Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεώργιος Βιζυηνός «Το αμάρτημα της μητρός μου». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεώργιος Βιζυηνός «Το αμάρτημα της μητρός μου». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Βασικά σημεία στο Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Veronica Minozzi

Βασικά σημεία στο Αμάρτημα της μητρός μου

Κατά τη μελέτη του κειμένου, θα πρέπει να προσεχθούν ιδιαίτερα:

Το αυτοβιογραφικό και βιωματικό στοιχείο του κειμένου
Η αυτοβιογραφική υπόσταση του κειμένου καθίσταται σαφής με:
- την πρωτοπρόσωπη αφήγηση που δημιουργεί αμέσως την αίσθηση πως μας παρουσιάζεται η προσωπική ιστορία του αφηγητή
- την εσωτερική εστίαση με την οποία δίνεται η αφήγηση (μαθαίνουμε τα γεγονότα όπως τα είδε και τα αντιλήφθηκε ο αφηγητής)
- τον ομοδιηγητικό αφηγητή, ο οποίος μας αφηγείται τη δική του ιστορία
- της ύπαρξης ενός ενδοδιηγητικού αφηγητή (της μητέρας), που ενισχύει την αίσθηση πως η αφήγηση δίνεται από τα πρόσωπα που έζησαν πραγματικά τα γεγονότα της ιστορίας
- τον ελεύθερο πλάγιο λόγο, με τον οποίο ο αφηγητής εντάσσει τα λόγια των άλλων προσώπων στο δικό του αφηγηματικό λόγο, αποκαλύπτοντας έτσι πως ήταν παρών όταν αυτά ειπώθηκαν  
- τις κτητικές αντωνυμίες (ήδη από τον τίτλο: της μητρός μου)
- τα ονόματα των ηρώων που ταυτίζονται με τα πραγματικά ονόματα των μελών της οικογένειας του αφηγητή και ιδίως το όνομα του ίδιου του αφηγητή
Το βιωματικό στοιχείο του κειμένου, η αίσθηση δηλαδή ότι ο αφηγητής μας παρουσιάζει γεγονότα που τα έχει ζήσει ο ίδιος, ενισχύεται αφενός από την αυτοβιογραφική υπόσταση του κειμένου κι αφετέρου από την ταύτιση των γεγονότων της αφήγησης με την πραγματική ιστορία του αφηγητή.
Ο θάνατος του πατέρα, ο θάνατος της Αννιώς, τα ταξίδια του αφηγητή στην Πόλη και στην Κύπρο, η πολύχρονη παραμονή του στο εξωτερικό, είναι γεγονότα που συμφωνούν με την πραγματική του ιστορία.

Τα ψυχογραφικά χαρακτηριστικά του διηγήματος και η διείσδυση στο ψυχικό βάθος των κειμενικών προσώπων
Η ψυχογραφική διάσταση του κειμένου εξυπηρετείται:
- με την προσεκτική παρακολούθηση των πράξεων των προσώπων και του αντίκτυπου που έχουν αυτές στα υπόλοιπα πρόσωπα. Οι πράξεις και οι διαθέσεις της μητέρας παρακολουθούνται με αγωνία από τον αφηγητή-παιδί που αποζητά απεγνωσμένα την αγάπη και την προσοχή της
- με τη χρήση σύντομων εσωτερικών μονολόγων, όπου οι ήρωες μας παρουσιάζουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους (π.χ. οι σκέψεις του μικρού παιδιού έχοντας ακούσει την προσευχή της μητέρας, οι σκέψεις της μητέρας, στα πλαίσια της δικής της αφήγησης, όταν αντιλαμβάνεται ότι η Αννιώ κινδυνεύει να πεθάνει παρά τις φροντίδες που της παρέχει)
- με την περιγραφή των αντιδράσεων των προσώπων στα πλαίσια των συγκρούσεών τους ή μπροστά σε σημαντικά γεγονότα (προσευχή της μητέρας, αμάρτημα της μητέρας, εξομολόγηση στον αφηγητή και στον πατριάρχη)
Η επιθυμία του αφηγητή να παρουσιάσει τη συναισθηματική κατάσταση των ηρώων, τις ιδιαίτερες ψυχολογικές τους διακυμάνσεις και φυσικά την επίδραση που ασκούν στην ψυχοσύνθεσή τους τα σημαντικά γεγονότα της ιστορίας, διατρέχει όλο το κείμενο και αποτελεί την πρωταρχική μέριμνά του.

Η κυριαρχία του μέτρου στην απόδοση του δράματος και η απουσία ακροτήτων και υπερβολών
Η συγκράτηση που χαρακτηρίζει την αφήγηση του Βιζυηνού και η απουσία συναισθηματικών εξάρσεων και υπερβολών, που προσφέρουν μια αίσθηση ωριμότητας και ελέγχου στο κείμενο, μπορούν να αποδοθούν σε δύο στοιχεία.
α) Το κείμενο γράφεται στα χρόνια που γίνεται η εμφάνιση του Ρεαλισμού στην ελληνική πεζογραφία. Η κόπωση που έχει προκαλέσει ο μελοδραματισμός και οι ακρότητες του Ρομαντισμού, οδηγούν σε μια πιο μετρημένη πεζογραφική απόδοση των δραματικών γεγονότων.
Ο Ρεαλισμός αποζητά την απελευθέρωση του αναγνώστη από την καθοδήγηση του συγγραφέα/αφηγητή. Τα γεγονότα παρουσιάζονται ως έχουν κι ο αναγνώστης αφήνεται ελεύθερος να αισθανθεί γι’ αυτά όπως ο ίδιος θέλει, χωρίς την προσπάθεια του αφηγητή να τον οδηγήσει στη συγκίνηση με έντονα φορτισμένες αφηγηματικές περιγραφές.
β) Η σημαντική παιδεία του συγγραφέα και η συστηματική μελέτη της ψυχολογίας τον αποτρέπουν ενστικτωδώς από τις συναισθηματικές ακρότητες. Ο Βιζυηνός επιθυμεί να επενδύσει στη βαθύτητα του κειμένου, μέσω της ψυχογραφικής του διάστασης, και όχι σε μια επιφανειακή επιδίωξη της συγκίνησης του αναγνώστη. 

Ο λαογραφικός θησαυρός που καταγράφεται στο κείμενο
Το Αμάρτημα της μητρός μου περιέχει πληθώρα λαογραφικών στοιχείων, καθώς ο συγγραφέας φροντίζει να καταγράψει ήθη και έθιμα της γενέτειράς του, λαϊκές αντιλήψεις για την έναρξη και την έκβαση της ασθένειας, αλλά και λιγότερο γνωστές λαϊκές συνήθειες, όπως είναι η ιεροτελεστία για την επίκληση της ψυχής ενός πεθαμένου προσφιλούς προσώπου.
Αναλυτικότερα, στο κείμενο βρίσκουμε: πληροφορίες για τη θέση της γυναίκας, στοιχεία για τα λαϊκά και απλοϊκά μέσα αντιμετώπισης των ασθενειών, στα οποία συμπλέκεται η θρησκεία με τη δεισιδαιμονία, τις λαϊκές αντιλήψεις για το «εξωτικόν» και για το δαιμονισμό των ανθρώπων από τη δύναμη του κακού, αλλά και για τα θρησκευτικά δρώμενα που αποσκοπούσαν στην υπερνίκηση του κακού.
Επίσης, μας δίνονται βασικές πληροφορίες για το εθιμοτυπικό της υιοθεσίας, για το γλέντι του γάμου, για το θεσμό της προίκας, για το θρήνο των νεκρών.
Κατά την περιγραφή της μητέρας και του πατρικού σπιτιού αντλούμε πληροφορίες για την ενδυμασία της εποχής, αλλά και για την αρχιτεκτονική των σπιτιών.
Βρίσκουμε ακόμη αναφορές για τα μοιρολόγια, για τα συγχωροχάρτια, για τη συνήθεια της εξομολόγησης, και φυσικά ακούμε τη γνήσια δημοτική ομιλία των ανθρώπων, που εμπλουτίζεται με πληθώρα λαϊκών και στερεότυπων εκφράσεων.

Το ηθογραφικό στοιχείο
Με τον όρο ηθογραφία εννοούμε την αναπαράσταση, την περιγραφή και την απόδοση των ηθών, των εθίμων, της ιδεολογίας και της ψυχοσύνθεσης ενός λαού, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί υπό την επίδραση του φυσικού περιβάλλοντος και των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών σ’ ένα συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.
Το κείμενο του Βιζυηνού είναι ηθογραφικό υπό την έννοια ότι παρουσιάζει τα ήθη (τα καθιερωμένα πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς) και τα έθιμα του τόπου καταγωγής του: κοινωνική θέση γυναίκας, γάμος, υιοθεσία. Μας δίνει μια σαφή εικόνα για το πώς σκέφτονταν και πως αντιλαμβάνονταν βασικές πτυχές του ανθρώπινου βίου (λαϊκές αντιλήψεις, δοξασίες και προκαταλήψεις της εποχής). Αποτελεί γενικότερα μια ρεαλιστική αναπαράσταση της ζωής των απλών κατοίκων της γενέτειράς του. Από το διήγημα αυτό περνάει όλος ο κύκλος της θρακιώτικης ζωής: γέννηση, θάνατος, χαρές, πίκρες.
Ο λαογραφικός θησαυρός που καταγράφεται στο Αμάρτημα της μητρός αποτελεί επί της ουσίας έναν από τους τρόπους που εξυπηρετείται η ηθογραφική διάσταση του κειμένου. Ενώ, η παρουσίαση της καθημερινότητας των απλών ανθρώπων, η καταγραφή της γλώσσας του και των λαϊκών εκφράσεων, η αναφορά σε σημαντικά έθιμα καθώς και στα πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς (τα ήθη), συμπληρώνουν την ηθογραφία του κειμένου.
Θα πρέπει πάντως να τονιστεί πως ο Βιζυηνός απέχει κατά πολύ από την απλή ηθογραφία, καθώς στα έργα του επιχειρεί κυρίως να διεισδύσει στο ψυχικό βάθος των ηρώων του. Έτσι, η ψυχογραφία του κειμένου αποτελεί το βασικό σημείο διάκρισης από τα καθαυτό ηθογραφικά έργα.
Στο Αμάρτημα της μητρός μου, συντελείται η αποκάλυψη ενός ολόκληρου μικρόκοσμου μέσα από τις πολλαπλές σχέσεις των ατόμων που το αποτελούν με το φυσικό και μεταφυσικό τους περιβάλλον και όχι απλώς η διερεύνηση ενός συγκεκριμένου και περιορισμένου ανθρώπινου τοπίου.

Η λειτουργία των περιγραφών στο σώμα της αφήγησης
«Ο ρόλος τους είναι πολλαπλός: να συμπληρώνουν τα κενά, να δημιουργούν αντιθέσεις, να εντείνουν τις δραματικές καταστάσεις, να στήνουν μυστικές γέφυρες ανάμεσα στους ανθρώπους και στα πράγματα.» (Παν. Μουλλάς)
Σε αντίθεση με τα ιστορικά μυθιστορήματα, που αποτελούσαν την πεζογραφική παράδοση για τους λογοτέχνες της εποχής, όπου οι περιγραφές ήταν εκτενέστατες και αποτελούσαν σε μεγάλο βαθμό παρέκβαση από τον αφηγηματικό κορμό, στο έργο του Βιζυηνού οι περιγραφές είναι σύντομες, αποδίδονται στον αφηγητή και δεν διακόπτουν τη ροή της αφήγησης, καθώς η διάρκειά τους συμπίπτει συνήθως με την πραγματική διάρκεια που απαιτείται για τη θέαση ενός προσώπου ή του χώρου.
Ιδωμένες μέσα από τα μάτια του αφηγητή οι περιγραφές λειτουργούν ενισχυτικά για τη συναισθηματική του κατάσταση ή δημιουργούν μια καίρια εσωτερική αντίθεση.
Για παράδειγμα, οι περιγραφές που δίνονται από το παιδί-αφηγητή κατά τη διάρκεια της πρώτης διανυκτέρευσης στην εκκλησία, όπου ο φόβος του δημιουργεί γύρω του ένα τρομακτικό σκηνικό παραισθήσεων και ψευδαισθήσεων, φωτίζουν με τον πλέον εναργή τρόπο τη συναισθηματική ένταση του παιδιού. Συνάμα αποκαλύπτουν πως η εσωτερική εστίαση, με την οποία ο Βιζυηνός επιχειρεί για πρώτη φορά στην ελληνική λογοτεχνία να δώσει την αφήγησή του, καθίσταται συγχρονική, παρουσιάζοντάς μας τα γεγονότα όπως ακριβώς τα βίωσε το μικρό παιδί.
Από την άλλη, η περιγραφή του προσώπου της Αννιώς που με την ασθενική και γλυκύτατη όψη του σχηματίζουν την εικόνα ενός αξιολάτρευτου παιδιού, δημιουργούν μια έντονη εσωτερική αντίθεση ανάμεσα στην ανομολόγητη ζήλια που αισθάνεται ο αφηγητής-παιδί και στην επίγνωση πως τα συναισθήματά του δεν μπορούν να στρέφονται ενάντια στην άρρωστη και από κάθε άποψη αξιαγάπητη αδερφή του.
Η περιγραφή του δωματίου, όπου η Αννιώ θα αφήσει την τελευταία της πνοή, με τα ρούχα του πατέρα να είναι τοποθετημένα στο κρεβάτι, τις λαμπάδες και το σκεύος με το νερό, δημιουργούν στον αναγνώστη την ιδανική εκείνη μυστηριακή αίσθηση που απαιτείται για την απόπειρα επικοινωνίας ανάμεσα στο φυσικό και το μεταφυσικό κόσμο. Ενώ, συγχρόνως, λειτουργεί αποτελεσματικά για την προετοιμασία του αναγνώστη να δεχτεί εντελώς φυσικά το χαμό του μικρού παιδιού.

Η δυαδική αφηγηματική δομή (οπτική γωνία του αφηγητή και οπτική γωνία της μητέρας)
Ο Βιζυηνός είναι ο εισηγητής της πρωτοπρόσωπης αφήγησης και της εσωτερικής εστίασης στην ελληνική πεζογραφία, γεγονός που τον φέρνει αντιμέτωπο με δυσκολίες και αφηγηματικές προκλήσεις, χωρίς να έχει στη διάθεσή του προηγούμενες απόπειρες από άλλους πεζογράφους.
Η δυαδική αφηγηματική δομή αποτέλεσε μια ευφυή επιλογή του συγγραφέα που του επέτρεψε να σεβαστεί αφενός τους περιορισμούς που απαιτεί η εσωτερική εστίαση κι αφετέρου να διατηρήσει την απορία του αναγνώστη σχετικά με το αμάρτημα της μητέρας.
Αν η αφήγηση ήταν δοσμένη τριτοπρόσωπα θα ήταν σαφώς ευκολότερο για τον αμέτοχο αφηγητή να σεβαστεί την άγνοια των ηρώων και να διατηρήσει την αγωνία και την απορία για το αμάρτημα της μητέρας. Εντούτοις, παρά τη δυσκολία που του δημιουργεί η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και η εσωτερική εστίαση, ο Βιζυηνός κατορθώνει με τη διπλή οπτική γωνία (αφηγητής-μητέρα), αλλά και με τη διάσταση ανάμεσα στην παιδική και την ενήλικη συνείδηση του αφηγητή να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του αινίγματος. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως τη στιγμή που ο αφηγητής καταγράφει την ιστορία του, έχει ήδη βιώσει όλα τα γεγονότα, γνωρίζει ποιο είναι το αμάρτημα της μητέρας και μπορεί έτσι να κρίνει τόσο τη δική του στάση όσο και τη στάση της μητέρας, έχοντας όλες τις αναγκαίες πληροφορίες. Έτσι, ο μόνος τρόπος για να μεταδώσει στον αναγνώστη την αίσθηση ότι αγνοεί το αμάρτημα, είναι να παρουσιάσει τα γεγονότα όπως τα βίωσε ως μικρό παιδί, καθιστώντας την εσωτερική εστίαση συγχρονική με τα περιγραφόμενα γεγονότα.
Στο πρώτο μέρος ο αφηγητής μας παρουσιάζει τα γεγονότα της παιδικής του ηλικίας, όπως τα βίωσε τότε που ήταν παιδί, προσπαθώντας να διατηρήσει ακέραια την αίσθηση του αναγνώστη ότι ακούει την ιστορία δοσμένη από την παιδική συνείδηση του αφηγητή. Ενώ, στην πορεία ο ενήλικας αφηγητής λαμβάνει το λόγο παρουσιάζοντας τα γεγονότα είτε όπως τα πληροφορήθηκε από την οικογένειά του -για το διάστημα της απουσίας του- είτε όπως τα έζησε ο ίδιος από τη στιγμή που επέστρεψε από το εξωτερικό.
Η αφήγηση της μητέρας, δοσμένη επίσης με εσωτερική εστίαση, αυτή τη φορά όμως ιδωμένη μέσα από την οπτική της μητέρας, έρχεται να αποκαλύψει το αμάρτημά της και να δώσει τη λύση του αινίγματος που τέθηκε με τον τίτλο του διηγήματος.
Η βαθιά γνώση της ψυχολογίας επιτρέπει στον συγγραφέα να παραστήσει με ιδιαίτερη πιστότητα τις αδυναμίες και τα ελαττώματα ενός ανθρώπου στον αφηγητή του. Έτσι, στην αφήγηση του μικρού παιδιού αποκρύπτεται η ένταση των συναισθημάτων ζήλιας κι επιχειρείται μια εξιδανίκευση της συμπεριφοράς του παιδιού, όπως ακριβώς θα γινόταν από κάθε άνθρωπο που επιστρέφει στα γεγονότα του παρελθόντος για να διηγηθεί την προσωπική του ιστορία.
Την αλήθεια θα μας τη δώσει η μητέρα, με τη δική της αφήγηση, που θα αποκαλύψει πόσο πολύ ζήλευε και πόσο στεναχωριόταν ο μικρός Γιωργής.
Προσέχουμε, πάντως, πως η εσωτερική εστίαση παραβιάζεται όταν το παιδί-αφηγητής μας παρουσιάζει ήθη, έθιμα, λαϊκές αντιλήψεις και λοιπές λαογραφικές πληροφορίες που ξεπερνούν φυσικά τις γνώσεις ενός δεκάχρονου παιδιού.
Επίσης, παραβίαση της εσωτερικής εστίασης έχουμε όταν ο ενήλικας-αφηγητής παρεμβαίνει με σχόλια ειρωνικής υφής, αλλά και με την έκκληση για συγχώρεση από τη μητέρα για την προσευχή αντεκδίκησης που κάνει ως μικρό παιδί. 

Σχολιασμός αφήγησης: η ιστορία δίνεται μέσα από την περιορισμένη προοπτική του αφηγητή-πρωταγωνιστή. Η αφήγηση είναι μεταγενέστερη των γεγονότων και η εστίαση τείνει να γίνει συγχρονική, με αποτέλεσμα να συμμεριζόμαστε τις ανησυχίες τους φόβους και τις απορίες μιας παιδικής συνείδησης. Παράλληλα, είναι εμφανής η διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και στην παιδική συνείδηση που προσλαμβάνει τα συμβάντα.
Επίσης, πιο περίπλοκη και εσωτερικότερη είναι η αφηγηματική προοπτική του Βιζυηνού οριοθετεί τη μετάβαση από τη διήγηση στην αφήγηση, από την ιστορία στην πεζογραφία.
Η αφηγηματική προοπτική των διηγημάτων του Βιζυηνού, το ποιος βλέπει δηλαδή τα γεγονότα, με την υιοθέτηση της πρωτοπρόσωπης αφήγησης και με τη θέαση των γεγονότων από τον ήρωα-αφηγητή (και όχι από έναν απρόσωπο παντογνώστη αφηγητή), σηματοδότησε για την ελληνική λογοτεχνία το πέρασμα από τα ιστορικό μυθιστορήματα όπου κυριαρχεί η διήγηση, η απρόσωπη δηλαδή διήγηση της ιστορίας από έναν αμέτοχο αφηγητή, στην αφήγηση των προσωπικών εμπειριών και βιωμάτων του αφηγητή, που χαρακτήρισαν τελικά σε μεγάλο βαθμό τα ηθογραφικά και ψυχογραφικά διηγήματα.

Σχολιασμός πλοκής: έντονα είναι τα χαρακτηριστικά της έκπληξης, της αγωνίας και του αινίγματος. Το διήγημα εξυφαίνεται και παρουσιάζεται κατά τέτοιο τρόπο, που θα ταίριαζε σε αστυνομικές ιστορίες.

Αφηγηματικές τεχνικές στο Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Veronica Minozzi

Αφηγηματικές τεχνικές στο Αμάρτημα της μητρός μου

Οι αφηγητές της ιστορίας.
Ο Γιωργής:
  • Είναι εξωδιηγητικός-ομοδιηγητικός τύπος αφηγητή. Πρόκειται για έναν αφηγητή πρώτου βαθμού, ο οποίος διηγείται την ιστορία του. [Αφηγητής πρώτου βαθμού είναι εκείνος που κατέχει το κύριο λόγο της αφήγησης και διηγείται συνολικά την ιστορία.]
  • Είναι δραματοποιημένος. Συμμετέχει στην αναπαράσταση των γεγονότων, εμφανίζεται δηλαδή ως πρόσωπο της ιστορίας που αφηγείται.
  • Στο πρώτο μέρος της ιστορίας είναι «περιορισμένος», καθώς δεν έχει βαθιά γνώση των γεγονότων που αφηγείται. Όταν ο αφηγητής είναι ένα μικρό παιδί, είναι λογικό να έχει περιορισμένες δυνατότητες κατανόησης σε σχέση με τα γεγονότα που αφηγείται.
  • Σε ό,τι αφορά πάλι το πρώτο μέρος της ιστορίας είναι «αναξιόπιστος». Αναξιόπιστος είναι ο αφηγητής που ενδέχεται κάποια στιγμή να διορθώσει ο ίδιος τον εαυτό του είτε να διορθωθεί από κάποιον άλλο αφηγητή.
Η μητέρα:
  • Είναι ενδοδιηγητικός-ομοδιηγητικός τύπος αφηγητή. Πρόκειται για έναν αφηγητή δευτέρου βαθμού, ο οποίος αφηγείται την ιστορία του. [Αφηγητής δεύτερου βαθμού είναι εκείνος που αφηγείται την ιστορία του μέσα στα πλαίσια της κεντρικής ιστορίας.]
  • Είναι δραματοποιημένος, εφόσον εμφανίζεται ως πρόσωπο της ιστορίας που αφηγείται.
  • Είναι «προνομιακός» αφηγητής, καθώς έχει βαθιά γνώση των γεγονότων που αφηγείται.
  • Είναι «αξιόπιστος» αφηγητή, καθώς ο αναγνώστης μπορεί να εμπιστευτεί τα λεγόμενα και τις κρίσεις που διατυπώνει.

Οπτική γωνία:
Η αφήγηση μας δίνεται από την οπτική γωνία του Γιωργή και στη συνέχεια, όταν αναλαμβάνει η μητέρα τον αφηγηματικό λόγο, από τη δική της οπτική.

Εστίαση:
Η αφήγηση γίνεται με εσωτερική εστίαση, καθώς η θέαση των γεγονότων είναι περιορισμένη και ανήκει στον Γιωργή. Τα γεγονότα, δηλαδή, μας παρουσιάζονται όπως τα είδε και τα κατανόησε ο Γιωργής.
Η εστίαση είναι όμως μεταβλητή, καθώς το σύνολο της αφηγηματικής πληροφορίας δεν περνά από ένα μόνο ήρωα. Ένα σημαντικό μέρος των γεγονότων θα το πληροφορηθούμε από τη μητέρα.
Στην αφήγηση του κεντρικού αφηγητή έχουμε «εναλλαγές στην εστίαση», καθώς σε ορισμένα σημεία έχουμε περισσότερες πληροφορίες από όσες επιτρέπει ο κυρίαρχος τύπος εστίασης. [Κάποιες φορές το παιδί-αφηγητής εμφανίζεται να γνωρίζει και να κατανοεί πληροφορίες που κανονικά δε θα επέτρεπε η περιορισμένη θέαση της παιδικής του ηλικίας. Όταν, για παράδειγμα, αναφέρεται σε λαογραφικά στοιχεία το παιδί-αφηγητής μοιάζει να έχει μια πλήρη εικόνα της λαϊκής παράδοσης. Επίσης, σε κάποια σημεία της αφήγησης έχουμε παρέμβαση της ενήλικης φωνής, που σχολιάζει γεγονότα που κανονικά θα περνούσαν απαρατήρητα από το μικρό παιδί.]

Αφηγηματικός χρόνος:
Σε ό,τι αφορά την αφηγηματική οργάνωση του χρόνου διακρίνουμε τρεις κατηγορίες: την τάξη ή σειρά, τη διάρκεια και τη συχνότητα.

α) Η τάξη ή σειρά αφορά τη σχέση ανάμεσα στη χρονική διαδοχή των γεγονότων στην ιστορία και στη σειρά με την οποία αυτά αναδιατάσσονται μέσα στο αφηγηματικό κείμενο.
Η αφήγηση των γεγονότων στο διήγημα δε γίνεται ευθύγραμμα και με τη σειρά ακριβώς που συνέβησαν στην πραγματικότητα, καθώς αυτό θα αναιρούσε την απορία που επιχειρεί να δημιουργήσει ο αφηγητής σχετικά με το αμάρτημα της μητέρας του και θα καθιστούσε την αφήγηση λιγότερο ενδιαφέρουσα.
Έτσι, ανάμεσα στην ιστορία και την αφήγηση έχουμε χρονικές ασυμφωνίες τις οποίες ονομάζουμε αναχρονίες. Οι αναχρονίες διακρίνονται σε αναλήψεις (αναδρομές) και προλήψεις.
[Ανάληψη είναι κάθε ανάκληση ενός γεγονότος που χρονικά είναι προγενέστερο από το σημείο της ιστορίας στο οποίο βρισκόμαστε σε μια συγκεκριμένη στιγμή αντίθετα, πρόληψη είναι κάθε αφηγηματικός ελιγμός που συνίσταται στην πρόωρη αφήγηση ενός μελλοντικού γεγονότος.]
Στο διήγημα έχουμε μία πρόληψη (όταν ο αφηγητής αναφέρεται στις περιπέτειες που του επιφύλασσε η παραμονή του στο εξωτερικό και στις πίκρες που επρόκειτο να προκαλέσει στη μητέρα του με την απουσία του), και επτά αναλήψεις.

Η σημαντικότερη ανάληψη είναι η 7η και τελευταία όπου η μητέρα αποκαλύπτει στον Γιωργή το αμάρτημά της.
Η εμβέλεια (ή απόσταση) αυτής της ανάληψης είναι εξαιρετικά διευρυμένη καθώς γυρνά την αφήγηση 28 χρόνια πίσω στο παρελθόν. Η αποκάλυψη του αμαρτήματος γίνεται το 1875 και η μητέρα αρχίζει να αφηγείται γεγονότα από το 1847, τη χρονιά δηλαδή που έγινε το αμάρτημα.
Εξίσου διευρυμένη είναι και η έκταση (ή το εύρος) της ανάληψης, μιας και η μητέρα θα καλύψει -με συνοπτικό έστω τρόπο- γεγονότα 28 χρόνων, από τη στιγμή δηλαδή του αμαρτήματος μέχρι το παρόν της αφήγησης.
Η ανάληψη αυτή είναι μεικτή, καθώς ξεκινά πριν από το αρκτικό σημείο της αφήγησης που διακόπτει και στη συνέχεια το ξεπερνά. Ανακαλεί δηλαδή και γεγονότα που εμπίπτουν χρονικά στο διάστημα που καλύπτει η αφήγηση (εσωτερική ανάληψη), αλλά και γεγονότα που βρίσκονται έξω από αυτό (εξωτερική ανάληψη). Η κύρια αφήγηση ξεκινά από την ασθένεια της δεύτερης Αννιώς, ενώ η ανάληψη αυτή ξεκινά από το θάνατο της πρώτης Αννιώς και φτάνει στο παρόν της κύριας αφήγησης με τη δεύτερη υιοθεσία.
Η ανάληψη αυτή είναι πλήρης, μιας και ενώνεται με την κύρια αφήγηση χωρίς να αφήνει κανένα κενό.
Επίσης, θεωρείται συμπληρωματική μιας και καλύπτει ένα σημαντικό κενό της κύριας αφήγησης σχετικά με το ποιο είναι το αμάρτημα της μητέρας, και ως ένα βαθμό είναι επαναληπτική εφόσον αναφέρεται σε γεγονότα, όπως είναι η ασθένεια της Αννιώς, που έχουν ήδη αναφερθεί στην κύρια αφήγηση.

Η 1η, η 2η και η 4η είναι εξωτερικές αναδρομές, καθώς αναφέρονται σε γεγονότα που συνέβησαν πριν το αρκτικό σημείο της κύριας αφήγησης, ενώ η 3η, η 5η και η 6η είναι εσωτερικές, εφόσον αναφέρονται σε γεγονότα που συνέβησαν μέσα στα χρονικά πλαίσια της κύριας αφήγησης. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι ως αρκτικό σημείο της κύριας αφήγησης θεωρούμε τα γεγονότα που συνέβησαν μετά το θάνατο του πατέρα (1854) και αναφέρονται στην ασθένεια της Αννιώς που θα καταλήξει στο θάνατό της μόλις ένα χρόνο μετά (1855).

Η 1η αναδρομή «Ανεκάλεσα εις την μνήμην μου... το αδικημένο του». Είναι εξωτερική, εφόσον αναφέρεται σε γεγονότα που συνέβησαν πριν το αρκτικό χρονικό σημείο της κύριας αφήγησης, αναφέρεται δηλαδή στα πρώτα χρόνια της Αννιώς και στο διάστημα που ζούσε ο πατέρας τους. Η εμβέλειά της είναι περίπου 5 χρόνια (γέννηση της Αννιώς 1850) και η έκτασή της φτάνει σχεδόν ως το θάνατο του πατέρα (1854).
Η 2η αναδρομή «Το μοιρολόγιον τούτο εσύνθεσεν... εξήλθε της αυλής μας». Είναι εξωτερική, με εμβέλεια περίπου ενός έτους (ο πατέρας πεθαίνει το 1854 ενώ η Αννιώ το 1855) και η έκτασή της είναι πολύ σύντομη καθώς περιγράφει γεγονότα μίας ημέρας μόνο.
Η 3η αναδρομή «Τότε μου ήλθεν εις τον νουν... πλήν μυστικήν ευδαιμονίαν». Είναι εσωτερική, καθώς αναφέρεται σε γεγονότα που συνέβησαν μετά το θάνατο του πατέρα, οπότε τίθεται στα χρονικά πλαίσια της κύριας αφήγησης. Η έκτασή της καλύπτει ένα επαναλαμβανόμενο γεγονός κατά τη διάρκεια ενός έτους, από το θάνατο του πατέρα μέχρι το θάνατο της Αννιώς.
Η 4η αναδρομή «Πολλοί είχον κατηγορήσει την μητέρα μου... εχήρευσε πολύ νεά». Είναι εξωτερική, η εμβέλειά της είναι ένας χρόνος, τότε δηλαδή που πέθανε ο πατέρας και η έκτασή της είναι οι δυο-τρεις μέρες που καλύπτουν το θάνατο, την αγρύπνια για τον νεκρό και την κηδεία του.
Η 5η αναδρομή «Η χρηματική μας περιουσία... δεν είχομεν πλέον πόθεν να ζήσωμεν». Είναι εσωτερική και η έκτασή της καλύπτει το διάστημα της ασθένειας της Αννιώς κατά το οποίο εξαντλήθηκε η περιουσία της οικογένειας.
Η 6η αναδρομή «Ήτο καθ’ ην εποχήν η μήτηρ μας ειργάζετο... –Αμ’ θρέψε δα πρώτα τον εαυτό σου και ύστερα βλέπουμε». Είναι εσωτερική και η έκτασή της είναι πολύ σύντομη καθώς καλύπτει τα γεγονότα μιας ημέρας.

β) Η δεύτερη κατηγορία αφηγηματικής οργάνωσης του χρόνου είναι η διάρκεια, δηλαδή η σχέση ανάμεσα στη χρονική διάρκεια των γεγονότων στην ιστορία, και στην έκταση που καταλαμβάνει η αφήγησή τους μέσα στο κείμενο.
Σε ό,τι αφορά τη διάρκεια διακρίνουμε τέσσερις κατηγορίες αφηγηματικού ρυθμού (ή ταχύτητας): τη σκηνή, την έλλειψη, την περίληψη ή σύνοψη και την παύση.

Η σκηνή χαρακτηρίζεται από την ισοχρονία ανάμεσα στην ιστορία και την αφήγηση (ΧΑ=ΧΙ). Ο Χρόνος της Αφήγησης συμπίπτει με το Χρόνο της Ιστορίας, όταν έχουμε διάλογο μεταξύ προσώπων και όταν έχουμε εσωτερικό μονόλογο.
Οι σκηνές όπου τα πρόσωπα της ιστορίας διαλέγονται μεταξύ τους είναι προφανείς και δηλώνονται μάλιστα τυπογραφικά με τις παύλες που εισάγουν τα λόγια κάθε προσώπου.
Οι εσωτερικοί μονόλογοι είναι οι σκηνές όπου επιχειρείται να δοθεί παραστατικότερα η συναισθηματική κατάσταση του προσώπου, φέρνοντας στην επιφάνεια την αδιάκοπη ροή σκέψεων, εικόνων, αναμνήσεων, συνειρμών και εντυπώσεων που διασχίζουν την ψυχή και το νου του ήρωα.
Παράδειγμα εσωτερικού μονολόγου έχουμε όταν ο Γιωργής, που έχει φύγει τρέχοντας από την εκκλησία όταν άκουσε την προσευχή της μητέρας, σταματά και προσπαθεί να θυμηθεί αν ποτέ έφταιξε σε κάτι στη μητέρα του. (σελ. 133)

Η έλλειψη συνιστά μορφή ανισοχρονίας που χαρακτηρίζεται από τη μεγαλύτερη δυνατή επιτάχυνση: ένα τμήμα της ιστορίας που οπωσδήποτε έχει κάποια διάρκεια, αποσιωπάται εντελώς από την αφήγηση (ΧΑ=0 <ΧΙ=ν). Η έλλειψη μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο εμφανής ή και υποθετική.
Κατά τη διάρκεια της απουσίας του αφηγητή-Γιωργή στο εξωτερικό, ο αφηγητής αγνοεί τι συμβαίνει στην οικογένειά του, οπότε πολλά γεγονότα αποσιωπώνται. «Εγώ έλειπον, μακράν, πολύ μακράν, και επί πολλά έτη ηγνόουν τι συνέβαινεν εις τον οίκον μας.»

Η περίληψη ή σύνοψη αποτελεί μορφή ανισοχρονίας που και αυτή χαρακτηρίζεται από ρυθμούς επιτάχυνσης, λιγότερου γοργούς όμως από αυτούς της έλλειψης. Ενδέχεται για παράδειγμα να συνοψιστεί μέσα σε λίγες φράσεις η ζωή ενός ανθρώπου (ΧΑ < ΧΙ).
Περίληψη έχουμε όταν ο αφηγητής, που απουσιάζει στο εξωτερικό, αποδίδει με 4 ρήματα την πορεία του πρώτου υιοθετημένου κοριτσιού. «Πρίν δε κατορθώσω να επιστρέψω, το ξένον κοράσιον ηυξήθη, ανετράφη, επροικίσθη και υπανδρεύθη, ως εάν ήτον αληθώς μέλος της οικογένειάς μας.»

Στην παύση ένα τμήμα της αφήγησης, που οπωσδήποτε έχει κάποια διάρκεια (έστω και ως αναγνωστικός χρόνος), δεν έχει αντίστοιχό του στην ιστορία (ΧΑ=ν > ΧΙ=0). Η αφήγηση, δηλαδή, συνεχίζεται, ενώ η ιστορία έχει χαθεί απ’ τα μάτια μας. Η συνέχιση της αφήγησης μπορεί να πάρει τη μορφή παρεκβάσεων, σκέψεων ή σχολίων του αφηγητή ή, πολύ συχνά, περιγραφών.
Στο διήγημα αυτό δεν υπάρχουν εκτενείς περιγραφές που να μπορούν να θεωρηθούν ως παύσεις, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στο Όνειρο στο κύμα, υπάρχουν όμως παρεκβάσεις κατά τις οποίες ο αφηγητής καταγράφει τις λαϊκές αντιλήψεις σχετικά με τις ασθένειες, όπου έχουμε εμφανείς παύσεις, καθώς ο χρόνος της αφήγησης συνεχίζεται, ενώ ο χρόνος της ιστορίας σταματά προσωρινά.
Για παράδειγμα: «Σαράντα ημερονύκτια. Διότι μέχρι τοσούτου.... Σώζουν την ψυχήν των.»

γ) Η τρίτη κατηγορία αφηγηματικής οργάνωσης είναι η συχνότητα, η οποία συνίσταται στη σχέση ανάμεσα στις φορές που ένα γεγονός συμβαίνει στην ιστορία και στις φορές που αυτό αναφέρεται στην αφήγηση.
Στο αμάρτημα της μητρός μου έχουμε κυρίως μοναδική αφήγηση, καθώς έχουμε μία αφήγηση αυτών που στην ιστορία συνέβησαν μία φορά. Εντούτοις, όταν η αφήγηση γίνεται από τη μητέρα έχουμε σημεία επαναληπτικής αφήγησης, μιας και επαναλαμβάνονται, έστω και με συνοπτικό τρόπο, η ασθένεια, ο θάνατος της Αννιώς, το γεγονός ότι ο πατέρας του Γιωργή τον αποκαλούσε «το αδικημένο του». Υπάρχει, επίσης, η ανασκευαστική επανάληψη σχετικά με τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις του Γιωργή απέναντι στην προφανή προσήλωση της μητέρας στη φιλάσθενη Αννιώ.

Ο Χρόνος της Ιστορίας

Σχετικά με τον ιστορικό χρόνο των γεγονότων αξίζει να καταγράψουμε μερικές βασικές χρονολογίες.
  • Το 1846 γεννιέται ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας ο Χρηστάκης.
  • Το 1847 γεννιέται και πεθαίνει η πρώτη Αννιώ. Η χρονιά του αμαρτήματος.
  • Το 1849 γεννιέται ο αφηγητής-Γιωργής.
  • Το 1850 γεννιέται η δεύτερη Αννιώ.
  • Το 1854 γεννιέται ο «κοιλιάρφανος» Μιχαήλος και πεθαίνει ο πατέρας των παιδιών.
  • Το 1855 πεθαίνει η δεύτερη Αννιώ. (Η χρονιά των γεγονότων του πρώτου μέρους του διηγήματος.)
  • Το 1860 περίπου, σε ηλικία δέκα ετών ο Γιωργής φεύγει για την Κωνσταντινούπολη.
  • Το 1875 σε ηλικία 26 ετών ο Βιζυηνός μαθαίνει από τη μητέρα του το αμάρτημά της.

Για τη χρονολόγηση της αποκάλυψης του αμαρτήματος από τη μητέρα στο Γιωργή, έχουμε μια σαφή αναφορά του ίδιου του αφηγητή. «Επί εικοσιοχτώ τώρα έτη βασανίζεται η τάλαινα γυνή...»
Τα 28 χρόνια, αν προστεθούν στη χρονιά του αμαρτήματος (1847), μας φέρνουν στο 1875.
Η επιβεβαίωση ότι το 1875 είναι η χρονιά της αποκάλυψης μας δίνεται και πάλι από τον αφηγητή. Δύο χρόνια μετά, αναφέρει ο αφηγητής, όταν ήρθε η μητέρα του να τον επισκεφτεί στην Κωνσταντινούπολη την πήγε στον Πατριάρχη, τον Ιωακείμ τον δεύτερο.
Τα δύο χρόνια που μεσολάβησαν από την αποκάλυψη, τοποθετούν την επίσκεψη στον Πατριάρχη στο 1877, μοναδική χρονολογία που θα μπορούσε να γίνει η συνάντηση της μητέρας με τον Πατριάρχη Ιωακείμ Β΄, καθώς εκείνος πέθανε τον αμέσως επόμενο χρόνο (1878).
Το 1878, η χρονιά θανάτου του Πατριάρχη, αποτελεί terminus ante quem για τη χρονολόγηση τόσο της εξομολόγησης της μητέρας, όσο και της αποκάλυψης του αμαρτήματος.
Η προσπάθεια του Παν. Μουλλά να τοποθετήσει τη συγγραφή του διηγήματος την ίδια χρονιά με την αποκάλυψη της μητέρας είναι λανθασμένη, καθώς δε λαμβάνει υπόψη του την επίσκεψη στον Πατριάρχη που έγινε δύο χρόνια μετά την αποκάλυψη και φυσικά το θάνατο του Πατριάρχη, που αποκλείει οποιαδήποτε προσπάθεια χρονολόγησης μετά το 1878.
Άρα, ο αφηγητής πολύ σωστά αναφέρει ότι η μητέρα του βασανίζεται για 28 χρόνια, υπολογίζοντας από τη χρονιά του αμαρτήματος (1847) μέχρι τη χρονιά της εκμυστήρευσης (1875).
Το γεγονός ότι η συγγραφή του διηγήματος έγινε λίγα χρόνια μετά (1882-3), δεν έχει καμία σχέση με τη χρονολόγηση των γεγονότων της ιστορίας.

Προοικονομία – Προϊδεασμός

Η προοικονομία προετοιμάζει κατάλληλα τον αναγνώστη για κάτι που πρόκειται να συμβεί ή να ακολουθήσει στη μελλοντική πορεία και εξέλιξη του μύθου. Ουσιαστικά, δηλαδή, η προοικονομία είναι ένας τρόπος να προ-ρυθμίζονται και να διευθετούνται από τα πριν μελλοντικές σκηνές και γεγονότα που θα ακολουθήσουν μέσα στη διαρκή ροή μιας αφήγησης. Αυτή η προ-ρύθμιση προετοιμάζει τον αναγνώστη να δεχθεί αργότερα κάτι και να το βιώσει ως απόλυτα φυσικό και λογικό.

Με τον προϊδεασμό ο αφηγητής μας δίνει μια γενική ιδέα, κάπως αόριστη βέβαια, για κάτι που πρόκειται να συμβεί μετά.

Η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην προοικονομία και τον προϊδεασμό είναι η εξής: η προοικονομία σχετίζεται πιο πολύ με την πλοκή του μύθου και των γεγονότων. Με την προοικονομία ένα μελλοντικό γεγονός του μύθου προετοιμάζεται κατάλληλα, για να το δεχτεί ο αναγνώστης ως κάτι το απόλυτα λογικό και φυσικό. Αντίθετα, με τον προϊδεασμό παίρνουμε μια μικρή υποψία, ένα είδος πρόγευσης και διαμορφώνουμε μια πρώτη γενική και αόριστη ιδέα για κάτι που θα συμβεί σε επόμενες στιγμές και στη μετέπειτα εξέλιξη του μύθου.

Στο Αμάρτημα της μητρός μου, ο αφηγητής οφείλει να προετοιμάσει τον αναγνώστη για δύο βασικά γεγονότα: το θάνατο της Αννιώς και την αποκάλυψη του αμαρτήματος από τη μητέρα στο γιο της.
  • Η προοικονομία του θανάτου της Αννιώς, η προετοιμασία δηλαδή του αναγνώστη, ώστε να δεχτεί το θάνατο του μικρού παιδιού ως κάτι το λογικό και αναμενόμενο γίνεται από την αρχή κιόλας του διηγήματος, με την αναφορά στη φιλάσθενη και καχεκτική φύση της. Επίσης, μέσα από το μοτίβο για την επιδείνωση της ασθένειας, ο αφηγητής κατορθώνει να συμφιλιώσει από νωρίς τον αναγνώστη με την ιδέα ότι το μικρό κορίτσι δε θα καταφέρει να επιβιώσει.
  • Η προοικονομία για την αποκάλυψη του αμαρτήματος γίνεται μέσα από δύο συγκρούσεις. Οι δυο αδερφοί του αφηγητή συγκρούονται με τη μητέρα τους, όταν αρνούνται να βοηθήσουν τη μητέρα στο μεγάλωμα του δεύτερου κοριτσιού, καθιστώντας σαφή την αδυναμία τους να κατανοήσουν την ενδόμυχη ανάγκη της μητέρας και τονίζοντας την απόστασή τους από τη μητέρα. Η δεύτερη σύγκρουση είναι με τον ίδιο τον αφηγητή, όταν εκφράζεται κι αυτός αρνητικά για το δεύτερο κορίτσι, προκαλώντας μεγάλη έκπληξη στη μητέρα, που θεωρούσε ότι τουλάχιστον ο Γιωργής θα αγαπούσε το Κατερινιώ και θα της συμπαραστεκόταν στην απόφασή της να το υιοθετήσει.

Προοικονομίες έχουμε βέβαια και για επιμέρους γεγονότα.
  • Η επιστροφή του Γιωργή από την ξενιτιά προοικονομείται μέσα από την υπόσχεσή του να κάνει λεφτά κι επιστρέφοντας να συντηρεί τη μητέρα του και το υιοθετημένο κορίτσι. Υπόσχεση που επαναλαμβάνεται από τη μητέρα, όταν έρχεται αντιμέτωπη με τις έντονες αντιρρήσεις των άλλων της γιων.
  • Ο μεγάλος σπαραγμός της μητέρας για το θάνατο της Αννιώς και η αναφορά του αφηγητή πως η μητέρα του στην πορεία συγκάλυψε απλώς το πένθος της, χωρίς να κατορθώσει να το μετριάσει, μας προετοιμάζουν για τις προσπάθειές της να αντιμετωπίσει τον πόνο της μέσα από τις υιοθεσίες.
  • Το πλάκωμα του βρέφους προοικονομείται με τις συχνές αναφορές της μητέρας στο πόσο κουραστική υπήρξε η μέρα του γάμου και το γλέντι που ακολούθησε καθώς και με την αναφορά της ότι πρέπει να θηλάσει το μωρό.

Προϊδεασμοί:
  • Η προσευχή της μητέρας στην εκκλησία, όπου αναφέρεται στην αμαρτία της, και την ακούει ο Γιωργής, αποτελεί προϊδεασμό για τη στιγμή της αποκάλυψης του αμαρτήματος στο γιο της.
  • Το γεγονός ότι η μητέρα ψάλει το μοιρολόγι, που είχε συντεθεί για τον άντρα της, για πρώτη φορά από τότε που ασθένησε η Αννιώ, αποτελεί προϊδεασμό για το θάνατο του παιδιού.
  • Η αναφορά του αφηγητή για τους ρουμπιέδες: «Τότε είχομεν ακόμη αρκετούς.», αποτελεί προϊδεασμό για τα μελλοντικά οικονομικά προβλήματα της οικογένειας.
  • Όταν ο Γιωργής αισθάνεται την ευωδία του θυμιάματος και αναφωνεί: «Ω!, απέθανε το καϋμένο το Αννιώ μας!», αποτελεί προϊδεασμό για το θάνατο του παιδιού.
  • Το σχόλιο του ενήλικα αφηγητή, σχετικά με τη δική του προσευχή να έρθει ο πατέρας να πάρει εκείνον για να γίνει καλά το Αννιώ, που άθελά του πληγώνει τη μητέρα του: «Πιστεύω να μ’ εσυγχώρησεν», αποτελεί προϊδεασμό για τη μετέπειτα σκηνή, όπου ενήλικας πλέον, θα ζητήσει συγνώμη από τη μητέρα του, για την ασπλαχνία του απέναντι στην ανάγκη της μητέρας να κρατήσει το υιοθετημένο κορίτσι. [Τα σχόλια αυτά του ενήλικα αφηγητή, που εκ των υστέρων κατανοεί τον πραγματικό πόνο της μητέρας του, προοικονομούν τις μελλοντικές του προσπάθειες να παρηγορήσει τη μητέρα του και να τη βοηθήσει να απαλλαγεί από τις ενοχές της.]
  • Η προετοιμασία που κάνει η μητέρα, τοποθετώντας τα ρούχα του πεθαμένου άντρα της στο κρεβάτι και παρακαλώντας τον να έρθει να «γιατρέψει» την Αννιώ, αποτελούν προϊδεασμό για το θάνατο του κοριτσιού.

Αφηγηματικά επίπεδα

Στο αμάρτημα της μητρός μου, έχουμε δύο επίπεδα:
  • το διηγητικό ή ενδοδιηγητικό επίπεδο, το οποίο συγκροτείται από τα γεγονότα που ανήκουν στην κύρια αφήγηση.
  • το μεταδιηγητικό ή υποδιηγητικό που περιλαμβάνει τη δευτερεύουσα αφήγηση της μητέρας.

Υπάρχει και το εξωδιηγητικό επίπεδο, που το συναντάμε στο Όνειρο στο κύμα, με την υπογραφή του συγγραφέα (Δια την αντιγραφήν). Το επίπεδο αυτό περιλαμβάνει οτιδήποτε είναι εξωτερικό σε σχέση με το κείμενο, όπως ενδείξεις ότι ο συγγραφέας αναπαράγει μια ιστορία που δεν είναι δική του.

Δομή – Πλοκή – Ιστορία

Δομή είναι ο τρόπος και η τεχνική με την οποία τα μέρη ενός κειμένου οργανώνονται σε σύνολο. Με αυτή την οργάνωση εξασφαλίζεται ο μέγιστος βαθμός συνοχής του λογοτεχνικού κειμένου.
Με τον όρο δομή υπονοούνται δύο πράγματα: α) τα μέρη από τα οποία αποτελείται ένα λογοτεχνικό κείμενο και β) ο τρόπος με τον οποίο τα μέρη αυτά «χτίζονται» σε οργανωμένο σύνολο.
Στο αμάρτημα της μητρός μου, ο συγγραφέας θέλει να παρουσιάσει τις αναμνήσεις που είχε από τα παιδικά του χρόνια, τα γεγονότα που έμαθε όσο καιρό απουσίαζε, τις εμπειρίες της ενήλικης ζωής του και την παρουσίαση των γεγονότων από τη μητέρα του. Αυτές οι διακριτές ενότητες πρέπει να δομηθούν σ’ ένα οργανωμένο σύνολο με τέτοιο τρόπο, ώστε η μετάβαση από το ένα μέρος στο άλλο να γίνεται ομαλά και με τη μέγιστη δυνατή συνοχή.

Πλοκή είναι ο τρόπος με τον οποίο ο δημιουργός του λογοτεχνικού κειμένου οργανώνει και παρουσιάζει το αφηγηματικό του υλικό (=γεγονότα, περιστατικά, επεισόδια, συγκρούσεις) και προωθεί την εξέλιξη του μύθου. Οι όποιες, βέβαια, επιλογές του συγγραφέα αποβλέπουν σ’ έναν, κυρίως στόχο: να εκθέσει έτσι τα γεγονότα του μύθου, ώστε να προκαλείται συνεχώς το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Αν η δομή υποδηλώνει περισσότερο την εξωτερική αρχιτεκτονική του λογοτεχνικού κειμένου, η πλοκή ισοδυναμεί με την εσωτερική αρχιτεκτονική και την οργάνωση-εξέλιξη των περιστατικών του μύθου.

Η ιστορία αποτελείται από μια σειρά γεγονότων, αληθινών ή μυθοπλαστικών, διευθετημένων με βάση τις χρονικό-αιτιολογικές σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ τους πλοκή είναι η αφήγηση αυτών των γεγονότων, η οποία αυτόματα συνεπάγεται την καλλιτεχνική τους αναδιάρθρωση, μέσα απ’ την κατάργηση των χρονικών και αιτιακών σχέσεων, την προσθήκη σχολίων ή παρεκβάσεων κτλ. Είναι προφανές, επομένως, ότι η ίδια ιστορία μπορεί να δοθεί μέσα από πολλές διαφορετικές πλοκές, θεωρητικά άπειρες.

Στοιχεία Πλοκής

Στα αφηγηματικά κείμενα υπάρχει ένα (ή και περισσότερα) συγκεκριμένο «γεγονός», που συντελεί στην προώθηση του μύθου. Το γεγονός αυτό ονομάζεται στοιχείο πλοκής. Όταν στη σταδιακή εξέλιξη του μύθου καταργείται ένα στοιχείο πλοκής, ο συγγραφέας αυτόματα εισάγει και δημιουργεί ένα άλλο. Έτσι μονάχα εξασφαλίζεται η περαιτέρω προώθηση του μύθου.
  • Το πρώτο εμφανές στοιχείο πλοκής στο αμάρτημα της μητρός μου, είναι η ασθένεια της Αννιώς που προωθεί το μύθο κατά το πρώτο μέρος της ιστορίας.
  • Παράλληλα, υπάρχει ως διαρκέστερο στοιχείο πλοκής η ασίγαστη ενοχή της μητέρας, που διατρέχει την ιστορία μέχρι το τέλος της και ωθεί τη μητέρα διαρκώς σε νέες απόπειρες εξιλέωσης.
  • Επίσης, υπάρχει το ανομολόγητο αμάρτημα της μητέρας, που διατηρεί την απορία του αναγνώστη και οδηγεί σε πλάνη τον αφηγητή.
Αφηγηματικοί Τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι περιλαμβάνουν: την αφήγηση, το διάλογο, τον πλάγιο λόγο, τον ελεύθερο πλάγιο λόγο, τον εσωτερικό μονόλογο, την περιγραφή, τα σχόλια.

Η αφήγηση αποτελεί την κύρια αφηγηματική πράξη κατά την οποία ο αφηγητής μας διηγείται τη σειρά γεγονότων που αποτελούν την ιστορία του.
Στο αμάρτημα της μητρός μου, έχουμε μεικτό τρόπο αφήγησης, καθώς συνδυάζεται η αφήγηση με τον διάλογο. Η αφήγηση γίνεται με μίμηση, μιας και ο αφηγητής, που είναι ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας, μας διηγείται τα γεγονότα σε πρώτο πρόσωπο.

Στα πλαίσια της αφήγησης παρουσιάζονται διάφορα πρόσωπα, τα λόγια των οποίων ο αφηγητής παρουσιάζει είτε με ευθύ λόγο, σ’ έναν διάλογο, είτε με πλάγιο λόγο, είτε, τέλος, με ελεύθερο πλάγιο λόγο.

Ο ευθύς λόγος είναι εμφανής και τυπογραφικά, με τη χρήση παύλας κάθε φορά που μεταφέρονται αυτούσια τα λόγια κάποιου προσώπου.
Για παράδειγμα έχουμε τον διάλογο ανάμεσα στη μητέρα και τον αφηγητή-Γιωργή:
- Το θυμάσαι το Αννιώ μας; με ηρώτησε μετά τινας στιγμάς πληκτικής σιωπής.
- Μάλιστα, μητέρα! Πώς δεν το θυμούμαι! Ήταν η μόνη μας αδελφή, κ’ εξεψύχησεν εμπρός στα μάτια μου.
- Ναί! μέ είπεν, αναστενάξασα βαθέως, αλλά δεν ήτο το μόνο μου κορίτσι!...

Με τον πλάγιο λόγο ο αφηγητής μεταφέρει τα λόγια των προσώπων, δηλώνοντας όμως με τα ρήματα εξάρτησης πως καταγράφει τα λόγια ενός άλλου προσώπου.
Για παράδειγμα:
... παρέλαβεν η μήτηρ μου το θετόν αυτής θυγάτριον εκ των χειρών του ιερέως, αφού πρώτον υπεσχέθη εις επήκοον πάντων, ότι θέλει αγαπήσει και αναθρέψει αυτό, ως εάν ήτο σαρξ εκ της σαρκός και οστούν εκ των οστών της.

Ο ελεύθερος πλάγιος λόγος αποτελεί μια συγκεκριμένη τεχνική, η οποία δίνει στον αφηγητή τη δυνατότητα να μεταφέρει τα λόγια, τις σκέψεις, τις διαθέσεις ή τα συναισθήματα ενός άλλου προσώπου, χωρίς να αλλάξει την τριτοπρόσωπη αφήγηση ούτε το βασικό αφηγηματικό χρόνο.
Για παράδειγμα:
«Διότι η μήτηρ μας εθύμωνε, και δεν έστεργε να καταβροχθίζωμεν ημείς ό,τι επεθύμει να είχε γευθή καν η ασθενής της κόρη.»
«Τούτο μεν, δια να μην τον δυσαρεστήση, τούτο δε....»

Με τον εσωτερικό μονόλογο επιχειρείται να δοθεί παραστατικότερα η συναισθηματική κατάσταση του προσώπου, φέρνοντας στην επιφάνεια την αδιάκοπη ροή σκέψεων, εικόνων, αναμνήσεων, συνειρμών και εντυπώσεων που διασχίζουν την ψυχή και το νου του ήρωα.
Για παράδειγμα:
«Οι λόγοι ούτοι, και ο τρόπος με τον οποίον τους επρόφερεν, ενέβαλον την καρδίαν μου εις μεγάλην ταραχήν. Τι είχε να μ’ εμπιστευθή η μήτηρ μου χωριστά από τους αδελφούς μου; Όλας τας κατά την απουσίαν μου δυστυχίας της μοι τας είχεν αφηγηθη. Όλον τον προτού της βίον τον εγνώριζον ωσάν παραμύθι. Τί ήτο λοιπόν αυτό που μας απέκρυπτε μέχρι τούδε; πού δεν ετόλμησε να φανερώση εις κανένα πλην του Θεού και του πνευματικού της;»

Με την περιγραφή ο αφηγητής παρουσιάζει χώρους, τοποθεσίες και πρόσωπα, επιτρέποντας στον αναγνώστη να σχηματίσει στη σκέψη του τις ανάλογες εικόνες. Στο αμάρτημα της μητρός μου βρίσκουμε σύντομες περιγραφές, που λειτουργούν συμπληρωματικά προς το αφηγηματικό υλικό.
Για παράδειγμα, όταν ο αφηγητής περιγράφει το πρόσωπο της Αννιώς, μας δίνει την ευκαιρία όχι μόνο να σχηματίσουμε μια εικόνα για το πως έμοιαζε η μικρή του αδερφή, αλλά και να αντιληφθούμε την άμεση συμπάθεια που προκαλούσε σ’ όποιον την αντίκριζε.

Τα σχόλια του αφηγητή αποτελούν κάποτε συνειρμικές κρίσεις που ενδέχεται να αποκλίνουν από τον κύριο αφηγηματικό κορμό, όπως αυτό συμβαίνει συχνά στα κείμενα του Γιώργου Ιωάννου. Στο αμάρτημα της μητρός μου, εντοπίζουμε σχόλια του ενήλικα αφηγητή που παρεμβαίνει στην αφήγηση του παιδιού αφηγητή.
Για παράδειγμα: «Δεν ησθανόμην ο ανόητος ότι τοιουτοτρόπως εκορύφωνα την απελπισίαν της! Πιστεύω να μ’ εσυγχώρεσεν.» 

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΙΖΥΗΝΟΥ: «ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Claude Monet

Γεωργίου Βιζυηνού: «Το Αμάρτημα Της Μητρός Μου»

Ειδικοί στόχοι

Με τη διδασκαλία της ενότητας αυτής επιδιώκεται οι μαθητές:
• Να απολαύσουν ένα από τα ωραιότερα διηγήματα του Βιζυηνού.
• Να διεισδύσουν στον κόσμο του συγγραφέα, στην τεχνική της γραφής του, στην πολυμορφία της γλώσσας του.
• Να εστιάσουν το αναγνωστικό και ερμηνευτικό τους ενδιαφέρον στα κορυφαία σημεία του διηγήματος.
• Να παρακολουθήσουν την πλοκή, να αναζητήσουν και να σχολιάσουν το στοιχείο της έκπληξης, της αγωνίας και του αινίγματος αρχίζοντας από τον τίτλο του διηγήματος.
• Να εξοικειωθούν με τις αφηγηματικές επιλογές του συγγραφέα, το είδος της αφήγησης, τη χρήση του αφηγηματικού χρόνου και να αξιολογήσουν την εξέλιξη της ιστορίας με βάση τα αφηγηματικά στοιχεία του κειμένου.


Επισημάνσεις
• Αναγκαία είναι η ανάδειξη του αυτοβιογραφικού και βιωματικού στοιχείου του κειμένου.
• Κατά τη διδασκαλία πρέπει να εντοπιστούν τα ψυχογραφικά χαρακτηριστικά του διηγήματος.
• Θα πρέπει να καταδειχθεί επίσης η κυριαρχία του μέτρου στην απόδοση του δράματος και η απουσία ακροτήτων και υπερβολών.
• Θα πρέπει να συζητηθούν επίσης όσα σημεία του κειμένου αποκαλύπτουν τη διείσδυση στο ψυχικό βάθος των κειμενικών προσώπων.
• Ο λαογραφικός θησαυρός στο Αμάρτημα της μητρός μου (λαϊκές αντιλήψεις για την έκβαση της αρρώστιας, ιεροτελεστικό ανακάλημα της ψυχής ενός πεθαμένου προσφιλούς προσώπου, το εθιμικό της υιοθεσίας κ.ά) μπορεί να αποτελέσει υπόβαθρο για γόνιμες συζητήσεις.
• Μπορεί επίσης να διερευνηθεί το ηθογραφικό στοιχείο του κειμένου, όπως προκύπτει, εκτός των άλλων, από τον κύκλο της θρησκευτικής ζωής: γέννηση, θάνατος, χαρές, πίκρες.
• Αξιοπρόσεκτος είναι ακόμα ο μικρόκοσμος που αναδύεται μέσα από τις πολλαπλές σχέσεις των ατόμων.
• Αναγκαία είναι η εστίαση της προσοχής στα εξής ζητήματα:
– την ωριμότητα στην τεχνική της δομής
– τη λειτουργία των περιγραφών στο σώμα της αφήγησης
– τη μυθοπλασία του Βιζυηνού
– τη δυαδική αφηγηματική δομή (οπτική γωνία του αφηγητή και οπτική γωνία της μητέρας).
• Καθώς το διήγημα αποτελεί ψυχολογική ανάλυση οικογενειακών σχέσεων, ας προσεχθούν ιδιαίτερα η σχέση αφηγητή-μητέρας και η σχέση μητέρας με τα αρσενικά και τα θηλυκά παιδιά. Η μελέτη αυτών των σχέσεων θα βοηθήσει την κατανόηση των χαρακτήρων.
• Η κατανόηση με την αποκάλυψη και κάθαρση του τέλους θα ήταν χρήσιμη από κάθε άποψη.

Δείτε επίσης:

Γεώργιος Βιζυηνός «Το αμάρτημα της μητρός μου»

Γεώργιος Βιζυηνός «Το αμάρτημα της μητρός μου»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Claude Monet

Γεώργιος Βιζυηνός «Το αμάρτημα της μητρός μου»

Δίνει την εντύπωση αυτοβιογραφικού κειμένου, λόγω της κτητικής αντωνυμίας στον τίτλο, της πρωτοπρόσωπης αφήγησης και των ονομάτων του αφηγητή – το Γιωργί, ο Γιωργής – και της μητέρας του Δεσποινιώ ή Μηχαλιέσσα – που ταυτίζονται με τα ονόματα του συγγραφέα και της μητέρας του.
Η αφήγηση ανελίσσεται με το διάλογο του αφηγητή και της μητέρας του. Ο λόγος της μητέρας είναι το αντικείμενο του λόγου του αφηγητή και συγκεκριμένα η σχέση μεταξύ του λόγου του παρόντος (των πράξεων της μητέρας, των οποίων είναι αυτόπτης μάρτυς ο αφηγητής) και του παρελθόντος (της αφήγησης της μητέρας για τα συμβάντα). Η διάκριση αυτή όμως παρουσιάζει μια ρωγμή, διότι ο λόγος της μητέρας ορίζει το λόγο του αφηγητή, ο λόγος του αφηγητή δηλαδή δεν μπορεί να παρατηρήσει εκ των έξω το λόγο της μητέρας, δεν μπορεί να τον εξηγήσει αντικειμενικά, αλλά βρίσκεται ταυτόχρονα σε κριτική απόσταση και συναισθηματική εξάρτηση από αυτόν.
Ο αφηγητής και η μητέρα του είναι τα μόνα πρόσωπα με αφηγηματικές λειτουργίες στο κείμενο˙ τα υπόλοιπα πρόσωπα αποτελούν απλώς σημεία αναφοράς, σημάδια ότι υπάρχει κοινωνία και οικογένεια. Έτσι, η δυαδική αφηγηματική δομή προσφέρει δύο δυνατότητες εισόδου: από την οπτική γωνία του αφηγητή ή από την οπτική γωνία της μητέρας...
... η οπτική γωνία της μητέρας παραμένει αμετάβλητη καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης, ενώ η οπτική γωνία του αφηγητή μεταβάλλεται, καθώς κατανοεί καλύτερα τόσο το τι έχει συμβεί όσο και από ποια αιτία διέπεται η συμπεριφορά της μητέρας. Η μεταβολή της οπτικής γωνίας του αφηγητή υποβοηθείται από τη μεγάλη διάρκεια της αφήγησης και από το γεγονός ότι αυτός δεν αφηγείται από ένα ορισμένο χρονικό σημείο αλλά παρακολουθεί τα γεγονότα αφηγούμενος ταυτόχρονα, από μικρό παιδί έως ώριμος άνδρας.

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Μεταξύ φαντασίας και μνήμης, Αναγνώσεις 3 – Εστία, 1994, σσ. 31-32.

Το διήγημα, ήδη στην πρώτη του σελίδα, προσδιορίζει τα αντιθετικά ζεύγη που θα καθορίσουν το νόημα: το πρώτο ζεύγος, ο ενικός και ο πληθυντικός αριθμός˙ το δεύτερο, το κορίτσι και τα αγόρια˙ το τρίτο, ο νεκός (πατέρας που τα ρούχα του ντύνουν τα αγόρια) και οι ζωντανοί (μητέρα και παιδιά)˙ το τέταρτο, το συναίσθημα ή η πρόθεση (η αδέκαστος ενδόμυχος στοργή της μητρός) και οι πράξεις, που φυσικά γεννούν ζηλοτυπίες˙ το πέμπτο, η γνώση και οι απορίες. Τα πέντε αυτά ζεύγη θα οροθετήσουν την αναζήτηση του νοήματος, τον προσδιορισμό δηλαδή του αμαρτήματος, που προεξαγγέλλεται ήδη με τον τίτλο του διηγήματος.

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Μεταξύ φαντασίας και μνήμης, ό.π., σ. 36.

Στο πρώτο μέρος του διηγήματος, ο λόγος του αφηγητή περιστρέφεται γύρω από την εμπειρία του από την αδελφή του την Αννιώ. Στο δεύτερο μέρος, ο λόγος του αφηγητή, ο οποίος επιστρέφει «μετά μακράν απουσίαν», ασχολείται με το λόγο της μητέρας που περιστρέφεται γύρω από την εμπειρία της από την πρώτη κόρη της, την Αννιώ. Η χρονικά πρότερη εμπειρία στο επίπεδο της ιστορίας παρουσιάζεται μετά τη χρονικά ύστερη (ανάληψη, κατά Genette). Όμως ο αναχρονισμός αυτός λειτουργεί ερμηνευτικά ως προς τον αναγνώστη, διότι του δείχνει ότι ο λόγος του αφηγητή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, ο λόγος της αυθεντίας δηλαδή, έχει διαμορφωθεί με βάση την πλάνη. Ο αναγνώστης καλείται να βρει ο ίδιος ποιος είναι αξιόπιστος και να μην αρκείται στις συμβάσεις.

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Μεταξύ φαντασίας και μνήμης, ό.π., σ. 40.

Το αμάρτημα ορίζεται ως παράβαση του ηθικού ή του θείου νόμου. Στο διήγημα η μητέρα αναφέρεται στην αμαρτία της, όταν εξηγεί στον αφηγητή πως, έχοντας περάσει ένα βράδυ χορού και διασκέδασης, πήγε να θηλάσει το παιδί της, την πήρε ο ύπνος από την κούραση, «το πλάκωσε» κι όταν ξύπνησε «ήταν απεθαμένο». Η αμέλειά της οδήγησε στο θάνατο του παιδιού της, διότι παρέβη τον ηθικό νόμο που καθορίζει τα μητρικά της καθήκοντα. Αυτό είναι το αμάρτημα της μητέρας, ή μάλλον το πρώτο της αμάρτημα στο χρόνο της ιστορίας. Είναι όμως το δεύτερό της αμάρτημα στο χρόνο – και στο χώρο – της αφήγησης...
Η εκπεφρασμένη επιθυμία της μητέρας να «πάρει» ο Θεός τα αγόρια της και να της «αφήσει» το κορίτσι συνιστά αμάρτημα...
Το δεύτερο, ως προς τον ιστορικό χρόνο, αμάρτημα είναι το πρώτο ως προς τον αφηγηματικό χρόνο, διότι μόνο έτσι γίνεται σαφής η σημασία της επιθυμίας ως συστατικού στοιχείου του αμαρτήματος.

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Μεταξύ φαντασίας και μνήμης, σσ. 45-47.

Αφηγηματικά Χαρακτηριστικά

Σχολιασμός αφήγησης: η ιστορία δίνεται μέσα από την περιορισμένη προοπτική του αφηγητή – πρωταγωνιστή. Η αφήγηση είναι μεταγενέστερη των γεγονότων και η εστίαση τείνει να γίνει συγχρονική, με αποτέλεσμα να συμμεριζόμαστε τις ανησυχίες, τους φόβους και τις απορίες μιας παιδικής συνείδησης. Παράλληλα, είναι εμφανής η διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και στην παιδική συνείδηση που προσλαμβάνει τα συμβάντα. Επίσης, πιο περίπλοκη και εσωτερικότερη είναι η αφηγηματική προοπτική του Βιζυηνού˙ οριοθετεί τη μετάβαση από τη διήγηση στην αφήγηση, από την ιστορία στην πεζογραφία.

Σχολιασμός πλοκής: έντονα είναι τα χαρακτηριστικά έκπληξης, της αγωνίας και του αινίγματος. Το διήγημα εξυφαίνεται και παρουσιάζεται κατά τέτοιο τρόπο, που θα ταίριαζε σε αστυνομικές ιστορίες.

Άλλα στοιχεία: η ποικιλία της γλώσσας και ο τρόπος που υπηρετεί το κείμενο – η χρήση του χρόνου (προλήψεις – αναλήψεις) που σπάει την ευθύγραμμη αφήγηση και έτσι παύει να είναι γραμμικός – ο ρυθμός στην εξέλιξη του μύθου σε αναλογία με το «μπρος-πίσω» του χρόνου – η ωριμότητα στην τεχνική της δομής -, η χρήση του διαλόγου, καθώς αποβάλλεται ο καθωσπρεπισμός και πλησιάζει τον λόγο της καθημερινότητας (αν και μερικές φορές συμβαίνει το αντίθετο: λόγια απλών ανθρώπων ευπρεπίζονται «επί το καθαρότερον»).

Εστίαση του αναγνωστικού και ερμηνευτικού ενδιαφέροντος στις σημαντικότερες σκηνές του διηγήματος: ... πάρε μου όποιο θέλεις κι άφησέ μου το κορίτσι... – διάσωση του Γιωργή στο ποτάμι – επίκληση του πνεύματος του πεθαμένου πατέρα πριν από το θάνατο της Αννιώς – αναδρομική αφήγηση – «εξομολόγηση» του αμαρτήματος στον Γιωργή – εξομολόγηση στον Πατριάρχη.

Ψυχογραφικά Χαρακτηριστικά
Το διήγημα αποτελεί ψυχολογική ανάλυση οικογενειακών σχέσεων: σχέση αφηγητή – μητέρας, σχέση μητέρας με τα αρσενικά παιδιά της, σχέση μητέρας με τα θηλυκά παιδιά της.
Έντονο το αυτοβιογραφικό και το βιωματικό στοιχείο.
Η επιμονή του συγγραφέα στον εσωτερικό κόσμο των κειμενικών προσώπων, η διείσδυση στο ψυχικό βάθος, οι αληθινές σχέσεις των προσώπων.
Η σωστή περιγραφή στην απόδοση του δράματος της μητέρας.
Κυριαρχία του μέτρου στην απόδοση του δράματος, χωρίς ακρότητες και υπερβολές.
Η αποκάλυψη και η κάθαρση του τέλους.

Λαογραφικά Στοιχεία
Από το διήγημα περνάει όλος ο κύκλος της θρακιώτικης ζωής: γέννηση, θάνατος, χαρές, πίκρες...
Ο λαογραφικός θησαυρός στην πεζογραφία του Γ. Βιζυηνού και ειδικότερα στο «Αμάρτημα της μητρός μου»: λαϊκές αντιλήψεις για την έκβαση της «αρρώστιας», ιεροτελεστία επίκλησης της ψυχής ενός πεθαμένου προσφιλούς προσώπου, το εθιμικό της υιοθεσίας κ.ά.π.
Στο διήγημα συντελείται η αποκάλυψη ενός ολόκληρου μικρόκοσμου μέσα από τις πολλαπλές σχέσεις των ατόμων που το αποτελούν με το φυσικό και μεταφυσικό τους περιβάλλον και όχι απλώς η διεύρυνση ενός συγκεκριμένου και περιορισμένου ανθρώπινου τοπίου.
Έντονο και προς εξέταση το ανάγλυφο ηθογραφικό στοιχείο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...