους με τη φλογέρα του, μόνο ρίχνει και βράχια στο γιαλό για να χαζεύη... Σημαδιακός κι αταίριαστος είναι.
Κι εξακολούθησε το δρόμο της.
Κ’ η γολέτα εξηκολούθει ακόμη να βολταντζάρη εις τον λιμένα. Κι ο μικρός βοσκός εξηκολούθει να φυσά τον αυλόν του εις την σιγήν της νυκτός.»

Η Ακριβούλα αδυνατώντας να βρει το δρόμο του γυρισμού και μη μπορώντας να δει γύρω της, θα γλιστρήσει και θα πέσει στη θάλασσα. Ο πνιγμός του κοριτσιού θα περάσει απαρατήρητος τόσο από το βοσκό όσο κι από τη γιαγιά του παιδιού, που θα θεωρήσει πως ο πλαταγισμός που ακούστηκε ήταν ένα παιχνίδι του βοσκού. Η γριά-Λούκαινα ενοχλείται από την παρουσία του βοσκού, όσο κι από τη χαρά που εκφράζεται μέσα από το τραγούδι του, καθώς της φαίνεται αδιανόητο πως σ’ ένα χώρο γεμάτο από τα έργα του θανάτου, μπορεί κάποιος να είναι ευτυχής και να χαίρεται τη ζωή. Η γριά-Λούκαινα βιώνοντας τόσα πένθη για τόσο καιρό, βρίσκει αταίριαστη τη χαρά του νεαρού και σημαδιακή, δημιουργώντας έτσι έντονη τραγική ειρωνεία, καθώς αγνοεί πως εκείνη τη στιγμή που ακούστηκε ο πλαταγισμός η εγγονή της έβρισκε το θάνατο στα νερά της θάλασσας. Το τραγούδι του «σημαδιακού» βοσκού οδήγησε την εγγονή της στο λάθος μονοπάτι και παράλληλα κάλυψε και την απελπισμένη κραυγή του κοριτσιού. Πίσω από τη χαρούμενη μελωδία κρύβεται μια ακόμη απώλεια για τη γριά-Λούκαινα.
Το ιδιαίτερο μήνυμα του διηγήματος κρύβεται στην τριπλή επανάληψη του ρήματος «εξακολουθώ», το οποίο αναφέρεται στη γριά-Λούκαινα, τη γολέτα και το βοσκό, εκφράζοντας πως ακόμη και τη στιγμή ενός τραγικού θανάτου -ένα κοριτσάκι εννιά ετών μόλις πνίγηκε- η ζωή συνεχίζει την πορεία της. Παρά το γεγονός ότι ο θάνατος μπορεί να επέλθει ανά πάσα στιγμή, τερματίζοντας τη ζωή ακόμη κι ενός μικρού παιδιού, η ζωή συνεχίζεται ακάθεκτη και τίποτε δεν την καθηλώνει, καθώς όπως ο θάνατος συνεχίζει το καταστρεπτικό του έργο έτσι ακριβώς και η ζωή επιμένει στο δικό της έργο τη διατήρηση και την επιβίωση.
Το διήγημα αποκτά με το θάνατο της Ακριβούλας μια τραγικότερη διάσταση, καθώς ένα νέο πένθος επέρχεται για τη γριά-Λούκαινα που ίσως νόμιζε πως έχει ήδη πληρώσει ακριβό τίμημα στο χάρο και πως δεν είχε πια τίποτε άλλο να του δώσει πέρα από τη δική της βασανισμένη ζωή.
Το μοιρολόγι της φώκιας που ακολουθεί κλείνει το διήγημα μεταφέροντας με ενάργεια μια βασική σκέψη του διηγήματος:
«Κ' η γριά ακόμα μοιρολογά
τα γεννοβόλια της τα παλιά.
Σαν νά ‘χαν ποτέ τελειωμό
τα πάθια κ' οι καημοί του κόσμου.»
Οι συμφορές και οι καημοί δεν τελειώνουν ποτέ για τους ανθρώπους κι είναι μάταιο να πιστέψει κανείς πως έχει γευτεί το μερίδιο του πόνου που του αντιστοιχεί. Όσο ζει ένα άνθρωπος θα είναι πάντοτε στη διάθεση της μοίρας για νέα χτυπήματα και για νέες συμφορές. Η γριά-Λούκαινα μπορεί να είχε χάσει ήδη πέντε παιδιά, αλλά ο καημός της επρόκειτο να αυξηθεί με μια ακόμη απώλεια. [Οι δύο τελευταίοι στίχοι από το ποίημα αυτό είναι χαραγμένοι στην προτομή του Παπαδιαμάντη που βρίσκεται στη γενέτειρά του, τη Σκιάθο].
«Κ’ η φώκη, καθώς είχεν έλθει έξω εις τα ρηχά, ηύρε το μικρόν πνιγμένον σώμα της πτωχής Ακριβούλας, και ήρχισε να το περιτριγυρίζη και να το μοιρολογά, πριν αρχίση το εσπερινόν δείπνον της.»
Η φώκια περιτριγυρίζει το σώμα της Ακριβούλας και το μοιρολογά, προτού ξεκινήσει το δείπνο της. Εδώ ο Παπαδιαμάντης υπαινίσσεται αλλά δεν αποκαλύπτει πλήρως μια φρικιαστική εικόνα. Οι φώκιες πράγματι κλαίνε πάνω από ένα νεκρό σώμα, όχι όμως για να το θρηνήσουν, όπως θα το ερμηνεύαμε με μια άτοπη εξανθρώπιση. Ένα απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη μας βοηθά να κατανοήσουμε την εικόνα αυτή που μας δίνει ο Παπαδιαμάντης.
«Όποτε σας λένε οι ξένοι σας φίλοι ντύνεστε το πουκάμισο της αρετής κλαίτε την πατρίδα και τους αγωνιστάς καθώς κλαίγει η φώκια τον πνιμένον είναι τα δάκρυά της καυτερά, σαπίζει τον πνιμένον και κάθεται και τον τρώγει.»
Η φώκια ετοιμάζεται να δειπνήσει, μα το δείπνο της δεν είναι άλλο από το άψυχο σώμα του κοριτσιού. Η ζωή δίνει εδώ τη μακάβρια απάντησή της στο θάνατο. Ο θάνατος του μικρού κοριτσιού, προσφέρει το γεύμα της φώκιας, υπηρετώντας την πανίσχυρη ανάγκη της ζωής για διατήρηση και επιβίωση.

Δείτε επίσης:

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Το μοιρολόγι της φώκιας» (ερωτήσεις)

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...