Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μάνος Κράλης «Ελεγείο των αποτυχημένων». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μάνος Κράλης «Ελεγείο των αποτυχημένων». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Μάνος Κράλης «Ελεγείο των αποτυχημένων»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
George Grie

Μάνος Κράλης «Ελεγείο των αποτυχημένων»

Θα ’ναι αργά, πολύ αργά –που κουρασμένοι
απ’ το λιμάνι θα γυρίσουν, δίχως λύσεις
διστακτικοί στις μάταιες των βαποριών σειρήνες.

Ίδιες οι φτωχογειτονιές κι οι δρόμοι
που τα χαμένα βήματα παίρνουν ασυναισθήτως
ίδια τ’ αναιμικά κορίτσια στο μπαλκόνι
με τ’ άδειο βλέμμα τους, το «διανυκτερεύον φαρμακείον»
και το παλιό φεγγάρι απελπισμένο
στα γυμνά κλώνια της πλατέας.

Κι ο χλωροφορμισμένος εαυτός τους
χρόνια πικρά, λουλουδιασμένα χρόνια
από κρεβάτι σε κρεβάτι λαϊκών ξενοδοχείων
(βρόμικες κάμαρες, γυμνές
που περιμένουν τους αυτόχειρες μονάχα
τα ιδρωμένα σώματα που δίνονται 6 γρόσια).

Στην πόλη που αγάπησαν
που κάποτε σχεδίασαν μεγάλες εξορμήσεις
στην πόλη με τις πλάνες τους και τις εγκαταλείψεις
τώρα μοναδική τους περιπέτεια πια θα ’ναι
μια φτωχική, ανώνυμη κηδεία.

Κι όμως πολύ νοστάλγησαν
ώραν πολλή στην προκυμαία έχουνε γλυκά ονειροπολήσει
τα έρημα, κοράλλινα νησιά του Ειρηνικού
που πάνε και πεθαίνουν τ’ άλπατρος μονάχα...

[Φθινόπωρο στην Κόλαση, Κύπρος, 1938]

Ο Μάνος Κράλης συνθέτει ένα θρηνητικό ποίημα για όλους εκείνους τους ανθρώπους που απέτυχαν, όχι μόνο να εκπληρώσουν τα όνειρά τους, μα ακόμη και να διασφαλίσουν για τον εαυτό τους μια έστω αξιοπρεπή ζωή∙ συνθέτει ένα ελεγείο για τους αποτυχημένους ανθρώπους που γνωρίζουν μόνο τη σκληρή όψη της ζωής, αφού αυτούς δεν τους ευνόησε ποτέ η τύχη. Σ’ αυτούς, λοιπόν, τους δυστυχισμένους ανθρώπους που η ζωή δεν έχει να προσφέρει τίποτε περισσότερο από την πικρία των συνεχών απογοητεύσεων, αφιερώνει ο ποιητής τους στίχους του, θέλοντας να δείξει πως αναγνωρίζει τον πόνο και την απόγνωσή τους.
    
«Θα ’ναι αργά, πολύ αργά –που κουρασμένοι
απ’ το λιμάνι θα γυρίσουν, δίχως λύσεις
διστακτικοί στις μάταιες των βαποριών σειρήνες.»

Ο ποιητής αποδίδει αφηγηματικά την πορεία μιας νύχτας από τη ζωή των αποτυχημένων ανθρώπων, καταγράφοντας μέσω αναδρομών το πλήθος των διαψεύσεων που έχουν βιώσει και φωτίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την ιδιαίτερη ψυχολογική τους κατάσταση.
Αργά, πολύ αργά τη νύχτα, γυρίζουν κουρασμένοι από το λιμάνι, χωρίς και πάλι να έχουν βρει λύση στο πρόβλημά τους∙ χωρίς και πάλι να έχουν κατορθώσει να βρουν δουλειά. Γυρίζουν από το λιμάνι ακούγοντας διστακτικοί τις σειρήνες των βαποριών και γνωρίζοντας πως ακόμη κι αν έχει έλθει κάποιο νέο πλοίο, ακόμη κι αν σπεύσουν πάλι πίσω, είναι απίθανο να διασφαλίσουν έστω κι ένα μεροκάματο, αφού πέρασαν ήδη ολόκληρη τη μέρα τους ζητώντας και παρακαλώντας για μια θέση σε τόσα και τόσα βαπόρια.
Η ανεργία, η επιβεβλημένη στέρηση της εργασίας, που δεν θεραπεύεται όσο κι αν οι ίδιοι προσπαθήσουν, αποτελεί πρόβλημα ύψιστης σημασίας για τους αποτυχημένους ανθρώπους, καθώς είναι ακριβώς αυτή η έλλειψη που καταδικάζει κάθε άλλη πτυχή του βίου τους σε μαρασμό. Χωρίς μια σταθερή δουλειά τίποτε δεν μπορεί να προχωρήσει σωστά στη ζωή τους, και τίποτε δεν μπορεί να τους διαφυλάξει απ’ την ψυχολογική καταρράκωση που τους προκαλεί η επίγνωση πως δεν έχουν σταθεί ικανοί να έχουν κι εκείνοι μια δουλειά, όπως κι οι άλλοι άνθρωποι γύρω τους.

«Ίδιες οι φτωχογειτονιές κι οι δρόμοι
που τα χαμένα βήματα παίρνουν ασυναισθήτως
ίδια τ’ αναιμικά κορίτσια στο μπαλκόνι
με τ’ άδειο βλέμμα τους, το «διανυκτερεύον φαρμακείον»
και το παλιό φεγγάρι απελπισμένο
στα γυμνά κλώνια της πλατέας.»

Οι αποτυχημένοι για τους οποίους συνθέτει το ελεγείο του ο ποιητής είναι άνθρωποι που προέρχονται από τις φτωχογειτονιές, από τις περιοχές εκείνες όπου δεν υπάρχει η εύνοια της «καλής» οικογένειας, με τις ισχυρές γνωριμίες και τον ήδη υπάρχοντα πλούτο, που θα διασφαλίσει για τους γόνους της μια σίγουρη σταδιοδρομία. Οι αποτυχημένοι έχουν γεννηθεί σε φτωχές οικογένειες που δεν έχουν να προσφέρουν τέτοια στηρίγματα και τέτοιες ευκαιρίες. Ξεκινούν τη ζωή τους μες στις αντιξοότητες και οφείλουν να παλέψουν απ’ την πρώτη στιγμή για να μπορέσουν κάποτε -αν μπορέσουν ποτέ- να ξεφύγουν απ’ τη διαρκή ανέχεια που τους έχει ορίσει η μοίρα τους.
Η περιγραφή του τοπίου συνδιαλέγεται με τη βαρύθυμη διάθεση των πρωταγωνιστικών προσώπων και φέρνει στο φως τις εικόνες που κουβαλούν πάντοτε μέσα τους, σαν μια μόνιμη υπενθύμιση της φτώχειας και της παρακμής που αποτελεί τον φυσικό τους χώρο.
Σε τέτοιες φτωχογειτονιές, σαν κι αυτές που γεννήθηκαν, τους οδηγούν τα βήματά τους, υπό το καθεστώς της απόγνωσης, χωρίς καν να το σκέφτονται, σαν να είναι αυτός ο χώρος στον οποίο ούτως ή άλλως ανήκουν. Το παλιό φεγγάρι απελπισμένο κι αυτό κρέμεται στα γυμνά κλωνάρια των δέντρων της πλατείας, το διανυκτερεύον φαρμακείο σταθερό σύμβολο της αρρώστιας και του πόνου, και τα αναιμικά απ’ την ανέχεια κορίτσια στο μπαλκόνι, με το βλέμμα τους άδειο, αφού δεν έχουν τίποτε να προσδοκούν και σε τίποτα να ελπίζουν.
Εικόνες εξαθλίωσης και απελπισίας∙ εικόνες στερημένες από τη ζωτικότητα της αισιοδοξίας και της χαράς, που αποδίδουν με ενάργεια το περιβάλλον στο οποίο γεννιούνται και επιστρέφουν διαρκώς οι αποτυχημένοι άνθρωποι∙ οι άνθρωποι που δεν έχουν καμία εύνοια της τύχης ή της ζωής να περιμένουν.

«Κι ο χλωροφορμισμένος εαυτός τους
χρόνια πικρά, λουλουδιασμένα χρόνια
από κρεβάτι σε κρεβάτι λαϊκών ξενοδοχείων
(βρόμικες κάμαρες, γυμνές
που περιμένουν τους αυτόχειρες μονάχα
τα ιδρωμένα σώματα που δίνονται 6 γρόσια).»

Σ’ αυτές τις φτωχογειτονιές κατευθύνεται ο υπνωτισμένος εαυτός τους, σε αναζήτηση του φτηνού πληρωμένου έρωτα, που θα τους προσφέρει μια πρόσκαιρη παρηγοριά και θα τους βοηθήσει να λησμονήσουν για λίγο τα πολλαπλά αδιέξοδα της ζωής τους.
Τα χρόνια της νεότητας -λουλουδιασμένα χρόνια- που για άλλους είναι μια περίοδος δημιουργικής ή έστω ανέμελης ευτυχίας, για εκείνους υπήρξαν χρόνια πικρά∙ χρόνια που αναλώθηκαν στην ανούσια ηδονή του αγοραίου έρωτα. Σε αντίθεση, άλλωστε, με τους ανθρώπους που επιτυγχάνουν να θέσουν στη ζωή τους τα θεμέλια μιας κανονικότητας, οι αποτυχημένοι δεν γνωρίζουν την ευλογία του αμοιβαίου και ουσιώδη έρωτα που οδηγεί στη δημιουργία μιας οικογένειας. Οι αποτυχημένοι είναι καταδικασμένοι να γεύονται μόνο τον αγορασμένο σαρκικό έρωτα που τον βρίσκουν στα λαϊκά ξενοδοχεία με τις βρόμικες κάμαρες, από γυναίκες έτοιμες να δοθούν στον καθένα για μόλις 6 γρόσια.
Γέννημα της αποτυχίας τους στον επαγγελματικό τομέα, που υπονομεύει συθέμελα την υπόστασή τους, είναι κι η αδυναμία των ανθρώπων αυτών να δημιουργήσουν σταθερές ερωτικές σχέσεις. Με την αίσθηση, ίσως, πως δεν έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν στη σύντροφό τους την προοπτική μιας οικονομικής ασφάλειας, που θα καθιστούσε το ξεκίνημα μιας οικογένειας εύλογη επιλογή, προτιμούν -ή αναγκάζονται- να βρίσκουν εφήμερη μόνο παρηγοριά στην αγκαλιά πληρωμένων γυναικών. Με την ίδια αστάθεια που εξασφαλίζουν κάποια μεροκάματα εδώ κι εκεί, αντιμετωπίζουν και τον έρωτα, περνώντας από κρεβάτι σε κρεβάτι στιγμές αυτοκαταστροφικής ηδονής, που τους φθείρει ψυχικά.
Πρόκειται, άλλωστε, για ανθρώπους που συνειδητά ή ασύνειδα φλερτάρουν με την ιδέα ενός πρόωρου τέλους∙ ενός αυτόβουλου τερματισμού της ούτως ή άλλως καταδικασμένης ύπαρξής τους. Αδυνατούν, έτσι, να διεκδικήσουν μια ουσιαστικότερη επαφή με μια σταθερότερη σύντροφο, αφού θέλουν να νιώθουν τουλάχιστον πως δεν έχουν κάποια δέσμευση που θα τους εγκλώβιζε και θα τους εξανάγκαζε να παρατείνουν αχρείαστα το μαρτύριο αυτής της ζωής. Η αυτοχειρία είναι το εισιτήριο της ελευθερίας∙ είναι η σκέψη που τους δίνει κουράγιο, καθώς γνωρίζουν πως ανά πάσα στιγμή μπορούν να βάλουν τέρμα σ’ αυτή τη ζωή που διόλου δεν μοιάζει με όσα θέλησαν κι ονειρεύτηκαν να ζήσουν.   

«Στην πόλη που αγάπησαν
που κάποτε σχεδίασαν μεγάλες εξορμήσεις
στην πόλη με τις πλάνες τους και τις εγκαταλείψεις
τώρα μοναδική τους περιπέτεια πια θα ’ναι
μια φτωχική, ανώνυμη κηδεία.»

Στην πόλη που τους γέννησε και τόσο την αγάπησαν∙ στην πόλη που από την πιο μικρή ηλικία έκαναν σχέδια για τις μεγάλες ναυτικές τους εξορμήσεις και φαντάστηκαν ένα μέλλον γεμάτο περιπέτειες. Στην πόλη που αργότερα συνειδητοποίησαν πόσο είχαν γελαστεί όταν τόλμησαν να ελπίσουν μια ευτυχία που δεν προοριζόταν ποτέ για εκείνους κι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν ξανά και ξανά κάθε τους προσπάθεια. Σε αυτή ακριβώς την πόλη, το μόνο που τους απομένει, η μοναδική τους πραγματική περιπέτεια πλέον θα είναι μια φτωχική και ανώνυμη κηδεία. Μη έχοντας επιτύχει κανένα από τα σχέδιά τους και μη έχοντας κατορθώσει να φτιάξουν για τον εαυτό τους ένα καλό όνομα, αλλά ζώντας συνεχώς ως περιθωριοποιημένοι παρίες, ακόμη κι ο θάνατός τους θα περάσει, όπως κι η ζωή τους, σαν κάτι το εντελώς αδιάφορο για τους πολλούς. Κανείς δεν πρόκειται να νοιαστεί για το χαμό ενός αποτυχημένου ανθρώπου, που, απ’ όσο μπορεί κανείς να κρίνει, πέρασε τη ζωή του χωρίς ποτέ να φανεί εργατικός ή συνεπής.  

«Κι όμως πολύ νοστάλγησαν
ώραν πολλή στην προκυμαία έχουνε γλυκά ονειροπολήσει
τα έρημα, κοράλλινα νησιά του Ειρηνικού
που πάνε και πεθαίνουν τ’ άλπατρος μονάχα...»

Κι όμως, αυτοί οι αποτυχημένοι άνθρωποι, έστω κι αν δίνουν στους πολλούς την εντύπωση πως υπήρξαν άεργοι και τεμπέληδες, είναι άνθρωποι που επιθύμησαν βαθιά να τους δοθεί η ευκαιρία να ταξιδέψουν και πέρασαν ώρες πολλές στην προκυμαία του λιμανιού να ονειρεύονται πως θα βρεθούν κι αυτοί κάποια στιγμή στα ερημικά εκείνα νησιά του Ειρηνικού, όπου πηγαίνουν τα άλμπατρος και πεθαίνουν μονάχα τους. Είναι άνθρωποι που βασανίστηκαν από την επιθυμία του ταξιδιού κι από την επιθυμία της δουλειάς, μα δεν τους προσφέρθηκε ποτέ η κατάλληλη ευκαιρία για να αποδείξουν πόσο πρόθυμοι ήταν να εργαστούν σκληρά για την εκπλήρωση των στόχων τους.
Θα χαθούν με το στίγμα της αποτυχίας και της αεργίας, έστω κι αν στην πραγματικότητα στάθηκαν κυρίως άτυχοι, αφού δεν βρέθηκε κανείς να τους εμπιστευτεί και να τους προσφέρει την ευκαιρία που τόσο την είχαν ανάγκη.  

Ο Μάνος Κράλης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Γεωργίου Μίνωος, Λευκωσία, 1914-1989) σπούδασε στο Παγκύπριο Διδασκαλείο και στο Διδασκαλικό Κολλέγιο Μόρφου και εργάστηκε στη Δημοτική Εκπαίδευση. Παράλληλα, υπήρξε συνεργάτης διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών.
Δημοσίευσε το 1936 την πρώτη του ποιητική συλλογή, Ταξίδι στη γυμνή χρονιά, με βασικά χαρακτηριστικά της τη μουσική υποβλητικότητα και μια νεότροπη εκφραστική· άμεσες ωστόσο, διακρίνονται οι επιδράσεις από την ποίηση του Τ. Άγρα και από τους ποιητές της γενιάς του ’20. Στις επόμενες συλλογές του θα αναζητήσει διαφορετικούς εκφραστικούς τρόπους από αυτούς που είχαν ακολουθήσει μέχρι τότε οι κύπριοι ποιητές, κινούμενος προς μοντερνιστικές κατευθύνσεις. Η ανανεωτική διάθεσή του, με ουσιαστική εγκατάλειψη του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας και αντίστοιχη υιοθέτηση του ελευθερωμένου και του ελεύθερου στίχου, συντελείται το 1938 στη δεύτερη ποιητική του σύνθεση (Φθινόπωρο στην κόλαση), ενώ διευρύνεται στην τρίτη και πιο ώριμη συλλογή του (Επιτάφιος του πληρώματος), αφού προηγήθηκε η γόνιμη συνάντησή του με την ποιητική του Τ. Έλιοτ και του Γ. Σεφέρη.

Η επώδυνη εμπειρία του πολέμου του 1974 και η τραγική απώλεια της κόρης του θα εμπνεύσουν στον Μ. Κράλη τα ποιήματα των συλλογών Γεύση θανάτου και Εντάφιον έαρ, αντίστοιχα.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...