Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Ιωάννου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Ιωάννου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Γιώργος Ιωάννου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Γιώργος Ιωάννου

Εργοβιογραφικά στοιχεία


Ο Γιώργος Ιωάννου γεννήθηκε το 1927 στη Θεσσαλονίκη. Το 1955 άλλαξε επίσημα το επίθετό του, από Σορολόπης σε Ιωάννου. Το 1950 πήρε το πτυχίο Φιλολογίας από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Από το 1958 ως το 1965 συνεργαζόταν με το λογοτεχνικό περιοδικό Διαγώνιος και ήταν ο κυριότερος συνεργάτης του περιοδικού Ελεύθερη γενιά, που εξέδιδε το Υπουργείο Παιδείας από το 1976 ως το 1981. Για το Δικό μας αίμα πήρε το 1980 το πρώτο Κρατικό βραβείο πεζογραφίας. Το 1982 κυκλοφόρησε ο δίσκος Κέντρο Διερχομένων με έντεκα τραγούδια σε στίχους δικούς του και μουσική Νίκου Μαμαγκάκη. Το πεζό του Η δασκάλα έγινε ταινία και το 1983 κυκλοφόρησε η κασέτα Γιώργος Ιωάννου - Διηγήματα, όπου ο ίδιος διαβάζει τα κείμενά του: Οι τσιρίδες, Τα κεφάλια, Παναγιά η Ρευματοκρατόρισσα, Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας και Ομίχλη. Το Φεβρουάριο του 1985 πέθανε μετά από μετεγχειρητικές επιπλοκές.
Έγραψε: Ηλιοτρόπια, Ποιήματα (1954), Τα Χίλια Δέντρα, Ποιήματα (1963), Για ένα φιλότιμο, Πεζογραφήματα (1964), Η Σαρκοφάγος, Πεζογραφήματα (1971), Η μόνη κληρονομιά, Διηγήματα (1974), Το δικό μας αίμα. Πεζογραφήματα (1978), Ομόνοια, Πεζογράφημα (1980), Επιτάφιος θρήνος, Διηγήματα (1980), Πολλαπλά κατάγματα, Πεζογράφημα (1981), Κοιτάσματα, Πεζά κείμενα (1981), Καταπακτή, Πεζογραφήματα (1982), Εφήβων και Μη, Πεζά κείμενα (1982), Η Μεγάλη Άρκτος, Θεατρικός μονόλογος, Περιοδικό Θέατρο (1981), Το αυγό της κότας, Θεατρικό (1981), Εύφλεκτη χώρα, Πεζά κείμενα (1982), Αλεξάνδρεια,(1916), Ημερολόγιο Φιλίππου Δραγούμη, (1984), Η πρωτεύουσα των προσφύγων, Πεζογραφήματα (1984), Ο της φύσεως έρως, Δοκίμια (1985), Ο Πίκος και η Πίκα, Παραμύθι (1986), Φυλλάδιο, Περιοδικό πνευματικής ζωής, Τεύχη 8 (1978-1985), Τα δημοτικά μας τραγούδια,(1966). Επιμελήθηκε: Μαγικά παραμύθια του Ελληνικού λαού (1966), Παραλογές,(1970), Καραγκιόζης, Τόμοι 3 (1971-2), Τα παραμύθια του λαού μας,(1973).
Μετέφρασε: Τα Τραγούδια της Σιλεσίας του Τσέχου ποιητή Πετρ Μπεζρούτς (1959), Ευριπίδη, Ιφιγένεια η εν Ταύροις (1969), Στράτωνος Μούσα Παιδική (1980).

Ο Γιώργος Ιωάννου συγκαταλέγεται ανάμεσα στους αξιολογότερους πεζογράφους της μεταπολεμικής μας λογοτεχνίας. Αντλεί τα θέματά του κυρίως από βιώματα και το έργο του κινείται ανάμεσα σε εξομολογήσεις και εσωτερικούς μονολόγους, αγγίζοντας πάντα τις έννοιες έρωτας και θάνατος. Στα περισσότερα πεζογραφήματά του επικρατεί μια έντονη ποιητική διάθεση. Η λογοτεχνική, αλλά και η άλλη πεζογραφική, παραγωγή του χαρακτηρίζονται από μια άψογη γλώσσα και πρωτοτυπία ως προς το ύφος και ως προς το είδος, γιατί ο Γ.Ι. δημιούργησε ένα νέο είδος πεζού λόγου το “πεζογράφημα”, όπως το ονομάζει. Πρόκειται για σύντομες πρόζες με ανάμεικτα χαρακτηριστικά διηγήματος, χρονικού ή δοκιμίου, που συμπληρώνονται με συμπεράσματα, σκέψεις και σχόλια του συγγραφέα, και από τα οποία απουσιάζει ο διάλογος. Είναι αυτό που λέει στο Εις εαυτόν: “κάτι σαν εξομολογητικό δοκίμιο”.


Η κριτική για το έργο του
«Το γιατί ο Ιωάννου είναι ένας από τους κορυφαίους πεζογράφους μας το έχει εξηγήσει με πειστικότητα η κριτική. Συνοψίζοντας την αξιολόγησή της θα λέγαμε ότι το έργο του, εκτός από την ενάργεια με την οποία απεικονίζει την ανθρώπινη μοίρα, αποτελεί και κομβικό σταθμό για την πεζογραφία μας. Κι αυτό γιατί η γραφή του με την ιδιότυπη και καίρια διατύπωσή της αποτέλεσε έναν βαθύ της εκσυγχρονισμό. ένα συμβάδισμά της, θα προσθέταμε, με τις πλέον ουσιώδεις σύγχρονές της εκφράσεις του δυτικού πεζογραφικού λόγου, το οποίο συνέβαλε αποφασιστικά στην ανανέωση της πεζογραφίας μας. Το ιδιαίτερο στην περίπτωση του Ιωάννου είναι ότι αυτός ο εκσυγχρονισμός υπήρξε ενδογενής. ότι ο Ιωάννου τον κατόρθωσε όχι συνομιλώντας με τις σύγχρονές του δυτικές αναζητήσεις, όπως σχεδόν πάντοτε συμβαίνει στη λογοτεχνία μας, αλλά με τη σύνθεση και τη συγχώνευση σ’ ένα δραστικό κράμα των πλέον ζωτικών στοιχείων της νεοελληνικής πεζογραφικής διαχρονίας. Όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Μπόρχες ή ο Καλβίνο, ο Ιωάννου είναι ένας ποιητής που έγραφε σε πρόζα. Μια πρόζα βέβαια εντελώς διαφορετική από εκείνη των ποιητικιζόντων πεζογράφων. Το νέο πεζογραφικό ύφος που δημιούργησε, και που γονιμοποίησε τη γραφή πολλών νεότερων ομοτέχνων του, προσγείωσε τη λυρικών διαθέσεων πεζογραφία μας σε ποιητικά εδάφη ρεαλιστικότερα, αποπεζοποιώντας ταυτόχρονα και τη ρεαλιστική μας πεζογραφία.
Ο Ιωάννου μυθοποιεί ρεαλιστικά τη βίωση από τον αυτοβιογραφούμενο ήρωα των πεζογραφημάτων του της προσωπικής του μοίρας, με μια γραφή που αναπαριστά τις περιπέτειές του με μιαν οπτική καθαρότητα ονείρου. Και είναι αυτή η περίτεχνη μυθοποίηση και η οντολογική διάσταση που αυτή παρέχει στην απεικόνιση του κόσμου του που θα κάνουν, πιστεύω, το έργο του να διαβάζεται, στις μέρες που θα έρθουν, όπως διαβάζεται σήμερα το έργο του Βιζυηνού και του Παπαδιαμάντη».

(Νάσος Βαγενάς, Μετά είκοσι έτη, εφ. Το Βήμα, 18-9-2005)

«Πεζογραφήματα χαρακτηρίζονται στον υπότιτλο τα εικοσιδύο σύντομα κείμενά του (Για ένα φιλότιμο). και ο προσδιορισμός αυτός, έτσι στη γενικότητά του, είναι ο μόνος σωστός, αφού ούτε στο διήγημα, ούτε σε κανένα άλλο από τα γνωστά είδη μπορούν να ενταχθούν οι ιδιότυπες αυτές σελίδες, όπου ο εξομολογητικός προσωπικός τόνος και η καίρια παρατήρηση του περιβάλλοντος κόσμου εναλλάσσονται, με περίπου “παπαδιαμάντεια αδιαφορία” για τους κανόνες μιας τεχνικής, για την τήρηση κάποιων παραδεδεγμένων ή πειστικών αφηγηματικών συμβάσεων. Βέβαια, μια αλλιώτικη σύμβαση είναι και η καινοτροπία του νέου συγγραφέα - τι άλλο, αφού περί τέχνης πρόκειται; - που απορρίπτοντας κάθε μύθο, πλοκή, πρόσωπα, επιδιώκει μια ευθύβολη σκόπευση του καλλιτεχνικού του στόχου- την άμεση επαφή με τα πράγματα για ν’ αποκομίσει ανόθευτη τη στυφή τους γεύση, για να γνωρίσει σε γενικά και ανυπέρβατα πλαίσια την ανθρώπινη μοίρα μας».

(Αλέξανδρος Κοτζιάς, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι, Κριτικά κείμενα, Κέδρος, 1982, σελ.42)

«Μιλώντας για την “ποιητική” της πεζογραφίας του Ιωάννου, αναφερθήκαμε στις μετέωρες φράσεις που βρήκαμε στις πρόζες του. Πιστεύουμε ότι ο Γ. Ιωάννου δημιουργεί πολύ συχνά την αίσθηση του ατελείωτου και του μετέωρου, για να δώσει μια ποιητική διάσταση στο κείμενό του.[...] Ακόμη αφήνει μια αίσθηση ότι προφητεύει. Παρομοίως και στη φράση από το † 13-12-’43: “Δεν είναι δυνατόν να διαφέρω τόσο πολύ απ’ τους άλλους. Άνθρωπος είμαι κι εγώ. Κι όμως αυτή η διαφορά είναι που με καίει”. Αναγνωρίζει ότι διαφέρει, έχει συνειδητοποιήσει “τη διαφορά”, εμάς όμως δε μας κατατοπίζει».

(Ελευθερία Κρούπη-Κολώνα, Ο Γιώργος Ιωάννου και τα πεζογραφήματά του, Γρηγόρη, Αθήνα, 2005, σελ. 66)

«Όπως συμβαίνει μ’ όλα τα πεζογραφήματά του, και στο κείμενό μας χρησιμοποιεί το α΄ πρόσωπο. Η χρήση του α΄ προσώπου στην αφήγηση μπορεί να γίνει με δύο τρόπους:
α) Ο αφηγητής είναι απλός παρατηρητής, αντικειμενικός όπως συχνά δηλώνεται ή αφήνεται να νοηθεί, που καταθέτει όσα υπέπεσαν στην αντίληψή του και με την αυτοπρόσωπη παρουσία του βεβαιώνει την αλήθεια της μαρτυρίας του.
β) Ο αφηγητής παράλληλα με τα εξωτερικά συμβάντα καταθέτει και όσα συμβαίνουν στη συνείδησή του ως εσωτερικές αντιδράσεις και ως συνακόλουθά τους. Μ’ αυτόν το δεύτερο τρόπο, που είναι και ο τρόπος του Ιωάννου, το εγώ του αφηγητή βρίσκεται στο κέντρο της αφήγησης. όλα συγκλίνουν στη συνείδησή του (ή και στο υποσυνείδητό του) και όλα πάλι φωτίζονται ή χρωματίζονται απ’ αυτήν. Δεν πρόκειται πια για κατάθεση μαρτυρίας, αλλά προσωπικής εμπειρίας, που μπορεί να είναι καθοριστική και το εγώ, να παίρνει δηλαδή την ένταση, το βάθος και τη διάρκεια του βιώματος, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Η αφήγηση αρχίζει ακριβώς με τη συνοπτική κατάθεση της εμπειρίας του αφηγητή, στα εξωτερικά της καθέκαστα και στην εσωτερική τους απήχηση: “Φτάνω στο σημείο να πω πως ίσως θα ήταν καλύτερα κτλ [...] και μακάρι να γινόταν έτσι...”
Ο άμεσος εξομολογητικός τόνος αυτής της εναρκτήριας παραγράφου είναι σαφής. Πόνος και ταπεινότητα είναι τα κυρίαρχα αισθήματα που δηλώνονται από την αρχή και διατρέχουν όλο το αφήγημα.».

(Χριστόφορος Μηλιώνης, Με το νήμα της Αριάδνης, Γιώργος Ιωάννου: 13-12-43,
Σοκόλης, Αθήνα, 1991, σελ. 118)

Δείτε επίσης:

Εργασίες για τον Ιωάννου - Η μόνη κληρονομιά (Modern Greek A Level)

Βιωματικότητα: ένα έμμονο συστατικό της ποιητικής του πεζογράφου Ιωάννου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Piet Mondrian

Βιωματικότητα: ένα έμμονο συστατικό της ποιητικής του πεζογράφου Ιωάννου

«Λέγοντας λοιπόν βιωματική, εννοώ τη λογοτεχνία εκείνη που αντλείται από τα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα (...). Τα βιώματα πάλι δεν είναι μονάχα εκείνα που προέρχονται από την εμπειρία, αλλά και οι φαντασιώσεις και οι ισχυρές πνευματικές καταστάσεις που έχει ζήσει ο άνθρωπος (...). Ανακουφίζομαι γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο. Είναι για μένα κάτι σαν ψυχολογική ανάγκη. Ωστόσο τα περισσότερα από αυτά που γράφω δεν είναι βιογραφικά και δεν συνέβησαν ακριβώς έτσι, όπως μεταφέρονται στο χαρτί. Άλλωστε, στα πεζογραφήματά μου υποδύομαι και πολλά πρόσωπα που θα ήθελα να είμαι» (συνέντευξη του συγγραφέα με τη Μ. Θερμού, εφ. Καθημερινή, 24.7.1977).

«Όπως ξέρετε, γράφω σε πρώτο πρόσωπο. Γιατί έτσι εκφράζομαι καλύτερα, ζεσταίνομαι πιο πολύ, μ’ αρέσει (...). Επειδή, λοιπόν, γράφω στο πρώτο πρόσωπο (...) ε, δίνω την εντύπωση ότι πολλές φορές [αυτά που αφηγούμαι] είναι περιστατικά τα οποία μου έχουν τύχει, περιστατικά αυτοβιογραφικά. Αλλ’ αυτό δε μ’ ενδιαφέρει καθόλου˙ ούτε για τη δική μου λογοτεχνία, ούτε για κανενός άλλου. Γιατί, όχι μόνο σαν λογοτέχνης, αλλά και σαν μελετητής που είμαι της λογοτεχνίας, ξέρω ότι δεν μετριούνται έτσι τα λογοτεχνήματα, αν δηλαδή είναι αυτοβιογραφικά ή φανταστικά. Εκείνο που μετράει είναι το γράψιμο, το δόσιμο (...). Ο λογοτέχνης πρέπει να χρησιμοποιεί ως ύλη τα βιώματά του. Δεν εννοώ μονάχα τα βιώματα τα οποία έχει αποκτήσει από την εμπειρία, αλλά και τα συναισθήματά του, τις ισχυρές φαντασιώσεις του, όλα τέλος πάντων που έχει ζήσει πολύ αυτός ο ίδιος (...). Αυτά, βέβαια, τα οποία σας λέω, δεν προδικάζουν και την τεχνοτροπία. Πιστεύω ότι η δημιουργική ανάπλαση της βιωματικής ύλης μπορεί να γίνει σύμφωνα με τις οποιεσδήποτε αισθηματικές αρχές ή τάσεις του συγγραφέα. Αυτό που θα προκύψει, αν είναι γνήσια βιωματικό, θα έχει στερεότητα και ενότητα γλώσσας, όπως και ο κόσμος του συγγραφέα του. Είναι παρατηρημένο ότι οι βιωματικοί συγγραφείς, ακόμη και αυτοί που διαθέτουν μικρό ταλέντο, ουδέποτε αραδιάζουν κούφια λόγια ή παρουσιάζουν το φαινόμενο της λεξιθηρίας. Κι αυτό γιατί κατευθύνονται εσωτερικά (...). Αντίθετα όταν [ο γράφων] δεν περιορίζεται, και γράφει για πράγματα που δεν ξέρει, δεν έχει ζήσει (π.χ. ενώ δεν ξέρει κολύμπι, αρχίζει να γράφει για θαλασσινές περιπέτειες, καΐκια και δεν ξέρω τι άλλο), τότε φτάνει να μιλάει ψεύτικα. Και λες: «τι έχει πάθει αυτός;» Απλούστατα, δεν έχει (...) βιώματα και φυσικά δεν έχει γλώσσα. Όσο για την τεχνοτροπία, μπορεί να είναι οποιαδήποτε». (συνέντευξή του στο περ. Διαβάζω, τεύχ. 9, Νοε.-Δεκ. 1977, σ. 23-24.

«Νομίζω ότι το “κλειδί” της δουλειάς μου είναι η βιωματικότητα. Δεν μπορείς να γράφεις καλά, να εκφραστείς με πληρότητα, να έχεις ενότητα έκφρασης, αν αυτά τα πράγματα δεν τα έχεις, κατά κάποιο τρόπο, ζήσει (...). Και δεν εννοώ στον κόσμο της εμπειρίας. Πολλοί (κι εγώ πολλές φορές – και το απωθώ) αισθάνονται την ανάγκη να γράψουν για πράγματα που δεν λαχταρούν και για τα οποία δεν ξέρουν τίποτα. Μόνο που αυτά τα πράγματα δεν μπορούν να σταθούν, ούτε σαν γλώσσα (...). Πιστεύω στη βιωματικότητα των καταστάσεων και στη βιωματική προέλευση της γλώσσας του λογοτέχνη. Και δεν πιστεύω πως αυτό το βιωματικό υπόστρωμα σ’ εμποδίζει να έχεις οποιαδήποτε τεχνοτροπία». (συνέντευξή του με τη Σούλα Αλεξανδροπούλου, εφ. Ελευθεροτυπία, 24.9.1978).

Η Θεσσαλονίκη στο έργο του Γιώργου Ιωάννου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Piet Mondrian

Η Θεσσαλονίκη στο έργο του Γιώργου Ιωάννου

Σημαντικό ρόλο στο έργο του Γ. Ιωάννου παίζει η πόλη της Θεσσαλονίκης. Η παρουσία της είναι διάχυτη σ’ όλα του σχεδόν τα πεζογραφήματα – αλλά και στα ποιήματα – και αποτελεί για το συγγραφέα πηγή έμπνευσης και αντικείμενο εξύμνησης.
Η γενέτειρά του, όπως συχνά την αποκαλεί, μας δίνεται σε όλες τις εκφάνσεις της και σ’ όλο το μάκρος της μεγάλης της ιστορίας. Και η παθολογική αγάπη που τρέφει για την πόλη ο συγγραφέας τον κάνει να πιστεύει ότι το κάλλος της δεν μπορεί να βρεθεί αλλού [...].
Τόσο στενή και ιδιότυπη είναι η σχέση του συγγραφέα με την πόλη – Ναι, είμαι ο μέγας δουξ της Θεσσαλονίκης (Η πρωτεύουσα των προσφύγων) θα πει κάπου – που σε ένα από τα γνωστά του διηγήματα, το Με τα σημάδια της πάνω μου, παρομοιάζει το σώμα του με την πόλη [...].
Στα διάφορα πεζογραφήματά του, είτε αυτά έχουν ως κύριο αντικείμενο τη Θεσσαλονίκη είτε απλώς την αναφέρουν, ο Ιωάννου με ποικίλους τρόπους εκφράζει την αγάπη και αφοσίωσή του προς τη γενέτειρά του. Επισημαίνει το κοσμοπολίτικο και πολυπολιτιστικό χρώμα της πόλης που οφείλεται στην ιδιαιτερότητα των κατοίκων της, κυρίως των προσφύγων. Με σχολαστικότητα δίνει τα γεωργαφο-τοπογραφικά της πόλης κατονομάζοντας συνοικίες, δρόμους, κτίρια. Επιμένει στον ιστορικό χώρο τονίζοντας τη σημασία της Θεσσαλονίκης κατά τη Βυζαντινή περίοδο – αλλά και αργότερα – ενώ οι εξελίξεις των πρόσφατων ιστορικών γεγονότων περνούν μέσα από τα βιώματα του ίδιου του συγγραφέα. Τέλος, μιλώντας για την κοινωνία της πόλης ασχολείται με το χαρακτήρα και τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων, χωρίς να παραλείψει φυσικά να σχολιάσει την πνευματική ζωή της Θεσσαλονίκης με επίκεντρο τους διάφορους λογοτέχνες και το Πανεπιστήμιο [...].
Απαριθμεί και περιγράφει εδώ τα σπουδαιότερα Βυζαντινά μνημεία, 19 τον αριθμό, από τον 4ο μέχρι το 14ο αι. μ.Χ. Δε θα τα απαριθμήσουμε όλα, θα θυμίσουμε απλώς τα πιο γνωστά: Λευκός Πύργος, Ροτόντα, Καμάρα, Ναός του Αγίου Δημητρίου, Μοναστήρι των Βλατάδων...
Τα βυζαντινά αυτά μνημεία, που διατηρούνται ευτυχώς σε αρκετά καλή κατάσταση ακόμα, δίνουν στη Θεσσαλονίκη ένα χρώμα «βυζαντινό» και «αγιορείτικο». Αν λείψουν οι βυζαντινές εκκλησίες θα πεθάνει η Θεσσαλονίκη κι εσύ μαζί της, εξομολογείται στον ίδιο του τον εαυτό ο συγγραφέας [...].
Ο πλούσιος κοινωνιολογικός και λαογραφικός χώρος, που μπορεί να έρθει στην επιφάνεια από το έργο του Ιωάννου και που έχει σαν επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη θα απαιτούσε μελέτη ειδική, γι’ αυτό δε θα επιχειρήσουμε να τον αναπτύξουμε. Θα δώσουμε μόνο ορισμένες κατευθύνσεις και θα αναφέρουμε ορισμένα σημεία τα οποία κατ’ επανάληψη διερευνούνται στο έργο του Ιωάννου.
Το ανατολίτικο χρώμα της Θεσσαλονίκης με το «χαμάμ», το «καφεσαντάν» κτλ., οι περιθωριακοί και ο υπόκοσμος του Παλιού Σταθμού και άλλων χώρων, τα διάφορα παρά-επαγγέλματα της «φτωχομάνας», το κοινό των λαϊκών σινεμά και οι λόγοι συνωστισμού σ’ αυτά, οι ξεπεσμένοι Μικρασιάτες άρχοντες και η κοινωνική αλλαγή την οποία υπέστησαν και επέφεραν, οι νέες βιοτεχνίες με τους πρόσφυγες, η αρχιτεκτονική των σπιτιών κτλ. αποτελούν ζητήματα που παρουσιάζουν σοβαρό ενδιαφέρον για τον ερευνητή. Όπως επίσης σοβαρό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αντιπαράθεση των δύο κόσμων – του παλιού και του νέου – που σαν θέμα προβάλλεται και από πολλούς σύγχρονους συγγραφείς.

Θανάσης Σπήλιας, «Η Θεσσαλονίκη στο έργο του Γ. Ιωάννου», Φιλόλογος, τεύχ. 72, Καλοκαίρι 1993, σσ. 140-147.

Για τη συλλογή του Γιώργου Ιωάννου «Η σαρκοφάγος»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Piet Mondrian

Για τη συλλογή του Γιώργου Ιωάννου «Η σαρκοφάγος»

Η σαρκοφάγος περιέχει είκοσι εννέα σύντομα «πεζογραφήματα» ίδιου τύπου: γραμμένα στο πρώτο πρόσωπο και με αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Ο Γιώργος Ιωάννου μόνο με την αφήγηση ανασταίνει κυρίως μια παλιότερη εποχή, προσωπικά και υποκειμενικά βιωμένη. Έτσι τα αφηγήματα αυτά φαίνονται σαν αναμνήσεις του από τα περασμένα, όπου διοχετεύει τις απόψεις του, τις κρίσεις του, τις προτιμήσεις του. Μέσα σ’ αυτά δεν προλαβαίνουν να ζωντανέψουν και να ολοκληρωθούν άλλα πρόσωπα – εκτός από τον αφηγητή – ωστόσο διαγράφεται πολύ καλά και παραστατικά ο τόπος και ο χρόνος. Ο τόπος είναι η Θεσσαλονίκη˙ ο χρόνος περισσότερο η γερμανική κατοχή, αλλά και το παρελθόν του συγγραφέα γενικά. Τα βασικά γνωρίσματα του βιβλίου είναι η ανθρωπιά στο περιεχόμενο και η απλότητα στη μορφή. Ο Γιώργος Ιωάννου, με τον εαυτό του και τις προσωπικές σχέσεις του, πλησιάζει πολύ κοντά τον άνθρωπο, πότε με συγκίνηση και πότε με χιούμορ, αδιόρατο ωστόσο και ανεξίκακο. Το ύφος του, από την άλλη μεριά, είναι απλό, ανεπιτήδευτο, στρωτό, με φανερή τη φροντίδα της επιμελημένης γραφής. Ο χαμηλός τόνος των αφηγημάτων της Σαρκοφάγου, ο κάπως εξομολογητικός χαρακτήρας τους, η απουσία κάθε επίδειξης και κάθε προσπάθειας του συγγραφέα να μας καταπλήξει και να μας εντυπωσιάσει με μια δήθεν πρωτότυπη τεχνική, νομίζω πως κερδίζουν τον αναγνώστη. Η σαρκοφάγος είναι το δεύτερο βιβλίο του, έπειτα από το Για ένα φιλότιμο, με παρόμοια αφηγηματικά κομμάτια. Το πρόβλημα που παρουσιάζεται εδώ είναι αν ο Γιώργος Ιωάννου θα κατορθώσει, μόνο με τα μικρά αυτά αφηγήματά του, να δημιουργήσει και να μας μεταδώσει το όραμά του για τη ζωή, και γενικά να επιβληθεί έτσι ως πεζογράφος˙ το πράγμα είναι δύσκολο, όχι όμως και ακατόρθωτο. Αν περιοριστεί, στο μέλλον, στις σύντομες αυτές αφηγήσεις, θα πρέπει να μας δώσει πολλές για να το επιτύχει. Οπωσδήποτε μέσα από το Η σαρκοφάγος ακούγεται μια γνήσια, και όχι ψεύτικη, ανθρώπινη φωνή.

Απόστολος Σαχίνης, Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι, Θεσσαλονίκη 1979, Εκδ. Κωνσταντινίδη, σελ. 152-153.

Δεν γνωρίζουμε αν ο Γιώργος Ιωάννου αυτοβιογραφείται ή όχι στα τόσο ιδιότυπα και σύντομα πεζά κείμενά του, γραμμένα όλα σε πρώτο πρόσωπο. Πάντως, από τα 29 πεζογραφήματα τις Σαρκοφάγου, όπως και από τα 22 του Για ένα φιλότιμο (του τόμου με τον οποίο εμφανίστηκε ως πεζογράφος στα 1964) καθώς και από τα δύο πρόσφατα, που δημοσίευσε σε περιοδικές εκδόσεις, προκύπτουν: ένα πρόσωπο, ένας χώρος και μίας κυρίως εποχή – η Κατοχή που συμπίπτει με την εφηβεία του συγγραφέα˙ όπου χρόνος της αφήγησης είναι η τελευταία προπολεμική περίοδος ή η πρώτη μεταπολεμική, η σημασία της εποχής περιορίζεται λιγότερο ή περισσότερο, για να εξαφανιστεί όσο πλησιάζουμε στις ημέρες μας. Χώρος είναι η γενέθλια πόλη του συγγραφέα, η Θεσσαλονίκη και προπαντός οι φτωχογειτονιές, οι προσφυγικοί συνοικισμοί, τα σκοτεινά σοκάκια, το λιμάνι, το Βαρδάρι, τα καταγώγια, που χωρίς να περιγράφονται ιδιαίτερα, υποβάλλονται μέσα από το ήθος των ανθρώπων τους ως οργανική παρουσία˙ σε όσα πεζογραφήματα το πρόσωπο ταλαιπωρείται στην ξενιτιά ή στην ελληνική επαρχία, ο χώρος παύει να είναι παρουσία, γίνεται σκηνικό. Τα στοιχεία αυτά – πρόσωπο, χώρος, εποχή – που σε πάρα πολλές σελίδες συνυπάρχουν, ενώ στις υπόλοιπες απαντούν κατά ζεύγη ή και μεμονωμένα, αποτυπώνουν μια ευδιάκριτη σφραγίδα, σε όλο το πεζογραφικό έργο του Ιωάννου. Εύκολα, δηλαδή, αναγνωρίζουμε ένα ύφος στο έργο αυτό, που οι θεματικές, οι συγκινησιακές αλλά και οι εκφραστικές του καταβολές βρίσκονται ατόφιες στα Χίλια Δέντρα, την ποιητική συλλογή που παρουσίασε ο συγγραφέας πριν από τους δύο τόμους με τις πρόζες του.
Ο χαρακτηρισμός «πεζογραφήματα» καλύπτει με τη γενικότητά του μια ποικιλία από κείμενα, που τα περισσότερα αντιστέκονται σε αυστηρότερες ειδολογικές κατατάξεις. Άλλοτε πλησιάζουν τον «άμορφο» συνειρμικό μονόλογο, για να αποστάξουν μια ιδιάζουσα διάθεση με την ανάκληση πραγμάτων ανορθόδοξα εφαπτομένων [...], άλλοτε υποδύονται το δοκίμιο, για να υποβάλουν έντεχνα μια στάση ζωής μέσα από την τάχα αμερόληπτη, ορθολογική ταξινόμηση ανθρώπων και ανθρώπινων σχέσεων˙ άλλοτε πάλι εμφανίζονται ως παραδοσιακά διηγήματα, έμφορτα όμως συχνά με αλλότρια στοιχεία ή απαλλαγμένα από αφηγηματικές συμβάσεις, σε βαθμό που η παλαιότερη αισθητική θα τον θεωρούσε απαράδεκτο. Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και τη φυσική, αβίαστη, φραστική – κατ’ επίφαση πηγαία, στην πραγματικότητα όμως επίμοχθα ψιλοδουλεμένη ως την τελευταία λέξη – τότε γίνεται ολοφάνερο πως το πρόσωπο που μας μιλάει μέσα από το έργο αυτό, ακόμα και όταν από κείμενο σε κείμενο αλλάζουν η ιδιότητα, το επάγγελμα ή ηλικία του, είναι πάντα ένας ποιητής.
[...]
Συγκεκριμένα: Τα θέματα και οι εκφραστικοί τρόποι του Για ένα φιλότιμο επανέρχονται και στη Σαρκοφάγο, υφίστανται τώρα όμως αδιόρατες και αποφασιστικές μετατοπίσεις. Διπλασιάζεται περίπου το ποσοστό των έκτυπων – μέσα στην αφηγηματική ροή – επεισοδίων, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιάζεται ο ενεργός ρόλος του αναγνώστη. Τα θραύσματα του εξωτερικού κόσμου και οι υποκειμενικές αντιδράσεις ξεφεύγουν πια από τον κύκλο της μνημονικής επανάληψης, και αρθρώνονται ως συντελεσμένα και ανεπανάληπτα γεγονότα. Οι αδιόρατες αυτές μετατοπίσεις μεταβάλλουν από άποψη τεχνικής αρκετά κείμενα του βιβλίου σε αυθεντικά διηγήματα, ενώ από άποψη ουσίας αναπροσανατολίζουν το πρόσωπο του αφηγητή. Έτσι, λόγου χάρη, περιορίζονται οι νευρωσικές καταστάσεις και αυξάνεται αντίστοιχα η νηφαλιότητα και η ψυχική διάθεση να αντιμετωπίζονται τα πράγματα με ένα χαμόγελο˙ συχνά, η αντιμετώπιση γίνεται πια με γνήσιο χιούμορ. Οι τρίτοι, για τους οποίους ο λόγος στην αφήγηση, έχουν τώρα πολλές φορές και ονόματα, ενώ στο πρώτο βιβλίο αυτό συνέβαινε σπάνια˙ και τώρα, μολονότι και πάλι δεν υπάρχει διάλογος, ακούμε τακτικά τη φωνή τους, που στο Για ένα φιλότιμο δεν ακουγόταν ποτέ. Ακόμα, εδώ διαγράφονται αχνά και μερικές ανθρώπινες μορφές πέρα και έξω από τον αφηγητή, και κάποτε, το πρώτο πρόσωπο περιορίζεται μόνο σε ένα πρόσχημα για μια εξιστόρηση που δε σχετίζεται άμεσα μαζί του. Η μόνη καινοτομία που μας βρίσκει επιφυλακτικούς είναι η σποραδική παρέμβαση του κλασικού φιλολόγου και του μελετητή του λαϊκού μας πολιτισμού, η οποία αναπόφευκτα και απροσδόκητα επιθέτει χροιά εργαστηρίου σε μια αφήγηση ζυμωμένη με τον ιδρώτα, τη μυρωδιά και τη γεύση της αγοράς.

Αλέξανδρος Κοτζιάς, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι, Κριτικά κείμενα, Δεύτερη έκδοση, Αθήνα 1982, εκδ. Κέδρος σελ. 44-47.

Δείτε επίσης:
Ερωτήσεις ΚΕΕ Γιώργος Ιωάννου

Γιώργος Ιωάννου: Χρονολογίες της ζωή του Ιωάννου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Pablo Picasso

Γιώργος Ιωάννου: Χρονολογίες από τη ζωή του

1927, 20 Νοεμβρίου: Γεννιέται ο πεζογράφος, ποιητής, φιλόλογος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος Γιώργος Ιωάννου (αρχικά Σορολόπης) στη Θεσσαλονίκη, που αγάπησε όσο τίποτα στη ζωή του. Οι γονείς του πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Ο πατέρας του Ιωάννης Σορολόπης, από τη Ραιδεστό της Προποντίδας, μηχανοδηγός στους σιδηροδρόμους. Η μητέρα του Αθανασία Καραγιάννη από την Κεσσάνη. Νεώτερα αδέλφια: Δήμητρα, Χριστόδουλος (Λάκης) και Θεοδωράκης. Τα παιδικά του χρόνια τα περνάει στη Θεσσαλονίκη.
Σχολ. Eτος 1937-38: Εισάγεται στο οκτατάξιο Γυμνάσιο.
1940: Μόλις μπαίνει στην εφηβεία ξεσπάει ο πόλεμος που αναστατώνει τα πάντα κι αλλάζει τη ζωή του μικρού Γιώργου.
Νοέμβριος 1940 - Μάρτιος 1941: Με τα αδέλφια του και τη γιαγιά του καταφεύγουν στα Πετροκέρασα Χαλκιδικής για να προφυλαχθούν από τους βομβαρδισμούς. Κατόπιν μένουν για λίγους μήνες στην Αθήνα.
1943, Νοέμβριος: Σε ηλικία 16 ετών αρχίζει να γράφει ημερολόγιο. Αποτυπώνει τη μαυρίλα της εποχής. Η πείνα, οι εξευτελισμοί, οι εκτελέσεις και, κυρίως, το ξεκλήρισμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης θα αφήσουν στην ψυχή του ανεξίτηλα ίχνη και μια πικρή γεύση. Πολύ συχνά στα λόγια του και στα κείμενά του έρχονται και ξαναέρχονται οι εφιαλτικές εικόνες εκείνης της περιόδου. Η τραγωδία των Εβραίων τον συνταράσσει.
Από το 1943 η οικογένεια ζει στο σπίτι της οδού Ιουστινιανού 14 (Πλατεία Δικαστηρίων) που κατεδαφίστηκε μετά τους σεισμούς του 1978. Με τα κατοχικά συσσίτια εντάσσεται στον κόσμο των κατηχητικών σχολείων.
1946/1947: Τελειώνει το 3ο Γυμνάσιο Αρρένων. Εισάγεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Εκείνη την περίοδο «ανακαλύπτει» τον Καβάφη, τον Σεφέρη, τον Eλιοτ. Το περιοδικό που τον εισάγει στη Λογοτεχνία είναι η Αγγλοελληνική Επιθεώρηση.
1950: Αποφοιτά από το Ιστορικό - Αρχαιολογικό τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής.
1951, Ιανουάριος: Υπηρετεί τη θητεία του ως δεκανέας του πυροβολικού.
1953, Καλοκαίρι: Απολύεται.
1953/1954: Διδάσκει για λίγο καιρό ως φιλόλογος στο Ιδιωτικό Σχολείο του Γ. Ψιχούλα στο Γιδά (Αλεξάνδρεια) Ημαθίας.
1954, 20 Αυγούστου: Ορκίζεται ως βοηθός στην τακτική έδρα της Αρχαίας Ιστορίας της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης.
1955, 15 Φεβρουαρίου: Αλλάζει το επώνυμό του σε Ιωάννου με την υπ' αριθμ. 2823/15-2-1955 απόφαση του Υπουργού Γενικού Διοικητού Βορείου Ελλάδος. «Το όνομα δεν το διάλεξα, βέβαια, τυχαία. Λεγόταν ο πατέρας μου «Ιωάννης» κι έτσι θέλησα να τον τιμήσω». (Φυλλάδιο 5-6, Θύσανοι σελ. 71).
1955, 15 Σεπτεμβρίου: Νιώθει να τον καταπιέζει η προοπτική μιας ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας και παραιτείται από το Πανεπιστήμιο. Στη συνέχεια διδάσκει στο Κολλέγιο Αθηνών (Ψυχικό) για έναν περίπου χρόνο. Κατόπιν επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη. «Δεν μπορούσα να υποφέρω τη μουχλιασμένη ζωή ενός βοηθού. […] Oτι ετόλμησα να φύγω ήταν σταθμός στη ζωή μου». («Iχνευτής», Μάρτιος 1985, τ.1, σελ. 7).
1957, Σεπτέμβριος: Διδάσκει σε επαρχιακό ιδιωτικό σχολείο στα Τρίκαλα.
Σχολ. Eτος 1958-59: Διδάσκει σε σχολείο στη Λάρισα. Συμμετέχει με το συνθετικό ποίημα «Η συμφωνία των Λύκων» σε λογοτεχνικό διαγωνισμό του Δήμου Θεσσαλονίκης. Του απονέμεται βραβείο.
1959, Φθινόπωρο: Επιστρέφει στην Αθήνα. Διδάσκει πάλι σε ιδιωτικό γυμνάσιο.
1960, Σεπτέμβριος: Διορίζεται στη Δημόσια Μέση Εκπαίδευση. Τοποθετείται ως φιλόλογος στο Καστρί Κυνουρίας, ένα ειδυλλιακό χωριό της ορεινής Πελοποννήσου.
1961, 10 Νοεμβρίου: Σαλπάρει για τη Βεγγάζη της Λιβύης, όπου φτάνει ως αποσπασμένος καθηγητής. Εκεί ιδρύει το Ελληνικό Γυμνάσιο.
1962, 26 Μαΐου: Πεθαίνει ο πατέρας του Ιωάννης.
1963: Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Διαγώνιος» η δεύτερη ποιητική του συλλογή «Τα χίλια δέντρα». Λήγει η απόσπασή του στη Λιβύη. Επιστρέφει στην Κυνουρία. Μαζί με μαθητές συλλέγει δημοτικά τραγούδια της περιοχής και τα κυκλοφορεί σε μικρό, πολυγραφημένο τεύχος με τον τίτλο «Δημοτικά τραγούδια της Κυνουρίας».
1964, 25 Αυγούστου: Πεθαίνει ο μικρότερος αδελφός του Θεοδωράκης σε ηλικία 18 ετών. Πονάει: «Eνα προικισμένο παιδί που είχε ζωγραφικό ταλέντο (…) Hτανε πιθανώς το πιο αξιόλογο μέλος της οικογένειάς μας αυτό». («Ιχνευτής», Μάρτιος 1985, τ. 1, σελ. 5).
1964: Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Διαγώνιος» το πρώτο βιβλίο του με πεζά «Για ένα φιλότιμο». Εξομολογείται: «Συχνά σηκωνόσουν μες στα άγρια μεσάνυχτα, όχι μόνο για να σημειώσεις κάτι, αλλά και για να ξαναδιαβάσεις εκείνο ή το άλλο σημείο, να δεις πώς ακούγεται, πώς σου φαίνεται σχεδόν μέσα στον ύπνο, μέσα στον ύπνο και στον ξύπνο, μέσα στην απόλυτη σιγή, καθώς το πρόφερες. Και τα έκαμνες αυτά, γιατί πιστεύεις πως την ουσία των πραγμάτων - και τα κείμενα πράγματα είναι - δεν την αγγίζουμε μόνο σε κατάσταση νηφαλιότητας, αλλά και ύπνου και μισοΰπνου και μεθυσιού και πόνου και πόθου». («Η πρωτεύουσα των προσφύγων», Εις εαυτόν, σελ. 229). Μετατίθεται στο Γυμνάσιο Κασσάνδρας Χαλκιδικής.
1966: Πιστεύει πάντα πως «η νεοελληνική ψυχή διψάει για την παράδοση». Εκδίδει στην Αθήνα τη συλλογή «Τα δημοτικά μας τραγούδια». Μετατίθεται στο Γυμνάσιο Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης. Η δυνατή αγάπη του για τη λαϊκή παράδοση συνεχίζεται με την έκδοση της συλλογής «Μαγικά παραμύθια του ελληνικού λαού».
1969: Κυκλοφορεί σε βιβλίο η μετάφρασή του της τραγωδίας του Ευριπίδη «Ιφιγένεια η εν Ταύροις». Ομολογεί: «Εγώ δεν έγινα φιλόλογος, γιατί εκεί επέτυχα. Αλλά από πολλή αγάπη προς τους Αρχαίους Eλληνες συγγραφείς, γενικά προς τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και με την πάροδο του χρόνου και με τις σπουδές, τους αγάπησα ακόμη περισσότερο». («Ιχνευτής», Μάρτιος 1985, τ. 1, σελ. 11).
1971, Σεπτέμβριος: Μετατίθεται στην Αθήνα. Μένει στο σπίτι της Αρλέτας, Δεληγιάννη 3, Εξάρχεια ή Μουσείο. Hταν το πνευματικό του εργαστήρι. Αποκαλύπτει: «Εγώ θέλω να ζω στο επίκεντρο των μεγαλουπόλεων, και κατά προτίμηση της Αθήνας, γιατί εκεί μπορώ να είμαι πραγματικά μόνος και να μην κουρελιάζομαι από τη μοναξιά». (Φυλλάδιο 3-4, Eνας τωρινός λογοτέχνης στο κλεινόν άστυ, σελ. 43). Εργάζεται σε Γυμνάσιο και έπειτα στο υπουργείο Παιδείας. Κυκλοφορεί η συλλογή πεζογραφημάτων «Σαρκοφάγος».
Αρχίζει να τυπώνεται «ο Καραγκιόζης», μια τρίτομη συλλογή έργων του ελληνικού Θεάτρου Σκιών. Η έκδοση ολοκληρώνεται το 1972. Γράφει: «Κουράστηκες πολύ με τον καραγκιόζη. Κάθισες και αντέγραψες με το χέρι όλα τα κείμενα - εκατοντάδες σελίδες […] Η μανία σου να φτιάχνεις με το χέρι τα κείμενά σου για να τα βλέπεις ταχτοποιημένα […] Η γραφομηχανή δεν σου επιτρέπει να ζωγραφίσεις τη λέξη, να μετάσχεις και με τις κινήσεις σου στην ανάκλησή της». («Η πρωτεύουσα των προσφύγων», Εις εαυτόν σελ. 242-243).
1974, Aνοιξη: Κυκλοφορεί «Η μόνη κληρονομιά», βιβλίο με διηγήματα. Δημοσιεύει στο περιοδικό «Δοκιμασία» το κείμενο «Μια μικρή επέτειος» για την 20χρονη παρουσία του στα γράμματα. Μετά τη μεταπολίτευση είναι βασικό μέλος της επιτροπής του υπουργείου Παιδείας που ετοιμάζει το «Ανθολόγιο για τα παιδιά του δημοτικού σχολείου» και ο εισηγητής των περισσότερων νέων κειμένων που μπήκαν το 1975 στα νεοελληνικά αναγνώσματα της Μέσης Εκπαίδευσης.
1976: Εκδίδεται από το υπουργείο Παιδείας έως το 1981, υπό τη διεύθυνση του φιλολόγου Κ. Ν. Παπανικολάου, το μαθητικό περιοδικό «Ελεύθερη Γενιά». Ο Ιωάννου είναι ένας από τους κυριότερους συνεργάτες του και υπεύθυνος της στήλης «το ταχυδρομείο μας» με τους μαθητές, σε όλη τη διάρκεια της έκδοσής του. Εκδίδει συγκεντρωμένα τα πεζογραφήματά του σε έναν τόμο με τίτλο: «Πεζογραφήματα» από τις εκδόσεις Ερμής.
1978: Τυπώνεται «Το δικό μας αίμα», συλλογή πεζογραφημάτων για τη Θεσσαλονίκη που είχαν πρωτοδημοσιευθεί στην εφημερίδα «Η Καθημερινή». Αρχίζει να εκδίδεται το Φυλλάδιο (1, 2), περιοδικό πνευματικής ζωής. Το γράφει ολόκληρο μόνος του. Στο Φυλλάδιο περιέχονται πολυάριθμα μαχητικά και δηκτικά σχόλια που τα ονομάζει «Θυσάνους». Συνεργάζεται τακτικά στην εφημερίδα «Πρωϊνή».
1979: Του απονέμεται το πρώτο κρατικό βραβείο διηγήματος για «Το δικό μας αίμα». Εκδίδεται το Φυλλάδιο 3-4. Προάγεται σε γυμνασιάρχη και μετατίθεται στο Καρλόβασι Σάμου όπου πηγαίνει για λίγους μήνες. Παραμένει τελικά, ως αποσπασμένος, στο υπουργείο Παιδείας.
1980: Εκδίδει τη μετάφραση Στράτωνος Μούσα Παιδική, με ποιήματα του Στράτωνος από την «Παλατινή Ανθολογία». Πιστεύει: «Πρώτα απόλυτη κατανόηση και ύστερα, με τρέμουσα χείρα, απόδοση με πιστότητα -ναι, με πιστότητα!- του νοήματος. Αυτό που λεν πως η πιστή μετάφραση είναι κακή μετάφραση, αποτελεί μύθο, για τα κλασικά τουλάχιστον. Η μηχανική κατά λέξη απόδοση ασφαλώς δίνει κάκιστο αποτέλεσμα, αλλά η πιστή με αντίστοιχες σημερινές εκφράσεις απόδοση έχει λαμπρό αποτέλεσμα». («Η πρωτεύουσα των προσφύγων», Εις εαυτόν, σελ. 237). Τον ίδιο χρόνο κυκλοφορούν δύο ακόμα βιβλία του. Το πεζογράφημα «Ομόνοια 1980» και η συλλογή διηγημάτων «Επιτάφιος Θρήνος».
1980, 22 Σεπτεμβρίου: Τον χτυπάει ένα αυτοκίνητο στην πλατεία Εξαρχείων. Νοσηλεύεται στο ΚΑΤ επί 4 περίπου μήνες.
1981: Δημοσιεύει τη συλλογή πεζών «Κοιτάσματα», χρονογραφήματα πρωτοδημοσιευμένα στην εφημερίδα «Πρωϊνή Ελευθεροτυπία» υπό τη διεύθυνση του Κώστα Νίτσου. Εκδίδει το πεζογράφημα «Τα πολλαπλά κατάγματα», χρονικό της νοσηλείας του στο ΚΑΤ. Δημοσιεύει στο περιοδικό «Εκηβόλος» (αρ. τεύχους 8-9) τη μετάφρασή του της Γερμανίας του Τάκιτου και στο περιοδικό «Θέατρο» (τ. ΙΑ' αρ. 67/68, σελ. 59-61) το θεατρικό του μονόλογο «Η μεγάλη Aρκτος».
Συνεργάζεται τακτικά στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» από 10 Ιουνίου έως 19 Δεκεμβρίου 1981. Του αρέσει να αρθρογραφεί. «Αυτός ο τρόπος είναι ο μόνος που αρμόζει σε άνθρωπο πνευματικό και αγωνιώντα». («Η πρωτεύουσα των προσφύγων», Εις εαυτόν, σελ. 275). Κυκλοφορεί το θεατρικό του «Το αυγό της Κότας» (α΄ έκδοση).
1982: Εκδίδει τρία βιβλία: «Εφήβων και μη», μια συλλογή άρθρων, τα περισσότερα από τα οποία είχαν πρωτοδημοσιευθεί στο περιοδικό «Ελεύθερη Γενιά», τη συλλογή «Εύφλεκτη Χώρα» με κείμενά του δημοσιευμένα κατά καιρούς στην εφημερίδα «Η Καθημερινή». Τέλος την «Καταπακτή» με πεζά κείμενα. Επίσης εκδίδεται το Φυλλάδιο 5-6. Τον ίδιο χρόνο στίχοι του Γιώργου Ιωάννου γίνονται 11 τραγούδια στο δίσκο «Κέντρο Διερχομένων» σε μουσική Νίκου Μαμαγκάκη.
1984: Επιμελείται φιλολογικώς το βιβλίο «Αλεξάνδρεια 1916 - Ημερολόγιο Φίλιππου Στεφ. Δραγούμη». Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα κυκλοφορεί η συλλογή πεζογραφημάτων «Η πρωτεύουσα των προσφύγων». Πηγαίνει στο νοσοκομείο για εξετάσεις. Λέει: «Πρέπει να γίνω καλά, για να δουλεύω νύχτα-μέρα. Θέλω ακόμα μια εικοσαετία ασταμάτητης δουλειάς».
1985, 6 Φεβρουαρίου: Εισάγεται στο Σισμανόγλειο Νοσοκομείο για απλή εγχείρηση προστάτη. Δεν αποτρέπεται δυστυχώς το μοιραίο. Πεθαίνει στις 16 Φεβρουαρίου, σε ηλικία 58 ετών.
1985, 18 Φεβρουαρίου: Κηδεύεται στη Θεσσαλονίκη, από τον ναό της Αγίας Σοφίας. Η ταφή του έγινε στο νεκροταφείο της Αναστάσεως.
Η Θεσσαλονίκη χιονισμένη δέχθηκε στην αγκαλιά της το συγγραφέα με την έντονη κοινωνική συνείδηση, Γιώργο Ιωάννου.
Εξομολογείται: «Νιώθεις ευτυχισμένος που μίλησες, όπως μίλησες. Το γράψιμο για σένα είναι πηγή βαθιάς ευτυχίας». («Η πρωτεύουσα των προσφύγων», Εις εαυτόν, σελ. 277). Συχνά αναφωνεί: «Γιατί, Θεέ μου, να μη ζούμε πεντακόσια χρόνια;». («Η πρωτεύουσα των προσφύγων», Εις εαυτόν, σελ. 247).

Δείτε επίσης:
Ερωτήσεις ΚΕΕ Γιώργος Ιωάννου "Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς

Γιώργος Ιωάννου: Το ύφος γραφής του Γιώργου Ιωάννου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Andrew Crane

Το ύφος γραφής του Γιώργου Ιωάννου

Το ύφος των διηγημάτων του Ιωάννου είναι απλό και συγκρατημένο χωρίς εξάρσεις και μελοδραματισμούς, παρόλο που τα θέματα που διαπραγματεύεται μερικές φορές είναι τέτοια που θα μπορούσαν να τον παρασύρουν σε εκφραστικές εντάσεις. Η χρήση του α΄ προσώπου, και κυρίως στα σημεία των κειμένων όπου ο συγγραφέας αυτοβιογραφείται, δίνουν στα κείμενά του εξομολογητικό τόνο, ενώ η χρήση σε άλλα σημεία του γ΄ προσώπου δίνουν ποικιλία στο λόγο.

Έχουμε να κάνουμε πάντα μ' έναν άνθρωπο που διψάει να μιλήσει απλά κι αληθινά. Μιλώντας επίμονα σε πρώτο πρόσωπο χωρίς περιστροφές, το ύφος του επιβάλλεται γυμνό: δεν ναρκισσεύεται, δεν μεγαληγορεί, δεν ψευτίζει. Πολύ περισσότερο αυτός προχωρεί σε βάθος, στοχάζεται χωρίς ψυχρές φόρμουλες, κι αφήνει το ατομικό περιστατικό ν’ αναχθεί σε καθολικότερη μοίρα. Γιατί πίσω από την ιδιωτική υπόθεση ενός ανθρώπου που καταγράφει τις εμπειρίες του από τη Θεσσαλονίκη, την ελληνική επαρχία και την Αφρική, υπάρχει το γενικότερο ανθρώπινο αδιέξοδο, κρυσταλλωμένο σε μερικές, άψογες συχνά, πεζογραφικές φόρμες. Και πίσω από την εγκαρτέρηση και τη μνήμη του ίδιου ανθρώπου, σφαδάζει τραγική η εποχή των δολοφόνων.

Οι σύντομες προτάσεις, οι μικρές περίοδοι δίνουν μια κοφτή και ξεκάθαρη μορφή στο λόγο του και νομίζω ότι πηγάζουν από την ενασχόλησή του με τη δημοτική μας ποίηση, ενώ η έλλειψη περιγραφών της φύσης και οι σύντομες αποδόσεις των συναισθημάτων έχουν ως αποτέλεσμα ένα λιτό, διαυγές και περιεκτικό ύφος. Την εικόνα συμπληρώνει ένα υποδόριο χιούμορ, με αρκετή δόση αυτοσαρκασμού σε κάποια σημεία.

Η ιδιαιτερότητα της αφηγηματικής φωνής του Ιωάννου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απλή γλώσσα που χρησιμοποιεί με την οποία δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει, στον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ανακαλεί το παρελθόν, γράφοντας συνειρμικά, παρεμβάλλοντας στις αναμνήσεις σκέψεις και συναισθήματα.

Ο συγγραφέας αποκλείει από το έργο του κάθε ένταση και, το σπουδαιότερο, κάθε μελοδραματική νότα ή συναισθηματισμό. Τα πάντα είναι χαλιναγωγημένα, συγκρατημένα, ιδωμένα από κάποια απόσταση.

Στην πεζογραφία του Ιωάννου κυριαρχεί η μονομερής ή μονοεστιακή αφήγηση, αφού όλα μάς δίνονται «μέσα από την όραση, τα συναισθήματα, τη σκέψη και την αίσθηση ενός μονάχα ανθρώπου», ο οποίος παραμένει αμετακίνητος στο πεδίο των εμπειριών του. Κάτι που πραγματοποιεί ακολουθώντας την τακτική της διάσπασης του εκάστοτε θέματός του σε μικρές, κάποτε διαφορετικές, θεματικές ψηφίδες, οι οποίες τελικά συγκλίνουν, σχηματίζοντας μία συγκεκριμένη ψυχική κατάσταση, αυτήν του υποκειμένου της αφήγησης. Όπως συγκλίνουν και, εντέλει, συντίθενται διαφορετικές μεταξύ τους χρονικές στιγμές, του παρελθόντος και του παρόντος, δημιουργώντας στον αναγνώστη των πεζογραφημάτων του την αίσθηση μιας συγκινησιακά φορτισμένης αιώρησης στον χρόνο.

Μονομερής ή μονοεστιακή αφήγηση

Είναι μια μορφή αφήγησης στην οποία τα πάντα μας δίνονται από την οπτική γωνία ενός μονάχα προσώπου, το οποίο μπορεί να μετέχει στα εξιστορούμενα ή απλώς να παρακολουθεί ως θεατής και να μας τα αφηγείται. Η εσωτερική ζωή ανήκει σ’ ένα μόνο πρόσωπο, τα υπόλοιπα αφηγηματικά πρόσωπα, όταν υπάρχουν, δίνονται εξωτερικά, δηλαδή όπως τα βλέπει, τα ακούει το ένα αφηγηματικό πρόσωπο. Η μονομερής αφήγηση δεν είναι υποχρεωτικό να διατυπώνεται σε πρώτο πρόσωπο, αν και αυτή είναι η συνήθης τακτική.

Δείτε επίσης:

Γιώργος Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»: Ο συγγραφέας αρέσκεται στην περιγραφή του συγκεκριμένου, ενδιαφέρεται για τη λεπτομέρεια.


Γιώργος Ιωάννου: Το ύφος γραφής του Ιωάννου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Pablo Picasso

Το ύφος του Ιωάννου

Το ύφος των πεζογραφημάτων του Γιώργου Ιωάννου διακρίνεται για την οικειότητα που δημιουργεί στον αναγνώστη, χάρη στην απλή και καθημερινή γλώσσα που χρησιμοποιεί στην αφήγησή του. Ο σκοπός του συγγραφέα είναι να εκφράσει μέσα από τα κείμενά του συναισθήματα, σκέψεις και βιώματα που εκφράζουν την πλειονότητα των ανθρώπων που έζησαν εκείνη την εποχή κι όχι απλώς να αποτυπώσει την προσωπική του εμπειρία. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιεί απλό κι ανεπιτήδευτο ύφος στην αφήγησή του, επιχειρώντας έτσι να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, στο οποίο παράλληλα επιτρέπει να ταυτιστεί ευκολότερα με τους ήρωες των ιστοριών του, αλλά και με όσα διαδραματίζονται σε αυτές.
Επίσης, ο Ιωάννου επιχειρεί να μεταφέρει το κλίμα όλων αυτών των επώδυνων εμπειριών που έζησε στα χρόνια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και της κατοχής, χωρίς όμως να δημιουργήσει ένα έντονα καταθλιπτικό συναίσθημα στον αναγνώστη, γι’ αυτό κι εμπλουτίζει την αφήγησή του με χιούμορ, ειρωνεία αλλά και αυτοσαρκασμό. Κάθε φορά που αισθάνεται ότι έχει φορτίσει έντονα την αφήγησή του, φροντίζει με μια διακριτική δόση ειρωνείας, με ένα καλά ζυγισμένο σχόλιο να ελαφρύνει την ένταση που έχει δημιουργηθεί. Η φροντίδα αυτή του συγγραφέα συμβάλλει ώστε τα κείμενά του να διαβάζονται άνετα και ο αναγνώστης να μοιράζεται τα βιώματα του Ιωάννου χωρίς να γίνεται αποδέκτης υπερβολικών συναισθηματικών εντάσεων.
Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, της γραφής του Ιωάννου η αποφυγή κάθε είδους υπερβολής που θα μπορούσε να διακινδυνεύσει την καθαρότητα και τη λιτότητα του ύφους του. Ο συγγραφέας δεν επιθυμεί να γράψει κείμενα γεμάτα πόνο και θλίψη, ούτε θέλει να καθοδηγήσει τον αναγνώστη ως προς το τι θα πρέπει να αισθανθεί για όσα διαβάζει. Για το λόγο αυτό καταγράφει τα γεγονότα και ξετυλίγει την ιστορία του με απλότητα και χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις, διατηρώντας πάντοτε στην αφήγησή του μια αποστασιοποίηση που του επιτρέπει να μιλά ακόμη και για πολύ επώδυνα γεγονότα, χωρίς να κινδυνεύει να παρασυρθεί από τον πόνο που φέρνει μαζί της η ανάμνησή τους.
Ιδιαίτερος είναι και ο εμπλουτισμός του ύφους της αφήγησης που επιτυγχάνεται με την εξομολογητική διάθεση που χαρακτηρίζει τη διήγηση του Ιωάννου. Χάρη σε μια σειρά συνειρμών ο συγγραφέας ανακαλεί στη μνήμη του και μας παραθέτει τις προσωπικές του σκέψεις, τα συναισθήματα του αλλά και ξεχωριστά βιώματα που συχνά έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Με τον τρόπο αυτό ο συγγραφέας κατορθώνει να εμβαθύνει ως προς το συναίσθημα ή τον προβληματισμό που κυριαρχεί στην ιστορία που μας αφηγείται. Μέσα, δηλαδή, από τις εξομολογήσεις αυτές τα αφηγήματά του Ιωάννου λαμβάνουν ευρύτερες προεκτάσεις και του επιτρέπουν να μεταδώσει στον αναγνώστη με μεγαλύτερη πληρότητα τους συλλογισμούς του.

Με υλικό αντλημένο από τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, από τον κόσμο της προσφυγιάς, από τη δίνη του πολέμου και της Κατοχής και από τις περιπέτειες της μεταπολεμικής περιόδου καταρτίζει το θεματολόγιό του.
Απελευθερωμένος από τη δεσποτεία του κεντρικού μύθου και της πλοκής, συνθέτει τα περιστατικά που εξιστορεί και σκιαγραφεί τα πρόσωπά του, θρυμματίζοντας τη χρονική και αφηγηματική αλληλουχία του κειμένου.

Τύπος αφηγητή: Ο αφηγητής των πεζογραφημάτων του Ιωάννου είναι ομοδιηγητικός, δηλαδή, συμμετέχει στην ιστορία την οποία αφηγείται είτε ως πρωταγωνιστής (αυτοδιηγητικός αφηγητής) είτε ως παρατηρητής ή αυτόπτης μάρτυρας. Σχεδόν πάντα στα κείμενα του Ιωάννου αφηγητής είναι ο ίδιος ο συγγραφέας.

Εστίαση: Στα κείμενα του Ιωάννου έχουμε εσωτερική εστίαση, δηλαδή, ο αφηγητής ξέρει όσα και τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην ιστορία.

Αφηγηματική τεχνική: Ο Ιωάννου συνήθως χρησιμοποιεί την τεχνική του εγκιβωτισμού και της αναδρομικής αφήγησης. Σε κάποια στιγμή ο αφηγητής από κάποια αφορμή αφηγείται την προηγούμενη ζωή του σε σχέση με την παρούσα. Με αφορμή τυχαίων συνειρμών ο αφηγητής ανακαλεί στη μνήμη του παλαιότερες εποχές και οδηγείται σε παρεκβάσεις, οι οποίες δεν είναι πάντοτε σύντομες. Την τεχνική των συνειρμών ο συγγραφέας τη χρησιμοποιεί συχνά. Οι συνειρμοί του ωθούνται από χώρους, σκέψεις, αναμνήσεις, κουβέντες, ήχους, αντικείμενα κ.λπ.

Ρυθμός αφήγησης: Συχνά ο ρυθμός της αφήγησης στα πεζογραφήματα του Ιωάννου επιταχύνεται με παραλείψεις γεγονότων, με περιληπτικές αποδόσεις μεγάλων χρονικών διαστημάτων καθώς και με αφηγηματικά κενά.

Πώς αφηγείται; Ο Ιωάννου στα περισσότερα πεζογραφήματά του αποφεύγει το διάλογο μεταξύ των προσώπων της ιστορίας και αφήνει τον αφηγητή του κειμένου να αφηγείται τα γεγονότα παρεμβάλλοντας περιγραφές, σχόλια αλλά και σκέψεις του που κάποτε παρουσιάζονται ως ένας εσωτερικός μονόλογος.

Ειρωνεία: Με την ειρωνεία ο Ιωάννου ξεπερνάει τα σκληρά και επικίνδυνα σημεία της μνήμης. Είναι, άλλωστε, μια στάση που τήρησε και στη ζωή του. Παράλληλα, η τεχνική αυτή συντελεί και στην αποφόρτιση του κλίματος που δημιουργεί η αφήγηση.

Δείτε επίσης:

Γιώργος Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»:Ποιες εικόνες της καθημερινής ζωής αποτελούν την αφόρμηση του πεζογραφήματος;

Γιώργος Ιωάννου: Γενικά γνωρίσματα

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Anne Weirich

Ο Πεζογράφος Γιώργος Ιωάννου: Γενικά γνωρίσματα


Ο Γιώργος Ιωάννου ξεκίνησε ως ποιητής, αλλά μετά το πρώτο του βιβλίο στράφηκε οριστικά προς την πεζογραφία και συγκεκριμένα στο διήγημα ή μάλλον, πιο σωστά, στο μικρό αφήγημα. Τα αφηγήματά του κινούνται στο χώρο της Θεσσαλονίκης, κυρίως της κατοχής και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Είναι μικρογραφίες της καθημερινής ζωής των κατοίκων της αφενός, και προσωπικές αναμνήσεις του συγγραφέα αφετέρου, όπου οι μνημονικές ανακλήσεις δημιουργούν το συγκινησιακό κλίμα στο οποίο κινείται η πεζογραφία του. Οι μινιατούρες αυτές της καθημερινότητας αντλούν τη δύναμη και την αξία τους από την προσωπική θέρμη, την ακρίβεια και το εξομολογητικό κλίμα μέσα στο οποίο τις τοποθετεί ο συγγραφέας τους. Ο περίγυρος δίνεται καταγραφικά και κατά τμήματα, όπου οι περιθωριακές ομάδες και τα άτομα που υπάρχουν εκεί κινούνται στο περιβάλλον μιας «άλλης» πόλης, που ζει στην περιφέρεια, θα έλεγε κανείς. Δεν έχουμε να κάνουμε με τη Θεσσαλονίκη του «μύθου» ή της «παράδοσης», αλλά με μια πόλη που αλλάζει και την καινούρια της φυσιογνωμία την αποκτά με την παρουσία κυρίως των προσφύγων, ενώ κύριο ρόλο στις αλλαγές αυτές παίζουν οι μεταπολεμικές δυσκολίες, που ως ένα βαθμό καθορίζονται από τις διάφορες κοινωνικές περιπέτειες του χώρου και της χώρας.
Ο Ιωάννου δεν κινείται από κάποια φανερή πρόθεση, δεν προϋποθέτει κάποιο σχέδιο σύνθεσης ή ανασύνθεσης των περιστατικών ή των αναμνήσεων που καταχωρεί στα βιβλία του. Κάνει μια λογοτεχνία αποτυπώσεων κι η μνημονική διαδικασία που χρησιμοποιεί διαφοροποιείται ριζικά σε σχέση με τους πεζογράφους που προηγήθηκαν. Η μνήμη, εδώ, είναι η κοίτη του πεζογραφικού υλικού. Ο πεζογράφος χρησιμοποιεί ευθύγραμμα το υλικό της, η αφήγησή του έχει ορισμένο χώρο και χρόνο, που υπάρχει και δεν δημιουργείται από τον πεζογράφο, κι ασχέτως προς το γεγονός ότι θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως κάποια περιστατικά στον Ιωάννου είναι επινοήσεις. Με τον Ιωάννου καθιερώνεται μια τάση διαφορετική στην πεζογραφία των νεότερων: να ειπωθούν τα πράγματα μέσα από τους διαύλους της εξομολόγησης. Ο χαρακτήρας περνάει σε δεύτερη μοίρα και μάλιστα πολλές φορές δεν υπάρχει. Ο αφηγητής είναι η κυρίαρχη ατομική συνείδηση, γι’ αυτό και η αφήγηση, που κατά κύριο λόγο γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, έχει έναν χαρακτήρα καταγραφικό και κάποτε χρονογραφικό, μολονότι τα περιστατικά είναι και έντονα, και δυσβάστακτα κάποιες φορές.
Η χρήση του πρώτου προσώπου και των αποτυπώσεων, η ανάκληση μέρους του μνημονικού υλικού, καθώς και η απόδοσή του μέσω της καταγραφής, ορίζουν το μύθο της αφήγησης ως πλαίσιο και περιγραφή της εμπειρίας. Η εμπειρία είναι το κυρίαρχο στοιχείο και η μέθοδος άλλωστε, πεζογραφικά, είναι εμπειρική. Δεν εντοπίζονται εδώ οι αφηγηματικές αρετές του Ιωάννου. Η δομή του είναι στοιχειώδης, σε αντίθεση με τους παλιότερους. Η συμβολή του βρίσκεται αλλού: στον τρόπο που απομονώνει το κάθε περιστατικό, στην έντονη συγκινησιακή φόρτισή του και στην ακρίβεια και την καθαρότητα της γλώσσας του.

Όψεις του λόγου στον Πεζογράφο Γιώργο Ιωάννου

Ο συγγραφέας, μιλώντας πάντα σε πρώτο πρόσωπο, και μιλώντας κατά κανόνα για ατομικά περιστατικά, δεν παραλείπει εντούτοις ποτέ να τοποθετείται μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο ιστορικό χωρόχρονο, που είναι ο χωρόχρονος της νεοελληνικής πραγματικότητας. Πρέπει όμως να πούμε ότι τείνει σταθερά σε μια μυθοποίηση της πραγματικότητας αυτής και, προπάντων, της προσωπικής του ιστορίας, καθώς μάλιστα πολλές φορές ανάγεται στην παιδική ηλικία. Κατά παράξενο τρόπο η μυθοποίηση τούτη συνυπάρχει με μια διάθεση να αποκαλυφθούν και οι άσχημες – μερικές φορές και αποτρόπαιες – πλευρές της ζωής. Το αποτέλεσμα είναι, ότι και οι πλευρές αυτές δέχονται την ανταύγεια μιας βαθύτερης ευγένειας, που έχει την πηγή της στην ίδια την καρδιά του συγγραφέα.
Παρά τη φόρτιση που εμπερικλείει το υλικό των πεζογραφημάτων του Ιωάννου – φόρτιση που η σε πρώτο πρόσωπο αφήγηση επιτείνει – ο συγγραφέας κατόρθωσε να αποκλείσει από το έργο του κάθε ένταση και το σπουδαιότερο, κάθε μελοδραματική νότα ή συναισθηματισμό. Τα πάντα είναι χαλιναγωγημένα, συγκρατημένα, ιδωμένα από κάποια απόσταση ικανή να αμβλύνει τις οξύτητες χωρίς ωστόσο να άγει στην απάθεια. Σε τούτο συντείνει και ο τόνος της γραφής του που παρουσιάζεται πάντοτε ως εξιστόρηση αναμνήσεων ενός παρελθόντος κατά κανόνα απώτερου. Άλλωστε ο συγγραφέας δε χάνει ποτέ, ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές, το χιούμορ του. Έχει ευαίσθητες κεραίες για το κωμικό στοιχείο της ανθρώπινης κατάστασης και δε διστάζει να αναμίξει στις πιο «ιερές» στιγμές το σκαμπρόζικο. Έπειτα, καθώς περνούν τα χρόνια, από βιβλίο σε βιβλίο, ο Ιωάννου κατακτά θαρρείς μια νηφαλιότητα, την ψυχική αντοχή να αντιμετωπίζει τα ανθρώπινα με ένα πικρό χαμόγελο. Έτσι και οι νευρωσικές καταστάσεις, που αφθονούν στο Για ένα φιλότιμο, στο δεύτερο τόμο περιορίζονται, για να εξαφανιστούν ολοσχερώς σχεδόν στη Μόνη κληρονομιά.

Γιώργος Ιωάννου: «Συχνά σηκωνόσουν μες στα άγρια μεσάνυχτα, όχι μόνο για να σημειώσεις κάτι, αλλά και για να ξαναδιαβάσεις εκείνο ή το άλλο σημείο, να δεις πώς ακούγεται, πώς σου φαίνεται σχεδόν μέσα στον ύπνο, μέσα στον ύπνο και στον ξύπνο, μέσα στην απόλυτη σιγή, καθώς το πρόφερες. Και τα έκαμνες αυτά, γιατί πιστεύεις πως την ουσία των πραγμάτων - και τα κείμενα πράγματα είναι - δεν την αγγίζουμε μόνο σε κατάσταση νηφαλιότητας, αλλά και ύπνου και μισοΰπνου και μεθυσιού και πόνου και πόθου».

Δείτε επίσης:

Γιώργος Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»: Χαρακτηριστικό αρκετών πεζογραφημάτων του Ιωάννου είναι ο μικροπερίοδος λόγος και η απλή γλώσσα


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...